Αθήνα, 6 Μαρτίου 2003
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στην εφημερίδα «ΠΟΛΙΤΕΙΑ των Αιτωλών και των Ακαρνάνων», 9 Μαρτίου 2004:
-Τρεις μήνες στη Γερμανία. Πώς βρέθηκες εκεί; Πού ακριβώς βρέθηκες;
-Την περασμένη άνοιξη πήρα μια επιστολή από το Kulturreferat του Μονάχου. Την επιστολή αυτή την υπέγραφαν οι κυρίες Annita Fellner και Verena Nolte. Με προσκαλούσαν να φιλοξενηθώ για ένα τρίμηνο, σ’ ένα παλάτι (Villa Waldberta), στο Feldafing, προάστειο του Μονάχου, κοντά στη λίμνη του Starnberg. Δέχτηκα, αφού η φιλοξενία κάλυπτε όλα μου τα έξοδα, μετάβασης και διαμονής, κι ακόμα πλήρη ελευθερία δράσης χωρίς κάποια ορισμένη υποχρέωση, να δώσω λόγου χάριν έναν ορισμένο αριθμό διαλέξεων ή να παρουσιάσω ένα ορισμένο έργο στο τέλος του τριμήνου. Μπορούσα δε να έχω μαζί μου κι άλλο ένα πρόσωπο, την κόρη μου (καθώς μου έγραφαν) ή κάποια φίλη, σύντροφο, σύζυγο. Εν τέλει πήγα μόνος.
H Villa Waldberta, φιλοξενεί στα διαμερίσματά της, για ένα τρίμηνο, ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών απ’ όλο τον κόσμο. Στο τέλος κάθε τριμήνου, οι φιλοξενούμενοι αλλάζουν. Φεύγουν οι μεν κι έρχονται άλλοι. Εγώ (από αρχές Νοεμβρίου μέχρι τέλος Ιανουαρίου), έτυχε να έχω συγκατοίκους-γείτονες στη Waldberta, έναν ινδό ποιητή, μια εσθωνή ποιήτρια, ένα ρώσο μυθιστοριογράφο, ένα γιαπωνέζο γλύπτη, μια κουβανή ζωγράφο-φωτογράφο, έναν γεωργιανό διηγηματογράφο κι έναν ουκρανό δοκιμιογράφο.
Ήμασταν όλοι ελεύθεροι να διαθέτουμε τον χρόνο μας όπως θέλουμε, με τη χαλαρή δέσμευση, κάθε δεύτερη Πέμπτη να κάνουμε ένα συμπόσιο στο οποίο εκτός απ’ τους κατοίκους της Waldberta, έπαιρναν μέρος οι διευθύνοντες και το προσωπικό της Waldberta, συνάμα δε και προσωπικότητες ερχόμενες από το Μόναχο ή την γύρω περιοχή.
Η περιοχή αυτή, η ωραιότερη περιοχή της Γερμανίας, απ’ όσα μου είπαν κι από όσα μόνος μου διαπίστωσα, σ’ ένα υψόμετρο 650 μέτρων (το Μόναχο βρίσκεται κάπου στα 600 μ.), με ήμερους δασωμένους λόφους, πολλές λίμνες, πανέμορφα χωριά, πόλεις και κωμοπόλεις, με τις πάντα χιονισμένες Άλπεις να τη φράζουν από το Νότο, είναι ο τόπος του Μαρκούζε, του Τόμας Μαν, του Ίβαν Γκόλ κι ακόμα του Τ.Σ. Έλιοτ που στην πρώτη κιόλας σελίδα της «έρημης χώρας» του αναφέρει τοποθεσίες της περιοχής αυτής.
-Γιάννη, έκανες κάποια αίτηση για να σε φιλοξενήσουν εκεί; Πώς γίνεται να φιλοξενηθεί κανείς από το Kulturreferat;
-Όχι βέβαια. Πώς να κάνω αίτηση; Δεν ήξερα καν την ύπαρξη του Kulturreferat. Αντίθετα όμως από μένα, το Kulturreferat, ήξερε τα πάντα για μένα, κι όχι μόνο για μένα βέβαια, μα ήξερε και ξέρει, απ’ ότι κατάλαβα, τα πάντα γύρω από τα γράμματα και τις τέχνες όλων των χωρών του πλανήτη. Μη μας φαίνεται παράξενο, δημιουργήθηκε και υπάρχει, για να υπηρετεί σωστά ό, τι έχει σχέση με τον πολιτισμό. Και το κάνει. Αντίθετα με το «δικό μας» Υπουργείο Πολιτισμού που δεν ξέρει τι συμβαίνει στον πολιτιστικό χώρο, ούτε καν της Ελλάδας στην οποία υποτίθεται ότι ανήκει και της οποίας τον πολιτισμό υποτίθεται ότι υπηρετεί.
-Δεν ξέρει, δεν θέλει να ξέρει, δεν μπορεί να ξέρει; Τι απ’ όλα;
-Και τα τρία μαζί. Λες και δημιουργήθηκε ακριβώς γι αυτό: Να μην ξέρει, να μη θέλει να ξέρει, να μην μπορεί να ξέρει.
-Είναι αλήθεια ότι δεν έχει βραβεύσει τους τρεις σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του εβδομήντα: Τον Υφαντή, τον Πούλιο, τον Αργύρη Χιόνη. Είναι αλήθεια ότι αφού τέλειωσε τις βραβεύσεις με τους δυο τρεις καλούς και με τους πολλούς δήθεν ποιητές, άρχισε από τη αρχή, να ξαναβραβεύει τους ίδιους. Τα λέω αυτά, όχι γιατί ένας ποιητής της δικής σου εμβέλειας θα γίνει καλύτερος με το να πάρει ένα κρατικό βραβείο αλλά για να ξέρει ο κόσμος τι γίνεται. Έτσι δεν είναι;
-Έτσι είναι. Αλλά ας ξαναθυμηθούμε εκείνο το περίφημο «όλα πληρώνονται» μέσα σ’ αυτό τον τέλειο συμπαντικό μηχανισμό και να πω ότι όσο πιο ασήμαντοι παίρνουν το Κρατικό Βραβείο, τόσο πιο ασήμαντο γίνεται το ίδιο.
Επίσης, να πω ότι τα βραβεία σήμερα δεν δίνονται για τον λόγο κάποιου αλλά για τη σιωπή του. Δίνονται, όχι για όσα λέει, μα για όσα δεν λέει. Δίνονται για την αποσιώπηση της αλήθειας, της πραγματικότητας, γιατί μόνο αυτή δεν εμποδίζει τη νέα τάξη πραγμάτων. Οι αληθινοί ποιητές, αυτοί που έχουν λόγο, αποκλείονται. Δεν είναι τυχαίο που συνειδητοποιώντας όλο αυτό, έκαμα ένα άρθρο με τον τίτλο «Εν αρχή ην ο λόγος, ο μέγας τρομοκράτης».
-Και να πούμε και το άλλο: Ότι το έχουν οργανώσει το πράγμα τόσο διαβολικά, ώστε το Κρατικό Βραβείο να αποτελεί προϋπόθεση για να πάρει κανείς το Ευρωπαϊκό Αριστείο. Κι αποτελεί προϋπόθεση επίσης στην επιλογή αυτών που θα στέλνονται στο εξωτερικό για διαλέξεις ή για να εκπροσωπήσουν τη χώρα σε εκδηλώσεις και ποιητικές σηναντήσεις του εξωτερικού. Όσοι δεν παίρνουν το Κρατικό Βραβείο δεν έχουν δικαίωμα να πάρουν το Ευρωπαϊκό Αριστείο, ούτε στέλνονται στο εξωτερικό να εκπροσωπήσουν τη χώρα.
-Κι αυτό μοιάζει να υπακούει στην εντολή «κάμετε ότι μπορείτε για να φαίνεται ότι αυτή η χώρα έχει ξοφλήσει». Δηλαδή θέλουν σώνει και καλά να παρουσιάσουν σαν εξοφλημένη την Ελλάδα, αυτή την υπερδύναμη του πολιτισμού. ( Γιατί η Ελλάδα μπορεί να μην διαθέτει την τεχνολογία της Ιαπωνίας είτε την πολεμική μηχανή των Η.Π.Α, όμως ως προς τον πολιτισμό είναι η υπερδύναμη του πλανήτη). Και βέβαια έχουν συμβεί κατά καιρούς διάφορα διασκεδαστικά επεισόδια. Παρουσίαζαν πριν μερικά χρόνια τη νεότατη ελληνική ποίηση σε μια ξένη πρωτεύουσα. Είχαν σταλεί άνθρωποι που ούτε έναν καλό στίχο δεν βρίσκεις στα βιβλία τους. Κάποιος ξένος ακροατής αντέδρασε: «Δεν μπορεί» είπε «να είναι αυτές οι ανοησίες ελληνική ποίηση. Είτε στέρεψε ξαφνικά από ποιητές αυτή η κατεξοχήν χώρα της ποίησης, είτε δεν φέρατε εδώ τους πραγματικούς ποιητές». Τότε, για να περισώσει ό,τι μπορούσε κάποιος αρμόδιος, βγήκε και είπε το ψέμμα ότι «προσκλήθηκαν κι άλλοι ποιητές αλλά δεν θέλησαν να έρθουν. Εν τούτοις θα σας διαβάσουμε ποιήματά τους». Τότε διάβασαν ποιήματα δικά μου και του Χριστιανόπουλου. Οι άχρηστοι.
-Είναι οι ξένοι λοιπόν που σε καλούν στο εξωτερικό. Όμως στο εσωτερικό;
-Μα και μέσα στην Ελλάδα τα ίδια κάνουν. Με κάλεσαν στους Δελφούς σε «παγκόσμια ποιητική συνάντηση» πριν τρία χρόνια. (Με καλούν πότε-πότε για να μην αντιδράσουν κάποιοι που είναι φανατικοί με το έργο μου). Όμως κοίτα τι έκαναν. Από τους έλληνες ποιητές (ανακαλύπτω έκπληκτος εκεί, όταν μου έδωσαν το πρόγραμμα), θα διάβαζαν ποιήματά τους μόνο αυτοί που ήσαν από εξήντα χρόνων και πάνω. Κάποια στιγμή, σε μια συζήτηση, πήρα το λόγο. Μίλησα με δυο ποιήματα. Αυτά που είπα άρεσαν πολύ. Ο ρώσος ποιητής Βοσνισένσκι, (όπως κι άλλοι πολλοί) με πλησίασε μετά το πέρας της συζήτησης κα με συνεχάρη. Με ρώτησε δε «πώς και δεν διάβασα εγώ ποιήματά μου. Του είπα για το όριο ηλικίας. Γέλασε. «Μα είναι δυνατόν;» Είπε. Αλλά θα δεις τι θα κάνω. Θα ζητήσω ένα δεκάλεπτο για να μιλήσω και θα το δώσω σε σένα». Ο Βοσνισένσκι αρρώστησε. Έφυγε ξαφνικά κι έτσι δεν χαρήκαμε αυτή την πλάκα.
-Γιάννη, τρεις μήνες για έναν ποιητή είναι πολύς καιρός πιστεύω, για να γνωρίσει τα υπέρ και τα κατά μιας χώρας, ενός λαού. Τι λοιπόν σε γοήτευσε στη Γερμανία; Τι σε πλήγωσε; Πες μας. Εμένα μου τα έχεις ήδη πει, αλλά πες τα για τους αναγνώστες μας.
-Δεν μου αρέσει να προστρέχω σε πολυχρησιμοποιημένες εκφράσεις, όμως δεν μπόρεσα να ξεφύγω μέσα στους τρεις αυτούς μήνες, από τον παγκοσμίως γνωστό στίχο του Σεφέρη «όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει». Γιατί πρώτον, αν εξαιρέσουμε τον ωραιότατο τόπο της Γερμανίας, ανάμεσα στις Άλπεις και στο Μόναχο, η υπόλοιπη Γερμανία είναι όλη σχεδόν επίπεδη και πληκτική. Τουλάχιστον για τα δικά μου γούστα. Αντιθέτως η Ελλάδα, (αυτή η κατεξοχήν ορεινή και θαλασσινή χώρα), είναι απ’ τη μια της άκρη ως την άλλη πανέμορφη. Είναι μια ομορφιά που δεν την αντέχει κανείς μόνος. Πρέπει να τη μοιραστεί οπωσδήποτε με άλλους. Κι εδώ, σ’ αυτή την ανάγκη να μοιραστείς αυτή η ομορφιά με άλλους για να την αντέξεις, εδώ έχει τις ρίζες του όλος αυτός ο πολύμορφος εκφραστικός πλούτος των Ελλήνων. Πρέπει να μιλήσουν, πρέπει να εκφραστούν, με τραγούδια, ποιήματα, ζωγραφιές, αγάλματα, κτήρια, μύθους, σοφίσματα, ιστορίες, παραμύθια, θεατρικές παραστάσεις, χρησμούς, ύμνους, αθλήματα, τελετές. Κι ενώ σε πληγώνει η Ελλάδα από τη μια με το να μην βρίσκεις πουθενά αυτό το φυσικό κάλλος της, σε πληγώνει από την άλλη που σε καμμιά χώρα της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης δεν συναντάς το σημερινό διεφθαρμένο πολιτικοκοινωνικό σύστημά της, αυτό που εκβαρβάρισε πλήρως τον λαό της κι έκαμε τον πανέμορφο τόπο της έναν απέραντο σκουπιδότοπο.
-Δεν έπρεπε να αντισταθεί ο λαός σ’ αυτό το κακούργημα; Κι εντέλει, χάθηκε κάθε ελπίδα;
-Πολλές φορές μέσα στην χιλιάδων χρόνων ύπαρξη του ελληνικού έθνους κινδύνεψε ο λαός να εκβαρβαριστεί. Μα έχοντας απέναντί του έναν ορατό και συγκεκριμένο εχθρό, μπόρεσε πάντα να τον πολεμήσει. Σήμερα ο εχθρός είναι αόρατος, χωρίς πρόσωπο, πολυδύναμος. Ο εχθρός αυτή τη φορά είχε τα μέσα να χρησιμοποιήσει μεθόδους που υπερβαίνουν για έναν λαό κάθε προβλεπτικότητα και κάθε δυνατότητα προφύλαξης. Τον λαό πια τον σκοτώνουν μέσα στον ύπνο του. Δεν έχει ούτε καν τη δυνατότητα να πει σαν τον ομηρικό ήρωα «σκότωσέ με, αλλά μέσα στο φως». (Ο Άρης σκόρπισε γύρω του μια σκοτεινή νεφέλη και σκότωνε τους έλληνες χωρίς να μπορούν να τον δουν. Τότε ένας έλληνας τού φώναξε, «σκότωσέ με αλλά όχι κρυμμένος, μα μέσα στο φως, παλικαρίσια, να σε βλέπω, να μπορέσω να σε πολεμήσω κι εγώ κι ας είσαι θεός».)
Ρωτάς αν υπάρχει ελπίδα; Τι μας έχει απομείνει; Να φτάσεις στο ερωτικό εκείνο επίπεδο, «αν μεν η σκέψη σου υψηλή, αν εκλεκτή συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει», ώστε να είναι για σένα χαρά το να παραμένεις πεισματικά αληθινός. Αν παραμένεις αληθινός, τότε μπροστά στην προκλητικότητα που δημιουργούν τα λόγια και οι πράξεις ενός αληθινού ανθρώπου, ο εχθρός αναγκάζεται να αποκαλυφθεί, να συγκεκριμενοποιηθεί, να πάρει πρόσωπο κι όνομα. Κι ακόμα απέμεινε τούτο: Να μην μένεις στα μετόπισθεν, στην προσωρινή ασφάλεια, αφήνοντας μόνους τους γενναίους στην πρώτη γραμμή. Αν πας με τους γενναίους στην πρώτη γραμμή και δεν τους αφήσεις μόνους τους, θα έχεις τη χαρά ότι γνώρισες το πρόσωπο του εχθρού κ’ είναι πολύ πιθανό να πάρεις ως βραβείο τη νίκη. Μπράβο στα ιταλικά ο έπαινος. Μπρέιβ στα αγγλικά ο γενναίος. Κοίταξε που φτάνουν οι φλέβες της ζωντανής γλώσσας.
-Γιάννη πες μου συγκεκριμένες αρετές του γερμανικού πολιτικοκοινωνικού συστήματος.
1. Πουθενά ξένες πινακίδες. Τα έργα στην τηλεόραση, στον κινηματογράφο, παντού, μεταγλωττισμένα στα γερμανικά, ώστε να προστατευτεί η εθνική τους γλώσσα.
2. Ο ταξιτζής θα σε πάρει και τρέχοντας στην αριστερή λωρίδα θα σε πάει στον προορισμό σου, αντίθετα με τον εδώ ταξιτζή που όταν κάποτε τον βρεις, θ’ αρχίσει να ψάχνει για πελάτη (σα να μην είσαι πελάτης εσύ), στην δεξιά λωρίδα, πίσω από τα αστικά, κι όταν τον βρει (τον πελάτη) αρχίζουν τα παζάρια για το πού θα σε κατεβάσει, ώστε, αν τύχει και ξεμπερδέψεις χωρίς τσακωμό να είσαι έτσι κι αλλιώς ένα κουρέλι, ακατάλληλος για όποιο ραντεβού και κατάλληλος μόνο για το νοσοκομείο.
3. Στο γερμανικό σχολείο το παιδί μυείται στην αγάπη προς τη γνώση και στην τέχνη του ζην. Δεν υπάρχουν φροντιστήρια. Το παιδί παιδαγωγείται παίζοντας. Ενώ εδώ το παιδί, γίνεται μια αποθήκη γνώσεων. Πλήθος αμέτρητων, άχρηστων, κακοδιατυπωμένων γνώσεων, που καταστρέφουν τον εγκέφαλο του παιδιού, καταστρέφουν την αγάπη του για τη γνώση, καταστρέφουν κάθε όρεξη για ζωή. Ένα εκπαιδευτικό σύστημα που, για όποιον βλέπει, αποτελεί στην πραγματικότητα μια «Εταιρία δολοφόνων της ελληνικής νεολαίας». Και τί να σου κάνουν πέντε φιλότιμοι καθηγητές όταν οι ηλίθιοι γονείς δεν ξέρουν καν τι συμβαίνει ώστε να αναρωτηθούν: Με ποιο δικαίωμα αποφασίζουν για την εξόντωση των παιδιών μας άνθρωποι που τα δικά τους παιδιά τα έχουν στα κολέγια της Ελβετίας και της Αγγλίας;
4. Μπορείς να περπατάς μόνος στο κέντρο του Μονάχου στις τρεις τη νύχτα χωρίς να κινδυνεύεις να σε μαχαιρώσουν. Θα σε σταματήσει ίσως η αστυνομία. Ευγενικά. Για να εξακριβώσει τα στοιχεία σου (τα οποία αν δεν τα έχεις μαζί σου τα έχει αυτή) κι όχι για να σε τραβήξει στο τμήμα να σε δείρει και να σε γαμήσει.
5. Το τραίνο, το τραμ, το λεωφορείο θα είναι στη στάση στις εφτά και τριάντα ένα, στις πέντε και σαράντα εννιά. Πάντα.
6. Ο τροχονόμος που θα σταματήσει τον παραβάτη αξιωματούχο δεν θα δεχθεί απειλές αλλά συγχαρητήρια, από τον ίδιο τον παραβάτη αξιωματούχο, ο οποίος βεβαίως, αν και, από λάθος εκτίμηση ή αφηρημάδα έκανε την παράβαση, εντούτοις θα πληρώσει το πρόστιμό του. Είναι να ξερνάς όταν σου τύχει ν’ ακούσεις τι λέει και τι κάνει στην παρόμοια περίπτωση ο εκβαρβαρισμένος νεοέλλην αξιωματούχος. Απειλεί είτε δείχνει τα χαρτιά του όπου είναι καταγραμμένη η ιδιαιτερότητά του, μιλά για τις γνωριμίες του, εκλιπαρεί να του φερθούν ως ν’ αποτελεί εξαίρεση, ο γελοιωδέστατος.
7. Κανείς δεν πετά το παραμικρό σκουπίδι. Αν το κάνει, ο πρώτος πολίτης που θα τον δει, θα αντιδράσει. Κι ο παραβάτης θα συμμορφωθεί, γιατί ο πολίτης που υπερασπίζει το νόμο και το περιβάλλον έχει πίσω του με το μέρος του ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό. Το κράτος δεν θα πάει με τον παραβάτη όπως γίνεται στην Ελλάδα, αλλά με τον διαμαρτυρόμενο πολίτη. Δηλαδή, βλέπεις ότι στο σύστημα αυτό εφαρμόζεται εκείνο που λέγει ο Ηράκλειτος: «Οι πολίτες πρέπει να μάχονται για την τήρηση των νόμων με μεγαλύτερο πείσμα από αυτό που χρειάζεται όταν μάχονται για την υπεράσπιση των τειχών της πόλεως».
Ναι, πάνω απ’ όλα, η εφαρμογή τω νόμων. Αν απαγορεύεται ο φούρνος καπνών βιρτζίνια να στηθεί μέσα σε οικισμό, δεν χρειάζεται να εγκαταλείψεις εσύ το σπίτι σου για τρεις μήνες, για να γλιτώσεις από το εξατμιζόμενο νέφος των δηλητηρίων, ούτε να μαλώνεις με τον γείτονά σου. Το κράτος θα υποχρεώσει τον ιδιοκτήτη να απομακρύνει τον φούρνο, ενώ εσύ θα συνεχίσεις να έχεις καλές σχέσεις με τον γείτονά σου.
Μού συνέβη τέλος αυτή η κακοτυχία. Να βρίσκομαι στη λίμνη του Στάνμπεργκ. Και να ’ναι γεμάτη πουλιά, χιλιάδες πουλιά, πάνω της και γύρω της, με τα έξοχα χρώματά τους, με τις φωνές τους και να μην ακούγεται πουθενά ούτε μια τουφεκιά. Και να βρεθώ δυο μέρες μετά στην Τριχωνίδα. Και να μην έχει ούτε ένα πουλί πάνω της, μια νεκρή λίμνη, μια νεκρή θάλασσα, ενώ γύρω της και στους λόφους κοντά, να γίνεται πόλεμος, να πέφτουν τουφεκιές ανά δευτερόλεπτο. Και να είναι άνθρωποι καθισμένοι γύρω από τραπέζια, να τρώνε τα σουβλάκια τους, να συζητούν και να γελούν χωρίς κανείς ν’ αναρωτιέται: Μα πώς είναι τόσο έρημη αυτή η λίμνη; Και σε τι ζώα ρίχνονται αυτές οι τουφεκιές; Στους ελάχιστους καλογιάννους που έχουν απομείνει;
-Γιάννη να κλείσουμε μ’ ένα ποίημα. Κάποιο που να έγραψες μέσα σ’ αυτούς τους τρεις μήνες στη Γερμανία;
-Πάμε:
Ο ΕΛΙΟΤ ΣΤΑ ΠΕΡΙΞ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ «Starnbergersee, Hofgarten», είναι λέξεις που συναντάς κατηφορίζοντας την πρώτη απ’ τις πλαγιές αυτού που ο Τόμας Έλιοτ ονόμασε «έρημη χώρα» (The Waste Land). «Εκεί νοιώθεις ελεύθερος», μας λέει, «in the mountains» (στα βουνά). Κ’ ίσως το πλήθος βλέποντας των αλπικών λιμνών μιλά για «ερημιά από καθρέφτες». Και δικαίως θα αναρωτηθεί κανείς: Σε τέτοιους τόπους, πανέμορφους, πού είδε ο ποιητής αυτό που αποκαλεί «έρημη χώρα»;
Αλλού θα μας τη δώσει την απάντηση: «Στα χορικά του βράχου»: «Η έρημος», μας λέει, «δεν βρίσκεται στους νότιους τροπικούς. αλλά μες στην καρδιά του αδερφού σου». Feldafing, (Villa Waldberta), 11 Νοεμβρίου 2000
|
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ, εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ» 11-17 Ιουνίου 2004:
Τι είναι εκείνο που μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο σήμερα ποιητή, κύριε Υφαντή; Γεννιέται κανείς ποιητής ή γίνεται; Εσείς για παράδειγμα, την ποίηση θα μπορούσατε να την αποφύγετε;
Αυτό που κάνει σήμερα έναν άνθρωπο ποιητή είναι το ίδιο εκείνο που τον έκανε ποιητή σ’ όλες τις εποχές:
«Αδυνατούσε να βαδίσει στων ανθρώπων την οδό,
κι έγινε έτσι ένας χορευτής μπρος στο Θεό».
Αλλά αυτή του η αδυναμία, αν κι επιφανειακά μοιάζει να του παρουσιάζεται σε μια ορισμένη ηλικία, είναι σύμφυτη με τον ποιητή, γεννιέται μαζί του. Ναι, γεννιέται κανείς ποιητής. Αν δεν ήταν έτσι, τότε θα γινόντουσαν ποιητές κι όλα του τ’ αδέρφια κι εν πάση περιπτώσει όλοι που μεγάλωσαν μαζί του, κάτω από τις ίδιες συνθήκες και στο ίδιο περιβάλλον. Και βέβαια, εντέλει δεν θα μπορούσα ν’ αποφύγω την ποίηση, χωρίς ν’ αποφύγω τον ίδιο μου τον εαυτό.
Ευχή ή κατάρα η ποίηση; Προσόν ή κουσούρι;
Αυτός που έχει τα μάτια του κλειστά δεν βλέπει ούτε την ομορφιά ούτε τη φρίκη.
Αυτός που έχει τα μάτια του ανοιχτά δεν μπορεί παρά να βλέπει τόσο την ομορφιά
όσο και τη φρίκη. Ούτε προσόν λοιπόν ούτε κουσούρι. Όσο περισσότερο χαίρεται με
την ομορφιά ο ποιητής, τόσο περισσότερο υποφέρει με τη φρίκη. Διότι όλα
πληρώνονται.
Και διότι πίσω από την φαινομενική ανισότητα, υπάρχει μια υπερακριβής ισότητα
όλων των όντων. Όποιο παίρνει λίγα από τη ζωή, θα επιστρέψει λίγα. Όποιο παίρνει
πολλά θα επιστρέψει πολλά.
Από «Μανθρασπέντα» το 1977 και τους «Μυστικούς της Ανατολής» μέχρι τ’ «Αρχέτυπα» το 2001 και «Το ιδεόγραμμα του φιδιού» το 2003, τι άλλαξε και τι πaρέμεινε αναλλοίωτο, κύριε Υφαντή;
Ο ποιητής άλλαξε εκδότες μα όχι τον εαυτό του. Προστέθηκαν έργα μα η ανάγκη για την ποιότητα παρέμεινε πάντα όχι μια εξωτερική επιταγή αλλά μια βιολογική ανάγκη.
Το κύριο βιογραφικό του ποιητή είναι το έργο του. Όσο για τα βιογραφικά στοιχεία που έπρεπε να δώσω κατά καιρούς, τα κατασκεύασα σύμφωνα με την ανάγκη μου να μιλούν για τον ποιητή κι όχι για εκείνο τον εαυτό μου τον καταγεγραμμένο στην αστυνομία, στη στρατονομία, στην εκκλησία είτε στα μητρώα αρρένων του δήμου στον οποίο ανήκε η εκάστοτε κατοικία μου. Βεβαίως υπάρχει κι ένα έκτακτο βιογραφικό. Διότι σε κάποια εκπομπή στην οποία ήμουν παρών, είδα να με παρουσιάζουν μ’ έναν τρόπο συνηθισμένο που άφηνε έξω τον ποιητή κι έπασχε από πολλή σοβαροφάνεια. Τότε επενέβην (με κέφι) κι έδωσα αμέσως ένα ποιητικό βιογραφικό.
Ο Γιάννης Υφαντής γεννήθηκε σύμφωνα με την επιθυμία του στη Ραΐνα (κοιλάδα της Αιτωλίας) τον Οκτώβρη του 1949……Η ποίησή σας είναι σπουδή στο βιβλίο του Κόσμου;
Ακριβώς, επειδή:
Ένα βιβλίο μόνο έχει γραφτεί
κι έχει γραφτεί με πράγματα κι όχι με λόγια.
Ένα βιβλίο μόνο έχει γραφτεί
κι έχει γραφτεί από τον Κόσμο με τον Κόσμο για τον Κόσμο.
Ο Κόσμος είναι το βιβλίο του Κόσμου.
………………………….
Γράφω θα πει διαβάζω το βιβλίο του κόσμου…..
« Ένας άντρας τρέχει / τρέχει να προλάβει το αστικό…». Για να γλιτώσουμε από μας γίνονται όλα;
Όχι, αντίθετα. Μα ο συνηθισμένος άνθρωπος ό,τι κάνει το κάνει σχεδόν για να γλιτώσει από τον εαυτό του.
Ο καθρέφτης του Πρωτέα που εκδόθηκε πρώτη φορά το 1986, έφτασε σήμερα να εκδίδεται από τις εκδόσεις «Άγκυρα» μαζί με ολόκληρο το ποιητικό σας έργο, σ’ έναν τόμο…. Τι είναι σημειολογικά ο καθρέφτης για σας;
Έξοχο σύμβολο κι αντικείμενο μαγικό, αγαπημένο. (Είναι από τις εμμονές μας που δημιουργείται το ύφος μας κ’ είναι από τις επιμονές μας που δημιουργείται η ιδιαιτερότητά μας). Ο καθρέφτης είναι για μένα πολλά. Το χαρτί όπου καθρεφτίζεται ο λόγος–εαυτός μου. Είναι η Μάγια-Ψευδαίσθηση-Αυταπάτη. Η πηγή με το πλήρως γαληνεμένο νερό, το απαραίτητο για την αυτογνωσία μας. Είναι η συνείδηση. Είναι η πλήρης καθαρότητα. Ο άλλος-εγώ· όλα τα άλλα-εγώ. Το κενό-καθρέφτης που μέσα του βλέπω καθρεφτισμένο τον εαυτό μου-σύμπαν.
Με αφορμή την ποιητική σας συλλογή «Μανθρασπέντα», «λέξη-ξόρκι, λέξη-δημιουργός», όντως υπάρχουν λέξεις-ξόρκια;
Όταν για μας λειτουργούν ως ξόρκια, ναι.
Ονόματα «ξόρκια»;
Και πάλι όταν λειτουργούν για μας ως τέτοια, ναι.
Και επί τω προκειμένω, «Υφαντής»;
Έχω την εντύπωση ότι ταυτίζεται κανείς με το όνομά του, όταν κατέχει εκείνο το επίπεδο στο οποίο το όνομα αυτό «λειτουργεί» με όλες του τις σημασίες. Άλλος έχει ξεπεράσει το επίπεδο του ονόματός του, άλλος βρίσκεται σ’ αυτό, άλλος δεν έχει φτάσει στο επίπεδο του ονόματός του. Κάποιος που δεν υφαίνει δεν είναι υφαντής. Οι πρόγονοί μου ύφαιναν, άντρες και γυναίκες. Οι γιαγιές μου, οι θείες μου, η μάννα μου, οι αδερφές μου, ύφαιναν. Για μένα ήταν μια μαγική διαδικασία. Μικρό παιδί πίστευα πως η μάννα μου είναι μάγισσα, μόνο και μόνο βλέποντάς την να υφαίνει και να τραγουδά. Εγώ συνέχισα την υφαντική τέχνη, υφαίνοντας λέξεις και στίχους, κάνοντας ποιήματα.(Και βέβαια υπήρξαν περιπτώσεις που εξαιτίας αυτού κάποιοι με θεώρησαν μάγο, άλλοι με την καλή σημασία της λέξης κι άλλοι με την κακή σημασία της). Εδώ το όνομα αυτό λειτουργεί πια με όλες του τις πρωταρχικές και μεταγενέστερες σημασίες του. Η λέξη υφαντής (και υφαίνω), χρησιμοποιούνται από τον Όμηρο και βέβαια υπάρχουν πριν από τον Όμηρο. Υφαίνω: Υ (κύπελλο, δοχείο), απ’ όπου βγάζω τα υλικά του φαίνω (φανερώνω)· φέρνω τα πράγματα στο φως, ή φέρνω στα πράγματα το φως, κάνω τα πράγματα ορατά, πράγμα που ισούται με την έννοια «τα κάνω να υπάρχουν», τα δημιουργώ. Φάνης το πρωταρχικό ον της Ελληνικής Μυθολογίας. Φάνης, ο φανερωτής, ο αποκαλύπτων. Ιωάννης Υφαντής, Ιωάννης της Αποκάλυψης. Αρχικά σήμαινε τον κατεξοχήν δημιουργό, τον κατεξοχήν άνθρωπο της τέχνης. Textor στα λατινικά ο «υφαντής», με ρίζα στο ελληνικό «τέχνη». Και textile οαργαλειός στα αγγλικά. Ντίχτα ο ποιητής στα γερμανικά και ντόκτορ ο ανώτερος αξιωματούχος των επιστημών και των τεχνών. Ο Μάξ Βέμπερ βεβαίως μεταφράζεται ως μεγάλος υφαντής. Το υφαντό είναι χρησιμότατο ως ένδυμα, κάλυμμα, σκέπασμα ή στρωσίδι. Συνάμα πάνω του υφαίνονται παραμύθια, ποιήματα, ιστορίες, θρύλοι, όλα τα μυθικά ή πραγματικά όντα. Άγιοι της Ανατολής υπήρξαν υφαντές και στην μυθική Ελλάδα θεές, νεράιδες και ηρωίδες επών υφαίνουν. Η ζωή μας είναι το υφαντό της Μοίρας μας. Οι Φαίακες έχουν δυο ασχολίες: Τη ναυτική τέχνη και την υφαντική τέχνη. Η Αράχνη υφαίνει ως αράχνη, αφότου έχασε το στοίχημα που έβαλε με τη θεά Αθηνά. Αλλά και ο Ηλιος, είναι η χρυσή αράχνη, ο υφαντής, για να επιστρέψουμε και πάλι στην έννοια του φανερωτή δια του φωτός και του κατεξοχήν δημιουργού.
Τι κατορθώνει ή επιδιώκει κανείς κεντώντας το δέρμα του διαβόλου;
Αν το δέρμα του διαβόλου είναι το χαρτί, τότε ο ποιητής μπορεί με λέξεις να κεντήσει πάνω του την κακή φύση των ανθρώπων, ώστε βλέποντάς την αυτοί να νοιώσουν αηδία, φρίκη, αποστροφή. Κ’ ίσως τότες επιθυμήσουν να την μετατρέψουν ή να την απαρνηθούν, κινητοποιώντας την καλή τους φύση, η οποία σύμφωνα με τον Έζρα Πάουντ αποτελεί τον παράδεισό μας. A man’ s paradise is his good nature, μας λέει σε κάποιο ποίημά του.
Μέσα από την ποίηση μπορεί ο ποιητής να ακούσει «τη γλώσσα του Θεού».
Η ίδια η ποίηση είναι η γλώσσα του Θεού στο επίπεδο της ανθρώπινης αισθαντικότητας κι αντιληπτικότητας. Όμως δεν είμαι σίγουρος αν κατάλαβα καλά την ερώτησή σας. Μπορείτε να την επαναλάβετε με τρόπο διαφορετικό;
Και τελικά το ποίημα πού βρίσκεται, μέσα ή έξω από μας;
Βρίσκεται εκεί που ο καθένας μας το βρίσκει.
Στα «Αρχέτυπα», φωτογραφία, ζωγραφική και ποίηση συνυπάρχουν. «Έφτασα στις συνθέσεις αυτές παίζοντας», γράφετε. Παίζοντας κανείς φτάνει να αφουγκράζεται τον κόσμο;
Ακριβώς. Που σημαίνει επίσης πως μόνο αν αναστήσει κανείς μέσα του το παιδί μπορεί να επικοινωνήσει με το Θαύμα-Κόσμος. «Μόνο αν γίνετε σαν τα παιδιά…», όπως λέγει ο Ιησούς. Κι ο Ηράκλειτος που έπαιζε σαν παιδί με τα παιδιά; Κι ο Αναξαγόρας που ζήτησε να γιορτάζουν τη μνήμη του αφήνοντας εκείνη τη μέρα τα παιδιά ελέυθερα να παίζουυν;
Εν τάξει «τα βιβλία γίνονται μόνα τους», όμως εσείς πώς τα συναντάτε;
Τα συναντώ σε κάθε τους στάδιο. Τα παρατηρώ, τα βοηθώ, με βοηθούν, παίζω μαζί τους. Η πλήρης συνάντηση βεβαίως γίνεται όταν ολοκληρωθούν. Όταν τα ερωτευτώ και μ’ ερωτευτούν.
Αν δεν μένατε στο Αγρίνιο, στο χωριό, οι «συναντήσεις» αυτές θα ήταν δυσκολότερες;
Το πίστευαν και το έλεγαν από τους αρχαίους καιρούς. Ας το πω κι εγώ με τον δικό μου τρόπο: Μόνο κάτω από τον ανοιχτό ουρανό, στο κέντρο του ορατού και αόρατου σύμπαντος, μέσα στον «κοσμοφόρο αιθέρα», κυκλοφορούν ιδέες τόσο υγιείς που να τις διακατέχει η σφοδρή επιθυμία της ενσάρκωσης σε ποίημα είτε σε βιβλίο. Δηλαδή, μπορεί ο άχρηστος, φλύαρος κι εξυπναδίστικος «φιλολογισμός» να χρειάζεται τις μεγαλουπόλεις. Όμως η καλή μας φύση λειτουργεί καλύτερα μέσα σ’ ένα κόσμο που δεν υπερέβη τα μέτρα ώστε να καταντήσει τερατικός. Και βέβαια είμαι υπέρ της πόλεως και της αγοράς, όμως δυσκολεύομαι πολύ μέσα στην κόλαση της Αττικής η οποία ούτε πόλη είναι ούτε αγορά έχει.
Πείτε μας, πως είναι η ζωή σας;
Το περισσότερο είμαι ενθουσιασμένος, «μαγεμένος», τόσο από τα μεγάλα όσο κι από τ’ ασήμαντα κι ελάχιστα.
Μα έρχονται ώρες που τα βάσανα ενός γέρου λ.χ. ή ενός εγκαταλειμμένου ζώου, με φέρνουν σε μια κατάσταση που νοιώθω να είμαι ο δυστυχέστερος των ανθρώπων. Κυρίως όταν όλοι οι δρόμοι προς τη βοήθεια, ακόμα κι αυτή μου η αυτοθυσία, βρίσκω πως είναι κλειστοί.
Ναι, η ζωή μου. Έχω την αίσθηση, ότι δεν είναι μόνο η ζωή «μου». Είμαι ο ταύρος και η αγελάδα που μουκανίζουν δυνατά μέσα στην ερωτική τους έκσταση. Είμαι το τριαντάφυλλο κι ο καταρράχτης. Είμαι το ζώο που το ανασκελώνουν κι ενώ το σφάζουν τινάζει και κουνά τα πόδια του στον αέρα προσπαθώντας απελπισμένα κάπου να στηριχτεί και να ξεφύγει. Αλλά ματαίως. Ακόμα κι ο ουρανός γίνεται γλιστερός σαν το γυαλί πάνω από τα πόδια του. Συνοψίζοντας, η ζωή μου περιλαμβάνει (στο βαθμό που η συνειδησή μου τη χωρεί) και τη ζωή όλων των όντων, τη μακαριότητά τους, την ενοχή τους, την πείνα τους, το χορτασμό τους, το φόβο τους, την ηδονή τους και την οδύνη τους. Ναι, ζω απλά, όπως ο καθένας, μα, είμαι κι ο νικημένος που τον βασανίζουν.
Όλα σας τα βιβλία –λέτε- είναι αδέρφια της δεκαπεντάχρονης κόρης σας Αριάδνης. Όχι τυχαία Αριάδνη υποθέτω. Αυτή η Αριάδνη, η Αριάδνη σας, από ποιο λαβύρινθο σας έβγαλε;
Τα πρόσωπα και πράγματα που μ’ έβγαλαν από τον λαβύρινθο της μίζερης εφηβείας λ.χ. ή από άλλους λαβυρίνθους είναι πολλά: Ποιητές, φίλοι, φίλες, τόποι, μουσικές, σύμβολα. Αυτά όλα, όταν γεννήθηκε η κόρη μου, έμοιαζε να έχουν συγκεντρωθεί σ’ ένα πρόσωπο και μπορούσαν πια να πάρουν το όνομα που τους άξιζε και που το είχε κάποτε η θαυμάσια πριγκήπισσα της Κνωσσού Αριάδνη. Το «Αριάδνη», το πιο ποιητικό ίσως όνομα της ελληνικής γλώσσας, και τόσο αδικημένο συνάμα, όπως και τόσα άλλα ονόματα, λόγω χριστιανισμού, ταιριάζει, στην περίπτωση της κόρης μου και με το επώνυμό μου κι επώνυμό της, αφού το νήμα και το κουβάρι ανήκουν στην υφαντική τέχνη. Εντέλει, η Αριάδνη είτε ως κόρη μου, είτε ως μυθικό πρόσωπο, κρατώντας το κουβάρι του ήλιου, με βγάζει ξανά και ξανά από το χάος προς τον συγκεκριμένο κόσμο και τη ζωή.
Η ποίηση;
Η ποίηση είναι αυτό που λέω και αλλού. Είναι ξόρκια και παραμύθια. Παραμύθια ειπωμένα με ρυθμό. Παραμύθια και παραμυθία (παρηγοριά).
Επάνω σε ποιους δασκάλους σας πατήσατε, και τι είναι αυτό που αν χρειαστεί λέτε «παρηγοριά σας».
Είναι τόσοι πολλοί (με σημαντικότερους τον Όμηρο, τον Ηράκλειτο, τον Αναξίμανδρο, τον Ηρόδοτο, τον Βιάσα, τους Ταοϊστές της Κίνας και τους Ζεν της Ιαπωνίας, τον Ιησού κι όλους τους μυθογράφους του κόσμου, τους παραμυθάδες, όπως αυτούς που έκαμαν τις Χίλιες και Μία Νύχτες, τον Ντάντε, τον Έλιοτ, τον Καβάφη, τον Καζαντζάκη, τον Ρεμπώ, τον Νίτσε, τον Μπόρχες, όλους τους μεγάλους Νεοέλληνες ποιητές, όπως και τους αρχαίους, Ησίοδο, Σαπφώ και Μελέαγρο). Είναι τόσοι πολλοί και συνάμα ένας, ο Κανένας, το Αιώνιο Ποιητικό Πνεύμα. Ε ναι αυτό είναι η παρηγοριά μου. Το Αιώνιο Ποιητικό Πνεύμα που ζει μέσω των ποιητών και οι ποιητές που ζουν μέσω αυτού.
Φοβάστε κάτι, κύριε Υφαντή;
Ναι, τον άνθρωπο, τον μεγαλύτερο εχθρό του ανθρώπου και γενικότερα ολόκληρης της πλανητικής ζωής.
Η ποίηση νικά τον χρόνο, τον εαυτό μας, τον θάνατο, τον φόνο, τη λήθη…Τι;
Γιατί άραγε οι Αρχαίοι Έλληνες έδιναν τόση μεγάλη σημασία στη δόξα και πως την εννοούσαν; Νομίζω ότι με τον όρο δόξα εννοούσαν, αυτό που μπορεί να μείνει ως θετική ενέργεια πολύ μετά την διάλυση της φυσικής μας ύπαρξης, κυκλοφορώντας και δυναμώνοντας τη ζωή. Και βέβαια το ποιητικό έργο είναι μια πολύ συγκεκριμένη μορφή θετικής ενέργειας. Σκεφτείτε τον Όμηρο. Ύστερα από τρεις χιλιάδες χρόνια, να μ’ ευφραίνει, να μου δίνει δύναμη, να με γιατρεύει, να με παρηγορεί. Να μιλώ μαζί του τόσο καλά όσο με κανέναν ίσως από τους ζωντανούς.
Και το μυστήριο της ζωής πως προσεγγίζεται; Με αθωότητα; Με γνώση;
Και με τα δυο, αλλά προπάντων με αυτή τη «μυστήρια» επιθυμία της ζωής για ζωή.
Ο ποιητής ζει τελικά στον «Ναό του Κόσμου»;
Ναι και μάλιστα κατέχοντας το αξίωμα του αρχιερέως, πράγμα που συμβαίνει βεβαίως και μ’ όλα τα άλλα όντα.
«Τέλος δεν έχει ο κόσμος ούτε αρχή…»
Χρέος μας ή το μερίδιο της συμμετοχής μας στη δημιουργία;
Το δεύτερο. Εκτός και με τον όρο χρέος εννοούμε όχι τις έξωθεν ηθικές επιταγές, αλλά τη δική μας ανάγκη για έκφραση, ώστε να μοιραστούμε με τους άλλους αυτό που δεν αντέχουμε μόνοι μας, δηλαδή «την ομορφιά ή τη φρίκη που διαβάζουμε στο βιβλίο του Κόσμου».
Πάντa εδώ:
Δεν υπάρχει θέμα….πάντα εδώ».
Εντέλει τίποτα δεν χάνεται, κύριε Υφαντή; Κι εμείς μέσα από το θεϊκό παρόν, πανταχού και πάντοτε παρόντες;
Το είπατε πολύ ωραία. Μα να συμπληρώσω: Στη μουσική του «Χριστός ανέστη», που τα λόγια του τα γνωρίζετε, εγώ διακρίνω μια χαρμολύπη. Λύπη γιατί το πρόσωπο του Ιησού εξαφανίστηκε για πάντα. (Οι εμφανίσεις του δεν είναι σαρκικές. Μου θυμίζουν τα «είδωλα καμόντων» που συνάντησε ο Οδυσσέας στον Άδη). Και συνάμα διακρίνω μια χαρά, γιατί, ο για πάντα νεκρός ως συγκεκριμένο πρόσωπο Ιησούς (κι ο καθένας μας), υπάρχει από την άλλη «αναστημένος» μέσα στα πάντα.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “MONKIE”
Γιάννης Υφαντής:
«Ο ποιητής είναι επικίνδυνος για την παρούσα πολιτική συγκυρία»
Η ποίηση του Γιάννη Υφαντή είναι ένα πραγματικό δώρο. Σχεδόν αποσιωπημένος από τους διαμορφωτές του λογοτεχνικού κανόνα, τα λογοτεχνικά έντυπα και τις στήλες των εφημερίδων, ο Υφαντής διαγράφει εδώ και τρεις δεκαετίες μια σπουδαία πορεία, όντας σχεδόν στο περιθώριο. Σε μια πλασματική μιντιακή πραγματικότητα, όπου η προκλητικότητα και το προβοκατόρικο ύφος περισσεύουν, τα ποιήματα του Υφαντή αστράφτουν με την γνήσια ανατρεπτικότητα, τον ερωτισμό και την απλότητά τους. Πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους νεοέλληνες ποιητές, ο οποίος σπάνια δίνει συνεντεύξεις. Το Monkie παρουσιάζει με μεγάλη χαρά τη συζήτηση με τον ποιητή.
Είχατε δυσκολίες να εκδώσετε, όταν πρωτοξεκινήσατε;
Περιέργως, όχι. Ήδη στα 19 μου είχα δημοσιεύσει σε περιοδικά κι εφημερίδες αρκετά ποιήματα. Ήταν δικτατορία ακόμα, όταν το περιοδικό «Ευθύνη» και οι «Εκδόσεις των Φίλων» ζήτησαν να μου κάνουν μια έκδοση. Συγκέντρωσα τα προς έκδοσιν ποιήματά μου, αλλά σ’ ένα δεύτερο γράμμα που μου έστειλαν, ζητούσαν ν’ αφαιρέσω μερικές «βλάσφημες» λέξεις. Τους είπα ότι μου είναι αδύνατον να αυτολογοκριθώ, κι έτσι τελειώσαμε μ’ αυτή την εκδοτική πρόταση. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Χατζηδάκις κι ο Γκάτσος (με τους οποίους εννοείται δεν σχετιζόμουν εκείνο τον καιρό), ζήτησαν από τις εκδόσεις «Τραμ» να μου εκδώσουν οπωσδήποτε βιβλίο.
Αλήθεια ποιες ήταν οι «κακές» λέξεις που οι «Εκδόσεις των Φίλων» ζήτησαν ν’ αφαιρέσετε;
Η λέξη κατούρησα και η λέξη αιδοίο. Αλίμονο. Είμαι ο πρώτος Νεοέλλην ποιητής που δημοσίευσε ποίημα με τη λέξη μουνί. Και είμαι ο πρώτος που διάβασε στην ελληνική τηλεόραση ποίημά του με τη λέξη πούτσος. Πρωτεύω, ως προς την ποίηση, στη χρησιμοποίηση δημοσίως των λέξεων αυτών, διότι στην πεζογραφία με πρόλαβαν ο Νίκος Καζαντζάκης κι ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Και να ξεκαθαρίσω, μιλάμε για δημοσιευμένη ποίηση. Διότι αδημοσίευτη ποίηση με τις λέξεις αυτές έχει γραφτεί πολύ πριν από μένα. Και μάλιστα από ιερέα ποιητή. Είναι ο έξοχος Ζακύνθιος ιερέας Νικολός Κουτούζης, σύγχρονος του Σολωμού, που έγραψε ποίηση, χρησιμοποιώντας χωρίς κανένα δισταγμό όλες τις λέξεις της ελληνικής γλώσσας. Θυμώνω όταν διαβάζω ιστορικούς που ενώ δηλώνουν θαυμαστές του Καραϊσκάκη, μόλις φτάνουν στις λέξεις που χρησιμοποιούσε ο Καραϊσκάκης, βάζουν αποσιωπητικά. Δηλώνοντας έτσι, κατ’ εμέ, την αναξιότητά τους. Όποιος δεν μπορεί να προφέρει τις λέξεις που πρόφερε ο Καραϊσκάκης, είναι αδύνατο να πράξει αυτά που έπραξε ο Καραϊσκάκης, τουτέστιν να δράσει υπέρ της ελευθερίας, διότι ελευθερία και γλώσσα όπως λέει ο Σολωμός, πάνε μαζί. Κι εδώ βρίσκεται το κλειδί μιας τεράστιας, μα τεράστιας υπόθεσης, Ο δειλός στη γλώσσα είναι και δειλός στη ζωή. Ο μη ελεύθερος στη γλώσσα είναι και μη ελεύθερος στη ζωή, είναι δηλαδή άχρηστος. Οι άνθρωποι που είναι αχρείοι και δειλοί στα λόγια είναι πρωτίστως αχρείοι και δειλοί στα έργα. Μην περιμένουμε να κάμουν σημαντικά έργα άνθρωποι που δεν μιλούν ελεύθερα. Μην περιμένουμε να φτάσουν στη λυτρωτική δικαιοσύνη, αυτοί που δεν μπορούν να φτάσουν στον λυτρωτικό οργασμό. Γέμισε η Γη κοπάδια ανοργασμικών αφεντικών και δούλων. Κοπάδια που δεν γνώρισαν τη λυτρωτική απόλυτη ικανοποίηση. Γι’ αυτό και η μεγάλη εμμονή τους στα μικρόψυχα έργα, στα τυραννικά και στα ολέθρια. Γι’ αυτό και ο πλανήτης πάει κατά διόλου.
Το ενδεχόμενο να γίνουν τα ποιήματά σας της μόδας, σας ανησυχεί; Η μέρα που θα σας ανακαλύψουν τα διάφορα «εναλλακτικά» έντυπα είναι, κατά τη γνώμη μου, πολύ κοντά.
Όχι βέβαια. Άλλωστε είμαι δοκιμασμένος σ’ αυτό. Όταν εκδόθηκε το Μανθρασπέντα, διάσημοι άνθρωποι της εποχής, –μουσικοί και ποιητές- Ρίτσος, Χατζηδάκις, Μαρκόπουλος, Ελύτης, Γκάτσος, έλεγαν ότι επιτέλους γεννήθηκε ένα καινούριο άστρο στην ποίησή μας. Και δεν χάλασα βεβαίως, δεν άλλαξα, παρ’ όλες τις προσδοκίες κάποιων ότι μετά το πρώτο μου βιβλίο θα «ξεφουσκώσω». Απλώς φοβήθηκα. Και ήταν ένας πραγματικός φόβος. Ο σπόρος βλασταίνει, θαμμένος βαθειά, στο σκοτάδι. Αν μένει μες στα φώτα της επιφάνειας ξεραίνεται. Ένοιωσα κάποια στιγμή πως τα πολλά φώτα φτάνουν βαθειά ως εκεί που θέλω να θάψω τον σπόρο μου. Και τότε αμύνθηκα. Κρύφτηκα. Καλούσε ο Ρίτσος να γνωριστούμε και δεν πήγαινα. Ο Χατζηδάκις, ο Γκάτσος το ίδιο. Εξαιτίας αυτού έχασα μελοποιήσεις και συνεργασίες. Όμως προστάτεψα τον πυρήνα μου, το κέντρο μου. Ο Μαρκόπουλος όμως ήρθε στο σπίτι μου, στη Θεσσαλονίκη. Κι έχει πλάκα εδώ να αναφέρω το εξής. Ρωτάει ο Κακίσης τον Μαρκόπουλο. «Εκτιμάς περισσότερο τον Υφαντή από μένα. Γιατί; Που διαφέρουμε δηλαδή εγώ κι ο Υφαντής;» «Να σου πω» του λέει ο Μαρκόπουλος. «Ο Υφαντής δεν με αναζήτησε, πήγα εγώ στο σπίτι του να τον γνωρίσω. Εσύ όμως με αναζήτησες. Κι εντέλει ήρθες εσύ στο σπίτι μου να με γνωρίσεις».
Αισθάνεστε ότι η γενιά σας στα γράμματα σας έχει φερθεί δίκαια; Πιστεύετε ότι έχετε αναγνωριστεί από τους συνομηλίκους σας;
Κοίταξε, νομίζω ότι κάποιοι με είχαν έτοιμο για τα σκουπίδια ή να περάσω σαν κάτι το συνηθισμένο. Μπορείτε αυτό να το εντοπίσετε στις πρώτες, πρώτες κριτικές. Όταν όμως οι ποντικοί άκουσαν τη γνώμη των γάτων, λούφαξαν κι άρχισαν κι αυτοί τα υμνολόγια. Δηλαδή «περιμένουμε στη γωνία· αν τον δείρουνε, πάμε να ρίξουμε κι εμείς· αν τον χειροκροτήσουν, πάμε να χειροκροτήσουμε κι μείς». Υπάρχουν όμως κι αυτοί που θαυμαστικά κι αγαπητικά με αντιμετώπισαν. Και δεν είναι λίγοι. Μα επειδή παραπάνω μιλήσαμε για πρωτιές, ίσως να είμαι ο πρώτος Νεοέλλην ποιητής, πάνω στον οποίο δοκιμάστηκαν τόσες μορφές δολιότητας, συνειδητής αποσιώπησης και αφανισμού. Όμως, εντέλει, γιατί να παραπονιούμαι; Αυτό δεν είναι το αρχέτυπο της πορείας του αληθινού ποιητή;
Είναι απλά «συντεχνιακό» αυτό που συμβαίνει ή μήπως υπάρχει και κάτι βαθύτερο;
Κοιτάξτε. Μετά το ’89 και την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, έπαψαν πια να διεκδικούν τους ποιητές οι δύο υπερδυνάμεις, ως ένα δυνατό χαρτί στα χέρια τους. Μείναμε πλέον στα χέρια των Η.Π.Α, οι οποίες είναι φυσικό να μας θεωρούν εχθρούς. Φαντάσου, σε κάθε χώρα στην οποία θέλουν οι Η.Π.Α να επικρατήσουν (με τις καινούργιες πλέον αποικιοκρατικές μορφές) να υπάρχουν δυο-τρεις δυνατοί ποιητές και να τους ακούει ο λαός. Αυτό είναι μεγάλη ζημιά. Οι αποικιοκρατικές δυνάμεις θέλουν τους υπαλλήλους τους, πολιτικούς και δημοσιογράφους που εξαγοράζονται, κι όχι τους ανυπόταχτους κι ανεξέλεγκτους ποιητές.
Τα επιθετικά ποιήματα της συλλογής Ποιήματα Κεντήματα στο δέρμα του διαβόλου ήρθαν ως αντίδραση σ’ αυτήν την κατάσταση;
Όχι. Τα είχα πάντα μέσα μου, παράλληλα με όλα τ’ άλλα μου ποιήματα. Θα μπορούσα να τα έχω στην άκρη, χωρίς να τα κυκλοφορώ, και να προχωρεί έξω ένα αρεστό πρόσωπό μου. Όμως τα κυκλοφόρησα για να πω το εξής: «Παιδιά, καλύτερα να το ανακαλύψετε από τώρα: είμαι και το αντίθετό μου, δεν είμαι απλώς ένας ήρεμος Βούδας. Είμαι εικόνα και ομοίωση της Φύσεως. Εξοργίζομαι κιόλας, βλαστημάω, λέω άσχημα λόγια. Μάθετέ το από τώρα, να τελειώνουμε».
Εξακολουθεί να μοιάζει παράξενο πώς ειδικά αυτή η συλλογή δεν έχει ανακαλυφθεί από τα παιδιά που, υποτίθεται, διαβάζουν beatniks. Είναι δέκα φορές πιο ανατρεπτική.
Πρέπει κανείς να πάψει να είναι πλανήτης και να γίνει ήλιος, καθώς έλεγε ο Νίτσε. Πρέπει κανείς ν’ αποκτήσει δική του όραση, δική του ακοή, δική του σκέψη, για ν’ ανακαλύψει την πραγματική ανατρεπτικότητα. Διαφορετικά θα συμμετέχει στην ανατρεπτικότητα εκείνη που το σύστημα του προσφέρει, ακριβώς για να βουλιάξει μέσα σ’ αυτήν, και να μην φτάσει ποτέ στην αληθινή ανατρεπτικότητα.
Είναι κρίμα μια ποίηση όπως η δική σας, τόσο απλή στη γραφή και την πρόσληψή της, να μην διαβάζεται όσο της αξίζει.
Μια ποίηση που το κύριο χαρακτηριστικό της είναι, όπως λέει ο θαυμάσιος Βαγγέλης Ραπτόπουλος, ότι σε γεμίζει χαρά. Και που όμως, τόσο οι καλλιτέχνες, όσο και οι δημοσιογράφοι που κατέλαβαν οικογενειακώς τα κανάλια, κάνουν ότι δεν τη γνωρίζουν. Και τι να περιμένει βέβαια κανείς από τους μεταλλαγμένους της Βουλής; Ή, τι να περιμένει από τους αποικιοκράτες που ανάφερα και πιο πάνω; Αυτοί διαθέτουν γραφεία που ασχολούνται με τον πολιτισμό κάθε χώρας, τόσο σημαντικά όσο κι εκείνα που ασχολούνται με την κατασκοπεία και την «άμυνα». Σκοπός τους είναι να εμποδίζουν τους άξιους και να προωθούν τους μηδαμινούς που δεν ενοχλούν. Ας το συνειδητοποιήσουμε: Ο ποιητής είναι επικίνδυνος για την παρούσα πολιτική συγκυρία.
Βέβαια το να μην απολαμβάνετε τη στήριξη τέτοιων δυνάσμεων, το να θεωρείστε επικίνδυνος, το να μην σας έχει εγκολπώσει η εξουσία, είναι προς τιμήν σας.
Τιμή; Τιμή; Μα, μου είναι βιολογικά αδύνατο να είμαι διαφορετικός.
Τι θέση κατέχει ο ερωτισμός στην ποίηση σας;
Την ίδια θέση που κατέχει και στη ζωή μου. Ξέρετε, οι μοναχοί στην αλληλογραφία τους αποκαλούν ο ένας τον άλλο «Εν Χριστώ αδελφέ». Εγώ κι ένας Γάλλος συγγραφέας (αλληλογραφούμε στ’ αγγλικά) εδώ και χρόνια, ξεκινούμε την κάθε επιστολή μας με το «Μy brother in Μuni». Όχι πως δεν αναφερόμαστε και σ’ άλλα θέματα, μα το κυριότερο θέμα των επιστολών μας, είναι ο ύμνος στη γυναίκα και στο κέντρο αυτής, το μουνί, που είναι βεβαίως για μας το κέντρο του κόσμου. Μα είμαστε (όπως ήθελε ο Χριστός) εντελώς παιδιά, εν μέσω ασχολουμένων με πολύ σοβαρά θέματα. Μόνο που αυτά τα πολύ σοβαρά θέματα βγάζουν ολόισια στην κόλαση.
Ο Ηλίας Πετρόπουλος έλεγε ότι αυτοί που του φέρονταν καλύτερα ήταν, με τα λόγια του, «γυναίκες ή πούστηδες». Όχι ετεροφυλόφιλοι άνδρες.
Και βέβαια ισχύει αυτό που έλεγε ο Ηλίας. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο που έχω γράψει: Άλλοι φοβούνται τα γραφτά μου / άλλοι τον πούτσο μου. Υπάρχουν φίλοι, ετεροφυλόφιλοι, που μου έκλεισαν κατάμουτρα την πόρτα του σπιτιού τους, επειδή η γυναίκα τους εξέφρασε το απλούστατο, μα φοβερότατο γι’ αυτούς, ότι στο πρόσωπό μου ανακάλυψε τον αληθινό ποιητή.
Αλλά υπάρχει και η άλλη όψη: Αλλίμονό σου αν μια γυναίκα σε θέλει πολύ, μα πολύ, κι εσύ δεν ανταποκριθείς. Τότε έχεις την τύχη να γνωρίσεις το απόλυτο κακό. Κι αλλίμονό σου αν τύχει να είναι πούστης ο μεταφραστής σου και του αρνηθείς τον έρωτά σου. Τότε είσαι προορισμένος να δεις να μεταφράζει όλα τα σκουπίδια των δήθεν (όπως ο ίδιος τους αποκαλούσε) μα ποτέ τα δικά σου ποιήματα που ως τότε χαρακτήριζε αριστουργήματα..
Ποιους Νεοέλληνες ποιητές διαβάζετε;
Δεν είναι περίεργο; Διαβαίνουμε ολόκληρο το αντιερωτικό, δογματικό Βυζάντιο
(που στα κείμενά του βρίζει διαρκώς ως «ανοήτους» τους Έλληνες και ως «ανόμους» τους Εβραίους), περνάμε ολόκληρη τη μουσουλμανική λέπρα της Τουρκοκρατίας, κι έξω από το δημοτικό τραγούδι και τον Ερωτόκριτο, δεν έχουμε τίποτε ή σχεδόν τίποτε. Για χίλια και πλέον χρόνια, τίποτε σημαντικό που να υπογράφεται. Ακόμα κι αυτό το εξαίσιο ΝΙΨΟΝΑΝΟΜΗΜΑΤΑΜΗΜΟΝΑΝΟΨΙΝ, είναι αγνώστου.
Και ύστερα, μέσα σ’ έναν, ενάμισον αιώνα ελευθερίας, έστω κι ελευθερίας υπό επιτήρησιν, έχουμε λαμπρότατους ποιητές: Σολωμός, Σουρής, Καβάφης, Σικελιανός, Ρίτσος, Καζαντζάκης, Βάρναλης, Εμπειρίκος, Σεφέρης, Ελύτης, Εγγονόπουλος, Καρυωτάκης, Καββαδίας. Όλοι αυτοί, ισοβίως, με κρατούν μαγεμένο.
Και βέβαια δεν υπάρχουν καλοί και κακοί ποιητές. Υπάρχουν αληθινοί ποιητές με μικρό σε ποσότητα έργο (Καρυωτάκης) και αληθινοί ποιητές με μεγάλο σε ποσότητα έργο (Καβάφης). Έξω απ’ αυτούς δεν υπάρχουν κακοί ποιητές. Υπάρχουν όχι ποιητές. Υπάρχουν δήθεν ποιητές.
Ποια η διαφορά ανάμεσα στον δήθεν ποιητή και στον ποιητή;
Ο ένας, μπορεί να κάνει ποιήματα. Ο άλλος, δεν μπορεί να μην κάνει ποιήματα. Και για να το εννοήσουμε πλήρως, ρωτώ: Δέκα χιλιάδες καθηγητές πανεπιστημίου, λόγω μορφώσεως κ.λπ., μπορούν να γράψουν «ποιήματα», αλλά, μπορούν εντέλει, όλοι μαζί αυτοί, να μας κάμουν έναν Καβάφη; Όχι. Να που έχει δίκιο ο μέγας Ηράκλειτος όταν λέει: εις εμοί μύριοι, εάν άριστος η. Και μύριοι ανάξιοι, θα πει άλλος, ουδέ εις.
Η κριτική σάς κατατάσσει στην ποίηση της γενιάς του ’70. Τι σχέση έχετε με αυτή;
Καμμιά. Μόνο χρονική. Βεβαίως εκτιμώ τον Πούλιο, τον Χιόνη, τον Σαββόπουλο. Και πριν από αυτούς εκτιμώ τους παλαιότερους (και γενναίους σ’ ότι έχει σχέση με την αποσιώπησή μου) τον Πετρόπουλο και τον Χριστιανόπουλο. Ύστερα, ο Μπράβος, ο Τραïανός, ο Λάγιος, κι άλλοι, κι άλλοι, έχουν από ένα-δυο ποιήματα ο καθένας εξαιρετικά. Τέλος, ο Γκόνης και ο Γκανάς. Είναι περιπτώσεις που η μουσική τούς ανέδειξε. Νιώθω την ανάγκη να τους προσθέσω στους προαναφερθέντες. Ακούω τραγούδια τους και χαίρομαι, λέω «μπράβο, τι έξοχος στίχος».
Πώς έγινε και ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου περιέλαβε την απαγγελία του ποιήματός σας Χαρούμενο Τραγούδι στο δίσκο του Βραχνός Προφήτης;
Ο Θανάσης έβαλε το «Χαρούμενο Τραγούδι», χωρίς προηγούμενη συνεννόηση μαζί μου. Δεν με βρήκε καθώς σημειώνει στον δίσκο του. Η μουσική που συνοδεύει το ποίημά μου (το οποίο συν-πλέκεται μαγικά μ’ ένα βεδικό ποίημα) μου άρεσε πολύ. Κάποτε πέρασε από τα μέρη μου. Του λέω «Τι φαγητό αγαπάς πολύ, να έρθεις να το φάμε σήμερα στο σπίτι μου;» Ήταν άνοιξη. Μου λέει «Κάνει μήπως η γυναίκα σου αγκινάρες με κουκιά;». Του λέω «ναι». Ήρθε και φάγαμε. Αυτός; Δυο πιάτα. Και ύστερα πήγαμε στο χωριό μου. Φωτογραφηθήκαμε, γελάσαμε. Μου είπε και μια ωραία ιστορία. Έπαιζε στο Μέγαρο κι από κάτω χειροκροτούσαν μια μουσική του. «Αλλά δεν ήξεραν πως όλη αυτή η μουσική που χειροκροτούσαν, ήταν μύγες που ηχογράφησα ενώ περιφέρονταν σε σκατά, πλάι στο ποτάμι».
Που θέλετε να ταφείτε;
Σ’ έναν ερημικό ήσυχο τόπο. Σ’ ένα νησί ή σ’ ένα βουνό της ενδοχώρας. Άκου τώρα ματαιοδοξία: Αφού ξέρει κανείς ότι θα γίνει σκόνη, παρ’ολ’ αυτά, θέλει να είναι σ’ ένα ήσυχο μέρος, λες κ’ η σκόνη ακούει και καταλαβαίνει. Αποκλείω πάντως να είναι χριστιανική ταφή. Θέλω να επιστρέψω στη θεά Φύση, εκεί όπου ανήκω, χωρίς ν’ αφήσω ίχνος πίσω μου.
Αγαπάτε όλα τα είδη μουσικής. Όμως από τη μεριά της Ποπ-ρόκ, που μείνατε περισσότερο;
Santana (Abraxas), Who (Teenage Wasteland), Pink Floyd (The End κι ακόμα Set the Controls for the Heart of the sun), Subotinova (Prituriz Planinata), παραδοσιακό, που όμως παίζεται και ως ροκ. Tangerine Dream (Poland), Aphrodite’s Child (All the Seats Were Occupied), κ.λπ. κ.λπ.
Ποια είναι τα αγαπημένα σας κινηματογραφικά έργα;
Η γενιά μου, είναι η γενιά του καλύτερου κινηματογράφου. Είναι η μόνη γενιά που γνώρισε πλήρως τον αρχαίο κόσμο και συνάμα πλήρως, συγκριτικά και συνειδητά, την ηλεκτρονική εποχή. Αλλά, ναι, απαντώ:
Αντρέι Ρουμπλιώφ (Ταρκόφσκι), Έβδομη σφραγίδα, Άγριες φράουλες, Η πηγή της Παρθένου (Μπέργκμαν), Πέμπτη σφραγίδα (Φάμπρι), Γαλαξίας (Μπουνιουέλ). Τα Όνειρα, Ντερσού Ουζαλά (Κουροσάβα). Όλα σχεδόν τα έργα του Γκιουνέι. Όλα τα έργα του Παρατσάνωφ. Ο άντρας που αγαπούσε τις γυναίκες (…), Κάντυ (…), Ο γιος του Θεού (….), Οι πέντε μελλοθάνατοι (….), Ο Ξένοιαστος Καβαλλάρης (…). Όλα σχεδόν τα έργα του Παζολίνι. Σατυρικόν και Λα στράντα, (Φελίνι). Όλα σχεδον τα έργα των αδερφών Ταβιάνι. Η επέλαση των βαρβάρων (….). Ζορμπάς (Κακογιάννης). Αμέρικα, Αμέρικα (Ελία Καζαν), Μαλένα (Τορνατόρε;) Σινεμά ο παράδεισος (Τορνατότρε). Ο Ταχυδρόμος (Τορνατόρε). Παραγγελιά (Τάσσος), Μεγαλέξανδρος (Αγγελόπουλος). Όλα σχεδόν τα έργα του Κουστουρίτσα. Αμήν.
Ποιο φρούτο αγαπάτε περισσότερο;
Συκάμινα. (Ω τι μεγάλη τιμή. Κοιτάζω ένα βράδυ, κάτω από τη συκομουριά μου, ένας ασβός. Ένας πρίγκιπας, μια άγρια θεότητα. Που μου έκανε την τιμή να μ’ επισκεφτεί. Κι εγώ ευγνωμονούσα το σκοτάδι που τον προστάτευε από τα βέβηλα και φονικά μάτια των ανθρώπων). Μα ναι: Η ευφροσύνη μιας πορτοκαλάδας. Το νέκταρ που λέγεται χυμός του ροδιού ή ροδόσταμο. Το κεράσι. Το σταφύλι. Τα σύκα. Το ροδάκινο. Το αχλάδι. Αχλάδι με τυρί και ψωμί… Το πεπόνι. Όλα, μα πάνω απ’ όλα, το όγδοο θαύμα του Κόσμου, το καρπούζι.
Ποιο είναι το τελευταίο σας ποίημα;
Κάτι μικρό κι ασήμαντο (μα ίσως και πολύ προκλητικό για όσους πάσχουν από υστερόβουλη σεμνότητα ή σεμνοτυφία):
Κοίταξα
στον καθρέφτη- ήλιο για να δω
το πρόσωπό
μου. Αλλ’ αδύνατον.
Αυτή,
αυτή η λάμψη μου.
Τότε κατάλαβα γιατ’ είμαι τόσο μόνος.
ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΑΙΤ/ΝΙΑΣ, Νοέμβρης 2007:
Μια συνάντηση με τον Γιάννη Υφαντή
ΠΑΙΣ ΕΙΜΙ ΓΑΣ ΚΑΙ ΟΥΡΑΝΟΥ ΑΣΤΕΡΟΕΝΤΟΣ
Τον ορφικό στίχο «Παιδί είμαι της γης και του έναστρου ουρανού» επέλεξε ο ποιητής Γιάννης Υφαντής ως βιογραφικό, στο πρώτο του βιβλίο, ίσως για να προσδιορίσει τις δύο του όψεις : τη μυθική, ένθεη και συμπαντική από τη μια, και τη γήινη, ρεαλιστική και αιρετική από την άλλη. Συναντήσαμε, στη Ραΐνα Αγρινίου τον Γιάννη Υφαντή, που λογαριάζεται στις δυνατότερες μορφές της νεοελληνικής ποίησης, «ο πιο ιδιότυπος και οργιαστικός από τους εν ενεργεία ποιητές μας». Ίσως είναι η πρώτη συνέντευξή του σε τοπικό μέσο, για τον ποιητή που αντικρίζει με έκσταση το μυστήριο του κόσμου κι αποκτά μια οραματική σχέση με την Ελληνική και Παγκόσμια Μυθολογία, αλλά και με τους Μυστικούς της Ανατολής, που συνομιλεί και συναντιέται με τον Μπασό, τον Λόρκα, τον Ομάρ Χαγιάμ, τον Νίτσε, τον Σολωμό, τον Σεφέρη, τον Ρίτσο, που έλκεται από την αυθεντική γλώσσα της ποίησης και αναζητά τις πρωταρχικές της ρίζες.
-Κύριε Υφαντή, τα θέματά σας εκτός από παράδοξα, σαρκαστικά είναι και προκλητικά , κάποτε τόσο προκλητικά ώστε να ερεθίζουν και να σαρκάζουν τον καθωσπρεπισμό της μικροαστικής σεμνοτυφίας…
-Για μένα που τόλμησα να επανακτήσω την πρωταρχική μου φύση και να ζω σύμφωνα με αυτήν, τα ποιήματά μου είναι δράσεις και αντιδράσεις φυσικές. Όμως είναι φυσικό να μοιάζουν προκλητικά για όσους, (περνώντας μες από μακραίωνες σκλαβιές και θρησκευτικές τρομοκρατίες), έχουν χάσει την πρωταρχική τους φύση, χωρίς να μπορέσουν να την επανακτήσουν.
- Ο ερωτισμός είναι διάχυτος στα ποιήματά σας. Πιστεύετε ότι η εποχή μας είναι ερωτική;
-Ο ποιητής, όντας δημιουργός, πώς θα μπορούσε να μην είναι ερωτικός; Υπάρχει μη ερωτικός ποιητής; Γι’ αυτό πολύ σοφά στ’ αρχαία περσικά, ο εραστής κι ο ποιητής, αποδίδονται με την ίδια λέξη, τη λέξη ασιούχ -ασίκης στα ελληνικά-.
Ο έρωτας διατρέχει τα πάντα. Όλους τους τόπους κι όλους τους χρόνους. Θα μπορούσε να μην διατρέχει την εποχή μας;
-…Εκτός από τον ερωτισμό, και το μηδέν σχεδόν διατρέχει όλα σας τα βιβλία…
-Ω, το μηδέν. Στα κατηχητικά μάς το συκοφάντησαν το μηδέν. Αλλά είναι η άλλη όψη του απείρου. Και ως σχήμα είναι το πιο μαγικό. Είναι δίχως αρχή και δίχως τέλος. Κι όμως, κάθε του σημείο είναι συνάμα μέση, αρχή και τέλος. Πώς θα μπορούσε να μην γοητεύσει έναν εραστή του απόλυτου;
-Τα κείμενά σας έχουν καταγγελτικό χαρακτήρα. Τι επιδιώκετε, κύριε Υφαντή, γράφοντας έτσι;
-Ο Μπρεχτ λέει ότι όλοι κατηγορούν το νερό που είναι ορμητικό. Κανένας δεν κοιτάζει την κοίτη που κάνει το νερό ορμητικό. Κι έπειτα, αν αληθεύει πως ο ποιητής είναι απλώς ένα μέσο, ένα όργανο (των Μουσών, των Θεών, του Αιωνίου Ποιητικού Πνεύματος) τότε ποιος άραγε καταγγέλλει μέσω του ποιητή;
-Πώς ήταν το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώσατε;
-Παραδείσιο. Όλα έμοιαζαν να υπάρχουν εκεί από πάντα. Ακόμα κι εγώ. Ύστερα με τυραννούσε συχνά ο φόβος του θανάτου. Μήπως και χάσω κάποιο αγαπημένο πρόσωπο ή ζώο. Τα χειμωνιάτικα βράδια κοντά στο τζάκι. Συγκεντρώσεις γειτόνων ή συγγενών, γεμάτες μαγικές διηγήσεις. Αναγνώσεις από Ιούλιο Βερν μέχρι Ηρόδοτο. Τα καλοκαίρια στον ίσκιο το αρμάθιασμα του καπνού και τη νύχτα κάτω από τον ουρανό, οι αστερισμοί, τα ονόματά τους, οι θρύλοι που συνοδεύουν τα σχήματα και τα ονόματά τους.
-Δεν επιλέξατε να μείνετε ούτε στην Αθήνα, ούτε στη Θεσσαλονίκη…επιστρέψατε στο Αγρίνιο…
-Έζησα χορταστικά τη Θεσσαλονίκη. 32 χρόνια εκεί. Χορταστικά και την Αθήνα, έστω κι αν την έζησα κατά διαστήματα. Όμως ο μεγάλος τόπος, που δεν μπορούσα να τον εξερευνήσω και να τον απολαύσω μένοντας μακριά, ήταν η Αιτωλία, η Ακαρνανία, τα ιόνια νησιά. Γύρισα σ’ αυτά και ποτέ δεν μετάνοιωσα γι’ αυτό.
-Τι αγαπάτε ιδιαίτερα στο Αγρίνιο; Μιλήστε μας γι’ αυτό.
-Τον απλό λαό, καθώς έχει εμπλουτιστεί από την προσέλευση Ηπειρωτών, Νησιωτών, ορεινών και ημιορεινών, φοιτητών, ξένων. Ο απλός λαός με την ανθρωπιά του, τη σοφία του, την ομορφιά του. Ύστερα, το μοναδικό φυσικό κάλλος που περιβάλλει το Αγρίνιο. Τέλος, το μέγεθός του. Ούτε τερατώδης μεγαλούπολη, ούτε μικρή και φθίνουσα. Είναι μια μεσαία, όμορφη κι ολοζώντανη πόλη.
-Πότε συνειδητοποιήσατε ότι θα γίνετε συγγραφέας; Διότι φαντάζομαι ότι άλλο πράγμα «γράφω» και άλλο «γίνομαι συγγραφέας». Λίγο πολύ όλοι οι άνθρωποι γράφουν κάποτε στη ζωή τους.
-Εκεί γύρω στα δεκαεννιά μου. Έχοντας πια απολαύσει την παγκόσμια λογοτεχνία, κι όντας ένας φανατικός αναγνώστης της ποίησης, άρχισα να αναζητώ βιβλία που εν τέλει δεν τα εύρισκα πουθενά. Τότε ήταν που άρχισα να φκιάχνω μόνος μου τα βιβλία εκείνα που ήθελα τόσο πολύ να διαβάσω, μα δεν τα εύρισκα πουθενά.
-Αν σας γύριζα πίσω, μπορείτε να μου πείτε ποια ήταν τα πράγματα ή και τα πρόσωπα τα οποία σας καθόρισαν, σας επηρέασαν;
-Ο πολύτροπος και πανεπιστήμων πατέρας μου. Θρύλοι, παραμύθια, μαγικά πραγματικά περιστατικά. Η μάνα μου και οι αδερφές μου στον αργαλειό, τα τραγούδια τους. Οι γιορτές. Το περιβάλλον του σπιτιού: Τα ζώα μας. Τα δέντρα μας. Οι καλλιέργειες. Οι κήποι μας. Οι πηγές. Τ’ αυλάκια. Οι στέρνες. Η Ελληνική Μυθολογία πρωτίστως. Ο Όμηρος, ο Ηρόδοτος, οι Προσωκρατικοί, οι Μυστικοί της Ανατολής, η Μαχαμπαράτα, η Αρχαία Έδδα, ο κόσμος της Αιγύπτου και της Βαβυλώνας. Σύγχρονοι Έλληνες και ξένοι ποιητές. Σκηνοθέτες όπως ο Ταρκόφσκη, ο Παρατσάνωφ, ο Μπέρκμαν, ο Φάμπρι, ο Κουροσάβα, ο Μπουνιουέλ κι εν γένει οι Ιταλοί σκηνοθέτες. Οι παραδοσιακές μουσικές όλων των λαών. Οι Πινκ Φλόυντ, οι Χου, ο Σαντάνα, οι Τάντζεριν Ντριμ, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου. Όλοι οι Έλληνες μουσικοσυνθέτες και πάνω απ’ όλους ο Θεοδωράκης. Τέλος, οι γυναίκες που αγάπησα και μ’ αγάπησαν. Που μ’ έφεραν στο ενθουσιαστικό επίπεδο, στο επίπεδο των ένθεων, απ’ όπου όλα τα βλέπει κανείς εποπτικά
-Τα βιβλία σας έχουν μεταφραστεί στο εξωτερικό, εσείς συνεργαστήκατε με περιοδικά του εξωτερικού, ενώ παράλληλα συμμετείχατε σε πολλά φεστιβάλ και εκδηλώσεις Μεσογειακές, Πανευρωπαϊκές, Παγκόσμιες. Δεν σας πέρασε ποτέ από το μυαλό να μείνετε στο Παρίσι ή το Λονδίνο;
-Αν είχα πολλές ζωές, θ’ αφιέρωνα μια, χάριν της φήμης, γιατί όχι, και θα ζούσα στο Λονδίνο ή στο Παρίσι. Μα έχω μόνο μια, απ’ όσο γνωρίζω. Αξίζει να την κλείσω στο Λονδίνο ή στο Παρίσι;
-Με αδελφό ιερέα και παιδί μιας ορθόδοξης οικογένειας, στα ποιήματά σας και τα άρθρα σας, μοιάζει να κινείστε ανάμεσα στον αγνωστικισμό και την αθεΐα…Πώς θα μπορούσατε να το σχολιάσετε;
-Ο αδερφός μου είναι ένας εξαίρετος συνομιλητής. Κι επιμένει να είναι ένας χριστιανός. Λάτρης εντούτοις του αρχαίου ελληνικού πνεύματος. Όμως εγώ βρίσκω πως είμαι αυτόχθων Έλληνας. (Γιατί υπάρχει και η γραμμή Πυθαγόρα-Πλάτωνα, που φέρνει από ξένες χώρες, τυραννικές ιδέες, προλήψεις και δογματικές μεταφυσικές). Ο αυτόχθων Έλλην είναι φυσιοκρατικός και ξέρει να διακρίνει τον ρόλο του μύθου από τον ρόλο της επιστήμης. Πιστεύει στην αλήθεια της έρευνας, της εμπειρίας, κι όχι στις εξ αποκαλύψεως αλήθειες, τις διαμορφωμένες από συνόδους επί συνόδων. Ο Ηράκλειτος πίστευε στους θεούς. Δηλαδή πίστευε στις προσωποποιημένες αιώνιες δυνάμεις και όψεις της Φύσεως. Δεν πίστευε όμως σε θεό δημιουργό. Διότι είναι μωρία και ύβρις, να βάζεις έναν δημιουργό πίσω από τη Φύση, που την αρχή της και το τέλος της δεν κατέχεις, αλλά ούτε και μπορείς να εξερευνήσεις. Και βέβαια ο Σωκράτης καταδικάστηκε σε θάνατο με την κατηγορία της αθεΐας. Αυτός που πάντα δήλωνε αγνωστικιστής. Τι πιο τίμιο και τι πιο σοφό από το να ομολογείς ότι δεν γνωρίζεις εκείνο το οποίο δεν γνωρίζεις;
-Υπάρχουν κάποιοι ομότεχνοί σας που δεν θέλουν να σας αποδεχτούν. Πώς το σχολιάζετε;
-Ομότεχνοί μου που δεν θέλουν να με αποδεχτούν, όχι, δεν υπάρχουν. Οι ομότεχνοί μου, με υπεραγαπούν. Είναι οι δήθεν που δεν θέλουν να με αποδεχτούν. Που αφού με συκοφαντήσουν, (βλέποντας ότι κερδίζουν έδαφος αυτά που λέω και κάνω) σπεύδουν έπειτα βιαστικά και κακήν κακώς, να με μιμηθούν.
-Υπάρχουν ωστόσο και αυτοί που πιστεύουν ότι η φήμη σας, τεχνιέντως, υστερεί κατά πολύ σε σχέση με την αξία του έργου σας.
-Ναι υπάρχουν αυτοί. Και δεν είναι λίγοι ούτε τυχαίοι.
-Εκτιμάτε την δουλειά κάποιων Αιτωλοακαρνάνων συγγραφέων;
-Βεβαίως. Του Ελύτη ας πούμε. Θυμάστε εκείνο το «έπλεξα πράσινα μαλλιά στης Αιτωλίας τη ράχη»; Είναι από «το Άξιον Εστί». Αλλά, πέρ’ από τ’ αστεία. Και βέβαια υπάρχουν ταλαντούχοι Αιτωλοακαρνάνες συγγραφείς. Από τον Παλαμά μέχρι τον Πέτρο Δήμα και βάλε… Αλλά να δείτε κάτι ωραία πράγματα που λέει ο λαός της Αιτωλίας και της Ακαρνανίας. Μα ο λαός είναι αγνός κι αθυρόστομος, ποιος μπορεί να τον αντέξει; Θα πρέπει να είσαι παιδί, προεδεμικός, πραγματικός Έλληνας, για να σ’ εμπιστευτεί ο λαός και να σου δώσει τον εξαίσιο λόγο του.
-Για την πολιτική, ποια είναι η άποψή σας γιατί…μας έχετε μπερδέψει! Ενώ δηλώνετε μη ενταγμένος πολιτικά, παρεμβαίνετε με δριμύτητα στα πολιτικά ζητήματα. Ας πούμε με το ποίημα σας «Κοντολίζα Ράις» που περιέχεται στο τελευταίο σας βιβλίο…
-Άλλο ενεργός πολίτης, άλλο ενταγμένος σε κομματικούς μηχανισμούς. Κι έπειτα, αν δεν μιλήσω εγώ, ποιος θα το κάνει;
-Αν σας ζητούσα να μου σχολιάσετε την πρόσφατη διαμάχη στο ΠΑ.ΣΟ.Κ; Τι θα λέγατε για τον Γιώργο Παπανδρέου και τον Ευάγγελο Βενιζέλο;
-Υπήρξαν και οι δυο συνεργοί στην κατάρρευση εκείνου του ΠΑ.ΣΟ.Κ που έκανε ο Ανδρέας, ο Γεννηματάς, ο Τρίτσης, ο Τσοβόλας, ο Πεπονής, η Μελίνα. Το οποίο ψήφιζα κι εγώ ο ανένταχτος. Όμως, επειδή μισώ την κληρονομική ολιγαρχία, όσο και την κληρονομική μοναρχία, (τι κακό είναι αυτό στην Ελλάδα μ’ αυτές τις τρεις οικογένειες!!!) θα προτιμούσα τον υπονομευμένο αυτή τη στιγμή (από τον κομματικό μηχανισμό) Ευάγγελο Βενιζέλο.
-Με την ίδια άνεση θα μου σχολιάζατε και τους τοπικούς άρχοντες; Τον νομάρχη, τον δήμαρχο Αγρινίου;
-Οι πόλεις είναι καθαρές. Τα κεντρικά μέρη του Αγρινίου, του Αιτωλικού, του Μεσολογγίου, με τους πεζόδρομους, έχουν πολύ ομορφύνει. Υποφέρει όμως η αισθητική της υπαίθρου. Ω τα σκουπίδια και τα μπάζα που βρίσκονται εκατέρωθεν των επαρχιακών οδών. Κανείς δεν τα βλέπει; Κανείς δεν νοιώθει άσχημα γι’ αυτά; Αρρωσταίνω σαν ταξιδεύω μόνος. Και ντρέπομαι όταν μ’ επισκέπτονται φίλοι από ξένες χώρες. Πώς να μην μισώ αυτή την τυφλότητα, αυτή την κουφότητα, αυτή την πνευματική αναπηρία;
Κ’ ύστερα, θα μπορούσε να είναι το Αγρίνιο τόπος προορισμού χιλιάδων Ελλήνων και ξένων. Ποιος θα κάνει κάποτε το Αγρίνιο τόπο προορισμού, χιλιάδων επισκεπτών, όπως του αξίζει; Η μικρόνοια, η μικροψυχία, η ανικανότητα των αρχόντων, η σκυλέ αισθητική τους, ο φόβος και ο φθόνος προς εκείνους που θα μπορούσαν να βοηθήσουν, κάνουν το απλούστατο και το φυσικότατο αδύνατο.
-Ενώ για τους βουλευτές του νομού τι θα λέγατε;
-Τα ιχθυοτροφεία δηλητηριάζουν το θαλάσσιο περιβάλλουν, δίνοντας ψάρια που βρωμάνε ορμόνες. Κακοποιούν την αισθητική των Εχινάδων και των Ακαρνανικών ακτών. Μα κανείς δεν πληγώνεται από την κακοποίηση των ωραιότερων τόπων του κόσμου; Η «Λίμνη του Κομήτη», στην Βόνιτσα, μπαζώνεται, και κανείς δεν ενοχλείται. Πώς μπορώ να μένω ατάραχος μπρος σ’ αυτή την πολύμορφη καταστροφή; Είναι μεγάλο κρίμα που οι «άρχοντες» αυτού του τόπου δεν μου δίνουν τη χαρά να τους αγαπώ, εγώ που θέλω τόσο πολύ ν’ αγαπώ. Είναι κρίμα που ενοχλούνται επειδή δεν μπήκα κι εγώ στο μαντρί της Κίρκης.
-Ποιο εκτιμάτε πώς είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα του καιρού μας;
-Αυτό για το οποίο μιλώ και γράφω εδώ και τριάντα χρόνια. Που κάποιοι άρχισαν να το αντιλαμβάνονται. Αλλά φοβούμαι πως είναι αργά. Όλα προχωρούν τόσο αργά, εκτός από την παντελή καταστροφή της ζωής σ’ αυτό τον πλανήτη.
-Φοράτε… σκουλαρίκι, τι σημαίνει για σας; Και άλλοι το φορού, ταυτίζεστε μαζί τους;
-Σημαίνει: Προσοχή, είμαι ακριβώς ίδιος σαν και σας, και συνάμα, προσοχή, είμαι εντελώς διαφορετικός από σας. Δεν ξέρω οι άλλοι τι φορούν και γιατί το φορούν. Εγώ φορώ ασημένιο, κυκλικό σκουλαρίκι, πράγμα που σημαίνει τον δίχως αρχή και τέλος αρραβώνα μου με το θηλυκό στοιχείο. Κυκλικό. Όπως οι πειρατές, όπως ο Βούδας, όπως οι Ινδοί και οι Αιθίοπες πρίγκιπες, όπως ο Ιησούς (σε κάποιες ζωγραφιές), κι όπως βεβαίως το φορούσε πράγματι, ο μέγας Σαίξπηρ.
-Η διαδρομή που επιλέξατε, της συγγραφής, έχει περίσσευμα ικανοποίησης ή θα καταγράφατε κόστος (προσωπικό ή άλλο); Θα ακολουθούσατε την ίδια διαδρομή αν έπρεπε να επιλέξετε σήμερα;
-Όλοι κι όλα πληρώνουν. Με την πιο φυσική σημασία: Την αναξιμάνδρειο. Του παίρνω και ξαναδίνω αυτά που παίρνω. Τίποτε άλλο έξω από την πλήρη αισθαντικότητα, την πλήρη συνειδητοποίηση. Με όλο το κόστος. Τίποτε άλλο δεν θα επέλεγα. Ποιητής, στην Ελλάδα. Μόνο το κοίταγμα του ποιητή αρμόζει στην Ελλάδα. Μόνο οι ποιητές είναι αντάξιοι της χώρας αυτής. Αυτοί είναι οι μη κληρονομικοί (και με την καλύτερη σημασία οι κληρονομικοί) βασιλείς της και πρίγκιπες.
ΤΑ ΝΕΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΔΑΣ
Σάββατο, 15 Δεκεμβρίου, 2007
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΑΛΚΩΝΗΣ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ (Μια συζήτηση)
-Κύριε Υφαντή, έχουν εκδοθεί κάπου 12, 13 βιβλία σας. Το τελευταίο σας (και το οποίο περιλαμβάνει και τις εφτά –όλες δηλαδή- τις ποιητικές συλλογές σας) είναι όπως γνωρίζω «Οι μεταμορφώσεις του Μηδενός». Τι σας κάνει να ξεκινάτε την ποιητική παρουσία σας στη Λευκάδα με τ’ ΑΡΧΕΤΥΠΑ, ένα βιβλίο που προηγήθηκε των «μεταμορφώσεων του Μηδενός»;
-Κοιτάξτε. Θα παρουσιάσω κάποια στιγμή στη Λευκάδα το βιβλίο «Οι μεταμορφώσεις του Μηδενός». Όμως το βιβλίο «Αρχέτυπα», που το περιεχόμενό του είναι οπτικά ποιήματα, συνθέσεις από χειρόγραφη ποίηση, ζωγραφιές και φωτογραφίες, καθώς το παρουσιάζω προβάλλοντας αυτές τις συνθέσεις στην οθόνη και συνάμα απαγγέλλοντας τα οπτικά ποιήματα, είναι η καταλληλότερη πύλη για την είσοδο των Λευκαδίων στον ποιητικό μου κόσμο.
Το βιβλίο αυτό, έτσι όπως το παρουσιάζω, μας δείχνει με τον πιο ευχάριστο τρόπο, τι είναι ποίηση και ποιες οι πηγές της. Μας λέει με τον αρχαίο και αρχικό τρόπο πως η λέξη εν-όραση σημαίνει εσωτερική όραση, κι ακόμη, πως ο ποιητής άλλο δεν είναι, παρά ο έξοχος μεταφραστής του βιβλίου που λέγεται Κόσμος. Η μερική είτε στρεβλή ανάγνωση του Βιβλίου-Κόσμος, έχει ρίξει τον άνθρωπο στη βαρβαρότητα, ενώ η σωστή ανάγνωσή του, μπορεί να βγάλει τον άνθρωπο από τη βαρβαρότητα
.
-Είπατε βαρβαρότητα. Μου θυμίσατε το αντίθετό του, τον πολιτισμό, τον ρόλο του πολιτισμού, πείτε μου για τον πολιτισμό.
-Ο πολιτισμός, έχει ως λέξη την ίδια ρίζα με τη λέξη «πολιτική». Είναι αυτό που περιέχει κι εφαρμόζει το ευ ζην, εξασφαλίζοντας τη δικαιοσύνη, την υγεία, την ψυχαγωγία, την οικονομική ευμάρεια, την ανάπτυξη των καλών τεχνών, την εθνική ασφάλεια. Είναι αυτό που θέτει ως στόχο της και πραγματοποιεί η πολιτική όταν είναι όντως πολιτική. Είναι αυτό που δεν έχει ως στόχο της η σημερινή βαρβαρότητα που μας κυβερνά. Εννοώ την εκσυγχρονισμένη αποικιοκρατία, που μ’ επιστάτες της τη ντόπιας κληρονομική ολιγαρχία, δρα ως στρατός κατοχής, κι έχει βουτήξει στην αδικία και στην ασχήμια, στην καταστροφή, τη χώρα της δημοκρατίας και του πολιτισμού, τη χώρα που διαθέτει (σε λίγο θα λέμε διέθετε) το ωραιότερο φυσικό κάλλος στον κόσμο.
-Η ποίηση, πως αντιμετωπίζεται σήμερα η ποίηση; Ακούμε τους πολιτικούς να μιλούν για πολιτικό πολιτισμό, τι εννοούν;
-Τίποτε. Στάχτη στα μάτια είναι τα λεγόμενα περί πολιτικού πολιτισμού. Η χώρα μας είναι πρώτη στην Ε.Ε. ως προς τη διαφθορά. Θα ντρεπόμουν αν ήμουν πολιτικός αυτής της χώρας. Θα είχα παραιτηθεί. Κι αυτοί βγαίνουν αδιάντροπα με τους χοντρούς τους σβέρκους και δηλώνουν πάντα, μα πάντα, αισιόδοξοι. Όσο για τον πολιτισμό (και κυρίως η ποίηση), σήμερα κυνηγιέται με πολύ φινέτσα. Είναι μεγάλη ιστορία. Κάποτε, ανάμεσα 50-67, πολιτισμό δημιουργούσε η αριστερά. Λιθοβολούσαν τον Θεοδωράκη. Ο Λαμπράκης δεν εύρισκε αίθουσα για να μιλήσει. Όμως πίσω από αυτό τον πολιτισμό, υπήρχε ένα κόμμα που φανέρωνε τα όσα γίνονταν. Σήμερα ο πολιτισμός κυνηγιέται όπως και τότε. Με τη διαφορά ότι τώρα είναι μόνος, χωρίς κάποιο κόμμα πίσω του. Έτσι απ’ όσα γίνονται εναντίον του, τίποτε δεν βγαίνει στην επιφάνεια.
-Κύριε Υφαντή προλάβατε τους μεγάλους μας ποιητές και μουσικούς. Πώς σας αντιμετώπισαν αυτοί όταν εμφανιστήκατε; Τι θυμόσαστε περισσότερο από αυτούς; Κάποια λόγια τους;
-Πριν ακόμα εκδοθεί το πρώτο μου βιβλίο, ο Γκάτσος, ο Ελύτης, ο Χατζηδάκις (χωρίς να γνωριζόμαστε), μόνο και μόνο έχοντας διαβάσει ποιήματά μου σε περιοδικά, ζήτησαν από τον τότε καινούργιο εκδοτικό οίκο ΤΡΑΜ της Θεσσαλονίκης, να εκδώσει τα ποιήματά μου. Και βέβαια μιλούσαν μ’ ενθουσιασμό για το νέο άστρο που ανέτειλε στην ελληνική ποίηση.
Πολλά θυμούμαι, αλλά, ν’ αναφέρω μόνο τούτο, που μου έλεγε ο Ρίτσος στην πρώτη μας συνάντηση: «Μόλις διάβασα τα ποιήματά σου, τόση πολλή ήταν η χαρά μου, που ήθελα ν’ ανοίξω το παράθυρο και να φωνάξω δυνατά: επιτέλους εγεννήθη ποιητής. Κι επειδή ντρεπόμουν να το κάνω αυτό, έπαιρνα όλους τους φίλους στο τηλέφωνο και τους διάβαζα ποιήματά σου». Και το άλλο: «Είσαι αληθινός ποιητής, γι’ αυτό να μου το θυμάσαι Γιάννη, θα σε πολεμήσουν πολύ».
Αλλά εκείνο που δεν πολυκατάλαβα τότε (απ’ όσα άκουσα από αυτούς τους ανθρώπους) ήταν αυτό που μου είπε κάποια στιγμή ο Γιάννης Μαρκόπουλος: «Δυστυχώς, είσαι ο τελευταίος Έλληνας ποιητής». «Μα γιατί το λες αυτό;» τον ρώτησα. «Γιάννη, εσύ σέρνεις πίσω σου» μου είπε «μια τεράστια παράδοση, την οποία βίωσες κι αφομοίωσες. Τώρα τα παιδιά μεγαλώνουν μέσα στα φοβερά διαμερίσματα. Μπορεί να βγει μεγάλος ποιητής μες από τα φοβερά αυτά διαμερίσματα, χωρίς την τεράστια παράδοση που αφομοιώσαμε εμείς; Μα και κάτι άλλο. Μπαίνουμε στην Ε.Ο.Κ. Αυτό σημαίνει πως ο λαός μας μπαίνει σε μια καινούργια, αγνώστων διαστάσεων υποδούλωση…».
-Στα βιβλία σας ανάμεσα υπάρχει κι ένα δίγλωσσο πήλινο βιβλίο. Πείτε μου λίγα πράγματα για το βιβλίο αυτό.
-Πριν τρία χρόνια βρέθηκα στην Κυανή Ακτή, καλεσμένος εκεί σ’ ένα φεστιβάλ Μεσογειακής Ποίησης. Εκεί ήταν που η αγγειοπλάστης Μαρί Ζοζέ Αρμάντο που εργάζεται στο Μουσείο «Γκωγκέν» της Νίκαιας, μου πρότεινε να κάνουμε αυτό το βιβλίο. Εργαστήκαμε πάνω από τρεις μέρες. Έπρεπε αυτή να κατασκευάσει τις πήλινες σελίδες κι εγώ πάνω εκεί να χαράξω στα ελληνικά στίχους μου κι αυτή τους ίδιους στίχους να τους χαράξει στα γαλλικά. Ήταν μια πολύ κουραστική μα συνάμα και πολύ ευχάριστη εργασία. Κάναμε εφτά αντίτυπα, από εφτά σελίδες το καθένα.
-Έχετε εσείς κάποια αντίτυπα;
-Έχω δύο. Τα πέντε κρατήθηκαν από την καλλιτέχνιδα τόσο για την ίδια όσο για μουσεία και βιβλιοθήκες της Γαλλίας.
-Θα δώσετε αυτά τα αντίτυπα ή έστω ένα από αυτά σε κάποια βιβλιοθήκη; Και σε ποια;
-Για την ώρα θα δώσω το ένα αντίτυπο. Αργότερα βλέπουμε. Πρέπει για το άλλο να ρωτήσω και την κόρη μου. Και θα προτιμηθούν βεβαίως οι βιβλιοθήκες Γεννάδιος (Αθήνα), Αγρινίου, Ηρακλείου, Λευκάδας. Όποια από αυτές μού δώσει τις περισσότερες εγγυήσεις για την καλύτερη φύλαξη του βιβλίου.
-Μέχρι το 2000 είσαστε ένας καταξιωμένος ποιητής της Θεσσαλονίκης, ο πιο γνωστός μαζί με τον Χριστιανόπουλο. Και μετά από 32 χρόνια φύγατε. Όμως δεν πήγατε στην πρωτεύουσα ή σε άλλες πρωτεύουσες του εξωτερικού. Πώς κι επιλέξατε τη Λευκάδα;
-Κοιτάχτε. Ο αγαπημένος μου Ηράκλειτος έζησε στην Έφεσο όταν όλοι έτρεχαν να ζήσουν στην Αθήνα. Στο τέλος της ζωής του έφυγε κι από αυτήν την Έφεσο. Κατοίκησε στα βουνά. Ο Τσουάγκ Τσου λέγεται και «σοφός της Αγροικίας», επειδή έμενε μακριά από τις πόλεις. Ο Πικάσσο προτιμούσε τα ψαροχώρια της Μεσογείου παρά το Παρίσι ή το Λονδίνο. Ο Δημόκριτος….Αλλά γιατί να ανατρέχω σε ονόματα. Έζησα χορταστικά τη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα κι άλλες πρωτεύουσες του εξωτερικού. Όμως, ένοιωθα πάντα τη βαθύτατη επιθυμία να επιστρέψω στον τόπο μου και στα μέρη του Οδυσσέα: Αιτωλία, Ακαρνανία, Ιόνια νησιά. Ερχόμενος στη Λευκάδα πραγματοποίησα αυτή μου τη βαθύτατη επιθυμία.
-Κύριε Υφαντή, τι είναι το Πελασγικόν;
-Το χτηματάκι όπου έχω το σπίτι μου, ανάμεσα στους Τσουκαλάδες και στον Κάβαλο, στα βορειοδυτικά της συνοικίας που κατοικείται κυρίως από Γερμανούς.
-Και γιατί επιλέξατε αυτή την ονομασία; Τι σημαίνει «πελασγικόν»;
-«Πελασγικόν» σημαίνει αυτό που ανήκει στον Πελασγό ή στους Πελασγούς, στους Προέλληνες ή Πρωτοέλληνες. Το επέλεξα ακριβώς επειδή εγώ, είμαι Πελασγός.
-Εμένα μου αρέσει και για έναν άλλο λόγο. Μου θυμίζει κάπως τον αγαπημένος σας όπως ξέρω και αγαπημένο μου Άγγελο Σικελιανό.
-Ω να ξέρατε τώρα πού με πηγαίνετε. Ο αγαπημένος μας Σικελιανός, όπως πολύ σωστά είπατε, είχε μια ματιά προς τον κόσμο που μπορούμε πάνω απ’ όλα να την πούμε πελασγική. Μα τι λέω; Ο Σικελιανός είναι ο κατεξοχήν «πελασγός». Όταν έδινα αυτή την ονομασία, είχα την αίσθηση πως ο Σικελιανός βρίσκεται δίπλα μου ως εμπνευστής μου και συνεργός.
-Με την ευκαιρία, τι είναι για σας ο Σικελιανός;
-Είναι δύσκολο να το πω, γιατί οι νεότεροι Έλληνες, περνώντας μες από τόσες σκλαβιές και θρησκευτικές τρομοκρατίες, έχασαν την αυτογνωσία τους κι αποδέχτηκαν την αλλοίωση λέξεων κι εννοιών. Μα θα το πω, για όσους ακόμα δεν έχουν εκβαρβαριστεί ή νοιώθουν την ανάγκη να βγουν από τη βαρβαρότητα: Ο Σικελιανός ήταν μια θεότητα. Είναι αυτός που μαζί με τον Νίκο Καζαντζάκη, στα δύσκολα και καταθλιπτικά χρόνια που ζούσα ως μαθητής στο Αγρίνιο, μου έδωσαν το χέρι και μου είπαν «η ζωή είναι όμορφη, ζήσε την. Μη φοβάσαι κανέναν. Έχεις εμάς».
Να σκεφτείτε ότι, ως μαθητής, κάθε φορά που ήταν να γράψω έκθεση, έπρεπε να διαβάσω μια, δυο σελίδες, από τον «Αλαφροΐσκιωτο», ώστε να μπω σ’ έναν άλλο κόσμο, τον κόσμο του πνεύματος και όλων των δυνατοτήτων. Κι ακόμη, εξομολογούμαι πως, υπήρξε στιγμή στη ζωή μου, που προσευχήθηκα στον Σικελιανό, ζητώντας την βοήθειά του.
-Κύριε Υφαντή, υπάρχουν ποιήματά σας, είτε γενικώς κείμενά σας που να αναφέρονται στη Λευκάδα;
-Το βιβλίο μου «Οι μεταμορφώσεις του Μηδενός» που περιέχει όλες μου τις ποιητικές συλλογές, έχει πολλές αναφορές στη Λευκάδα, μα και ολόκληρα ποιήματα που έχουν πρωταγωνιστές Λευκάδιους φίλους.
Το βιβλίο μου «Το Ιδεόγραμμα του φιδιού», που περιέχει από πραγματικές ιστορίες και θρύλους μέχρι συνεντεύξεις και μηνύματα στο κινητό, περιέχει ολόκληρα πραγματικά περιστατικά που έχουν να κάμουν με τη Λευκάδα.
Αλλά και στ’ ΑΡΧΕΤΥΠΑ, το βιβλίο που θα παρουσιάσουμε στις 21 του μηνός (Χειμερινό Ηλιοστάσιο, με τη Μεγαλύτερη Νύχτα, την έγκυο από τον κατακλυσμό των άστρων), και σ’ αυτό θα συναντήσουμε τη Λευκάδα. Κι όλη μου αυτή η εντοπιότητα βγαίνει, από το ότι εγώ, δεν αντλώ την ποίησή μου από την φαντασία, μα από τη μαγεία της πραγματικότητας, από την αβάσταχτη ομορφιά και φρίκη της πραγματικότητας, την οποία μη αντέχοντάς την μόνος μου, την καταγράφω και την αποκαλύπτω, για να τη μοιραστώ με τους συνανθρώπους μου και να μπορέσω έτσι να την αντέξω.
-Θέλω να τελειώσω αυτή μας τη συζήτηση, με το ποίημά σας εκείνο που γράφτηκε πριν αρκετά χρόνια στο Πόρτο Κατσίκι, και αποτελεί θα έλεγα συν τοις άλλοις, τη γραπτή σας δήλωση ότι θα είστε αιώνιος κάτοικος της Λευκάδας. Συμφωνείτε;
-Και βέβαια συμφωνώ. Να πω όμως πρώτα ότι το ποίημα αυτό γράφτηκε στα φοιτητικά μου χρόνια, πριν αγοράσω το χτήμα, πολύ πριν γίνω κάτοικος της Λευκάδας. Οπότε αποβαίνει μάλλον, απ’ ότι φαίνεται, ερήμην μου, προφητικό.
O ENTAΦIAΣMOΣ MOY ΣTH ΛEYKAΔA
Aνάσκελα γυμνός στην αμμουδιά.
Ψηλοί γρανίτες, κατακόρυφοι,
μπροστά μου, πίσω, αριστερά.
Θά ’μαι στον θεϊκό μου τάφο συλλογίζομαι.
Kτερίσματα μου ’βάλαν το Φεγγάρι και τον Ήλιο.
Kι άφησαν πλάι μου τη θάλασσα.
Kύματα έρχονται·
σκορπίζουν το ανθισμένο τους κορμί στην αμμουδιά, μέχρι το σώμα μου.
K’ ύστερα η νύχτα με σκεπάζει με των άστρων τα κλαδιά.
-Κύριε Ποιητή, πολύ σας ευχαριστώ που μου δώσατε τη χαρά να συνομιλήσουμε.
Μα, ο ποιητής είναι διψασμένος για επικοινωνία. Εγώ σας ευχαριστώ.
Τρίτη 8 Ιουλίου "ΠΡΟΣΩΠΑ" ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΑΙΤΩΛΩΝ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΩΝ
Ο ποιητής, κάνοντάς μας να συνειδητοποιήσουμε τον κόσμο, τον κάνει να υπάρχει
Ο ποιητής Γιάννης Υφαντής μιλά από καρδιάς
της Μαρίας Μπασδέκη
Πρόσφατα εκπροσωπήσατε τη χώρα μας στο διεθνές φεστιβάλ ποίησης “poetry on the road” που διοργάνωσε το Literatur Forum και το Πανεπιστήμιο Εφαρμοσμένων Επιστήμων τη Βρέμης. Πείτε μας δυο λόγια για αυτό το ταξίδι:
Στη Βρέμη, ανάμεσα 16 και 21 Μαΐου, απήγγειλα ποιήματά μου τρεις φορές. Την πρώτη φορά σε μια αίθουσα κινηματογράφου, την άλλη σ’ ένα πλοίο, και την τρίτη σ’ ένα Λύκειο. Πάντοτε την απαγγελία μου στα ελληνικά, ακολουθούσε και απαγγελία στα γερμανικά. Οι διοργανωτές εξέδωσαν και μιαν ανθολογία που περιέχει όλους τους συμμετέχοντες στο Φεστιβάλ. Τα δικά μου ποιήματα που περιέχονται στην πολύ αξιόλογη αυτή ανθολογία μετέφρασε η Νίκη Αϊντενάουερ. Το χαρακτηριστικό των πιο επιτυχημένων παγκοσμίων φεστιβάλ είναι ότι οι διασκορπισμένοι σε όλον τον πλανήτη άνθρωποι της Χρυσής Εποχής, έχουν την ευτυχία να βρίσκονται για λίγες μέρες και πάλι μαζί.
Έξω από το Φεστιβάλ: Στις 11 Μαΐου απήγγειλα ποιήματά μου σ’ ελληνικό κοινό, στο ναό των Αγίων Αποστόλων, στο Ντόρτμουντ. Διοργανωτές αυτής της εκδήλωσης ήσαν η Αλεξάνδρα Γκέρτσεν (φίλη μου που κατάγεται από την Ραΐνα και ζει μονίμως στο Μπόχουμ, παντρεμένη με Γερμανό), η καθηγήτρια Μαρίνα Χατζηιωαννίδου και ο αρχιμανδρίτης Φιλόθεος.
Κι ακόμη στις 28 Μαΐου, στο Έσσεν, παρουσίασα σε γερμανικό κοινό, το βιβλίο μου ΑΡΧΕΤΥΠΑ, προβάλλοντας τις συνθέσεις του σε οθόνη. Η εκδήλωση έγινε ύστερα από αίτηση της Αλεξάνδρας Γκέρτσεν στο καλλιτεχνικό κέντρο Unperfekthaus. Την μετάφραση των όσων έλεγα, έκανε ο Λεωνίδας Δρίζης, μουσικός και μόνιμος κάτοικος Γερμανίας.
Στο Βερολίνο με φιλοξένησε το Γραφείο Τύπου της Ελληνικής Πρεσβείας. Όλοι τους ήσαν άψογοι και πριν απ’ όλους ο Διευθυντής του Γραφείου Παντελής Παντελούρης, που στο σπίτι του, όπου διέμεινα, ένοιωθα πραγματικά σα στο σπίτι μου.
Στα Μουσεία του Βερολίνου χάρηκα το βαβυλωνιακό θαύμα που λέγεται Πύλη της Ιστάρ. Κι ακόμα είδα το άγαλμα της Νεφερτίτης, της υπέροχης γυναίκας, που με τον άντρα της, τον ποιητή Φαραώ Ακενατών, προσπάθησαν να ελευθερώσουν τον Αιγυπτιακό λαό από τα νύχια του πανίσχυρου ιερατείου.
Αλλά στα πρόσωπα των ελληνικών αγαλμάτων, αναγνώρισα φυσιογνωμίες τόσο κοντινές, με τις θείες μου, τις αδελφές μου, τις γειτόνισσές μου. Η Αφροδίτη. Η Περσεφόνη. Τι συγκίνηση, η επιστροφή σ’ έναν κόσμο πετρωμένο, μαρμαρωμένο. Ποιος κινημένος από ακαταμάχητο έρωτα (όπως μας λέει το θαυμάσιο παραμύθι) θ’ αγρυπνήσει κοντά σ’ αυτό τον μαρμαρωμένο κόσμο, ώστε να γίνει το θαύμα και να ξυπνήσει αυτή η άλλη Ελλάδα; Βρίσκομαι ανάμεσα στα ελληνικά αγάλματα, περιτριγυρισμένος από δεκάδες βαρβαρικές γλώσσες, ενώ αυτά, άλλο με σπασμένη μύτη, άλλο με σπασμένο βραχίονα ή φαλλό, χαμογελούν και σωπαίνουν, μέσα σε μιαν απέραντη γαλήνη.
Θυμάστε πότε γράψατε τον πρώτο σας στίχο;
Θυμάμαι πότε έγραψα το πρώτο μου ποίημα. Πρώτη τάξη Γυμνασίου. Ήθελα να εκφράσω τη νοσταλγία μου για την κοιλάδα της Ραΐνας που εγκατέλειψα για να έρθω στην εξορία του Αγρινίου. Ιδού η πρώτη από τις τρεις στροφές αυτού του ποιήματος:
Το καθάριο νερό σου πεθύμησα / ρεματιά που κυλάς μες στο βάθος / τ’ αγεριού στ’ απαλό του ξεψύχημα / τ’ αναστέναγμα μέσα στο δάσος…
Βλέπετε, ομοιοκατάληκτο. Εκείνη την ίδια χρονιά όμως, μέσα στο καλοκαίρι, δειλινό και κουβαλούσα με την καλάθα, τον καπνό που μάζευαν οι αδερφές μου και η μάνα μου. Κ’ είχαμε αγοράσει εκείνες τις μέρες ραδιόφωνο. Μετά από πολυετή καϋμό για ένα δικό μας ραδιόφωνο. Κι ακούω κάποια στιγμή ένα λόγο που με συντάραξε, με μάγεψε. Κεραυνοβόλημα. Δεν ήταν ποίημα, διότι αν ήταν θα είχε ομοικαταληξία. Δεν ήταν πεζό, διότι θα φαινόταν από την αφήγηση. Δεν ήταν τραγούδι διότι θα συνοδευόταν από μουσική. Τι ήταν;
Κυρά των αμπελιών που σ’ είδαμε πίσω απ’ το δίχτυ του πευκόδασου, / να συγυρίζεις με το χάραμα, τα σπίτια των αητών και των τσοπάνων…… / τι σιγανό το βήμα σου κ’ η ανάσα του ψαριού πλάι στο φεγγάρι / τι σιγανό κουβεντολόι του μέρμηγκα μπροστά στης μαργαρίτας το ξωκλήσι…../….ά πόση λουλουδόσκονη στριμώγνεται στης μέλισσας το στόμα για το μέλι / πόση σιωπή μες στην καρδιά σου για τραγούδι…
Ακούω στο τέλος της απαγγελίας: Σας διαβάσαμε το ποίημα «Κυρά των Αμπελιών», του Γιάννη Ρίτσου. Δεν ήξερα ούτε το ποίημα ούτε τον ποιητή.
Και κάποιαν άλλη στιγμή ακούω Θεοδωράκη σε ποιήματα του Σεφέρη. Τρελάθηκα: «Άνθη της πέτρας μπροστά στην πράσινη θάλασσα...» «Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές…». «Κράτησα τη ζωή μου…». Τι ήταν αυτό; Δεν ήταν το δημοτικό τραγούδι που ήξερα ως τότε. Δεν ήσαν τα ελαφρά που έφερναν τα ξαδέρφια μου από τον Πειραιά. Ούτε τα ρεμπέτικα που έφερναν οι φαντάροι όταν απολύονταν. Ούτε τα βυζαντινά που ακούγαμε στην εκκλησία. Ήταν όλα τούτα εδώ, αλλά σε σύνθεση, που γινόταν μια πλημμύρα ομορφιάς. Είχα μπει πια στην ποιητική μου εφηβεία.
Τότε αναζητώντας και συζητώντας ανακαλύπτω ότι πίσω από τον Μανώλη Αγγελόπουλο και τον Αττίκ που μας σερβίρανε (το γύφτικο και το ξενόφερτο) υπήρχε μια άλλη Ελλάδα, που βρισκόταν στην εξορία, που ήταν κυνηγημένη. Ναι, η καλύτερη Ελλάδα ήταν κυνηγημένη. Και βγήκε στο φως, μέσα σε κείνη την πολιτική Άνοιξη που έφερε η Ένωση Κέντρου.
Βιογραφικό, έργα, βραβεύσεις:
Το πραγματικό, το πλήρες βιογραφικό μου, είναι τα βιβλία μου, των οποίων τους τίτλους αναφέρω:
Μανθρασπέντα, Μυστικοί της Ανατολής (Σούφι, Άγιοι ποιητές της Ινδίας, Ταό ποιητές της Κίνας, Ζεν ποιητές της Ιαπωνίας), Αρχαία Έδδα (ποιήματα της Αρχαίας Ισλανδίας που σήμερα περιέχονται στον τόμο «Ο Κήπος της ποίησης»), Ο Καθρέφτης του Πρωτέα, Αθανάτου Μνήμης Σημεία, Ποιήματα Κεντήματα στο Δέρμα του Διαβόλου, Ναός του Κόσμου, Ο Κήπος της Ποίησης (4500 χρόνια ξένης ποίησης), Αρχέτυπα, Αλέκτωρ ο εράσμιος (από κοινού καμωμένο με τον ζωγράφο Γιώργο Σταθόπουλο), Το ιδεόγραμμα του φιδιού, Έρως ανίκατε μάχαν, Μάσκες του Τίποτε (Masques du Néant) (πήλινο βιβλίο χαραγμένο από την αγγειοπλάστη-εκδότρια Μαρί-Ζοζέ Αρμάντο), Οι μεταμορφώσεις του Μηδενός, (όλες οι εκδοσμένες και ανέκδοτες ποιητικές συλλογές μου σ’ έναν τόμο). Στις αμμουδιές του Ομήρου (3000 χρόνια ελληνικής ποίησης) υπό έκδοσιν.
Πύρ αείζωον (δοκιμαντέρ -1997- με πρωταγωνιστές τον ποιητή και την κόρη του Αριάδνη).
Ο Υφαντής διαβάζει Υφαντή (C.D. με απαγγελίες ποιημάτων στη «ΛΥΡΑ») υπό έκδοσιν.
Συνεντεύξεις στην τηλεόραση, σε ραδιόφωνα, σ’ εφημερίδες και περιοδικά. Μια ιστοσελίδα με τη διεύθυνση www.yfantis.gr
Αν και πιστεύω ότι τα βιβλία γίνονται μόνα τους, εντούτοις, παραδόξως, το 1995 στο Κάϊρο, μού απενεμήθη γι’ αυτά, το "Βραβείο Καβάφη".
Βεβαίως, σε φοιτητικό διαγωνισμό στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, (1970 ή 1971;), βραβεύτηκα. Αξίζει ν’ αναφέρω το βραβείο αυτό διότι στην κριτική επιτροπή πήραν μέρος ο σπουδαίος καθηγητής των Νεοελληνικών Γ.Π. Σαββίδης και ο σπουδαίος ποιητής και πεζογράφος Γιώργος Ιωάννου.
Θεωρώ επίσης βραβείο μέγα το ότι η διεφθαρμένη κρατική ιεραρχία η οποία κυβερνά και καταστρέφει τον τόπο τα τελευταία είκοσι χρόνια, από φόβο προς κάθε αληθινό ποιητή, δεν τόλμησε να μου απονείμει κρατικό βραβείο και να με κάνει έτσι μέτοχο της διαφθοράς της.
Βραβείο μου ακόμα θεωρώ το ότι αρνήθηκα την βράβευσή μου από τη «Διεθνή Ένωση Ποιητών».
Βραβείο μου θεωρώ κάθε μου «όχι» σε προτάσεις πολύ ευνοϊκές για την προώθηση της φήμης μου και του έργου μου, όταν αυτές έβλεπα ότι δεσμεύουν την συνείδησή μου και την ελευθερία μου.
Βραβείο μέγα θεωρώ την ενθουσιώδη υποδοχή μου απ’ όλους σχεδόν τους μεγάλους μας ποιητές και καλλιτέχνες κι αργότερα από τον απλό λαό και την νεολαία.
Βραβείο θεωρώ που μου τηλεφώνησε ο Νικηφόρος Βρεττάκος, και ζήτησε την συγκατάθεσή μου να με προτείνει για βράβευση στην Ακαδημία Αθηνών.
Βραβείο μέγα θεωρώ την εμπιστοσύνη που μου έδειξε ο Ρίτσος σε μια πολύ δύσκολη στιγμή: Όταν είδε σε λίβελο δημοσιευμένο εναντίον του, ανάμεσα στους τρεις υπογράφοντες και το δικό μου όνομα, είπε «Είναι αδύνατο, ποιητές της ποιότητας του Υφαντή, να διαπράξουν τέτοια ατιμία. Θα δείτε ότι θα επαληθευτώ». Και επαληθεύθηκε.
4. Τότε ήταν και που καταλάβατε την αγάπη σας για αυτήν την μορφή τέχνης;
Τότε κατάλαβα την μεγάλη μου αγάπη προς αυτή την τέχνη ως αναγνώστης και ακροατής. Αυτό που έχασα ως παιδί (ποιήματα που μας απήγγειλε ο πατέρας μου, του Σολωμού, του Σούτσου ή του Κρυστάλλη, παραμύθια, θρύλοι, αφηγήσεις, τραγούδια) έβλεπα ότι συνεχιζόταν εδώ. Μα έπρεπε να φτάσω στα δεκαεννιά μου για να συνειδητοποιήσω πλήρως ότι αυτός ήταν ο δρόμος μου κι από άποψη δημιουργική.
Μιλήστε μας για τα παιδικά σας χρόνια στο χωριό σας τη Ραΐνα.
Γεννήθηκα σ’ έναν τόπο μαγικό. Που και τώρα κρατάει μαγεμένο, το παιδί που ακόμα ζει μέσα μου. Αργότερα, βλέποντας πόσο αυτός ο τόπος συνετέλεσε στο να διαμορφωθώ όπως διαμορφώθηκα, συμπέρανα ότι πολύ πιθανόν εγώ ο ίδιος με την μορφή επιθυμίας, που ήθελε να ενσαρκωθεί, εγώ ο ίδιος τον επέλεξα. Γιατί η επιθυμία αυτή, που ήθελε να ενσαρκωθεί σε μια συγκεκριμένη ζωή, εμπεριείχε και τη γνώση του τόπου, του χρόνου, της οικογένειας, μέσω των οποίων θα ενσαρκωνόταν σε αυτή τη ζωή.
Η Ραΐνα όντας κοιλάδα, δηλαδή τόπος κλειστός, είδα πως μ’ έστρεφε στο κοντινό, στην λεπτομέρεια. Αν ήταν ο τόπος ανοιχτός, θα καθόμουν πάνω από μια μυρμηγκοφωλιά με τις ώρες; Θα περιεργαζόμουν την ομορφιά από τις πολύχρωμες λιμπελούλες (νεράιδες) με τις ώρες; Θα ρέμβαζα πάνω στις χιλιάδες όψεις και λαλιές του νερού με τις ώρες; Ναι, μέσα στο λίκνο αυτό, με μορφή πλοίου, μήτρας, κούνιας, στράφηκα στη λεπτομέρεια και στο ελάχιστο, που είναι απέραντο... Εντέλει, ο ποιητής, γεννιέται. Και διαμορφώνεται πλήρως, χωρίς όμως να έχει συνείδηση περί αυτού, στα πρώτα του παιδικά χρόνια.
Ποιους ποιητές θαυμάζετε;
Δεν είναι πια θαυμασμός, είναι λατρεία. Είναι οι συνάνθρωποί μου της Χρυσής Εποχής, που απομείναμε σκορπισμένοι μέσα στα επελθόντα γένη: Το αργύρεον, το χάλκειον, το ηρώων γένος και το σιδήρεον γένος. Το οποίο αυτή την στιγμή βρίσκεται στην ακμή του. Όπως το προέβλεψε ο Ησίοδος, όπως του το υπαγόρευσαν οι Μούσες. Η νειότη της ανθρωπότητας κορυφώθηκε με την Αρχαία Ελλάδα. Δείτε το στις αγγειογραφίες τους, στην ποίησή τους, στο πάθος τους για την τέχνη και για την τέχνη του ζην. Ήδη στην εποχή του Ησιόδου βρισκόμαστε στη δύση του ηρωικού γένους και στην ανατολή του σιδήρεου. Η σημερινή ανθρωπότητα είναι γερασμένη. Είναι το γήρας που χρειάζεται μπαστούνια, γυαλιά, ακουστικά, καροτσάκια, και γενικώς την τεχνολογία. Και η τεχνολογία πια είναι απαραίτητη σε όλους, σ’ όλες τις ηλικίες, που είναι όλες τους γέρικες. Και τι να κάνει ο ποιητής της διαρκούς νεότητος, της διαρκούς επανάστασης, τι να κάνει ανάμεσα σε γέρους των δεκαπέντε, των τριάντα, των εβδομήντα χρόνων; Βρίσκει παρηγοριά στους ελάχιστους που ανήκουν στο Χρυσούν Γένος. Όχι, δεν είναι ο ποιητής μια εξαίρεση, που διατελεί εν απορία εν μέσω της καταστροφής του περιβάλλοντος, της γλώσσας, της ελευθερίας, του έρωτα, της τέχνης. Είναι ο απομεινάμενος μετά από έναν μεγάλο πνευματικό καταποντισμό.
Μα, ξεχάστηκα: Ποιους ποιητές θαυμάζω, ή όπως μου πηγαίνει καλύτερα, ποιους ποιητές αγαπώ: Μα όλους εκείνους που θεωρώ αληθινούς ποιητές. Αλλά, ν’ αναφέρω και μερικά ονόματα:
Από τον Όμηρο και τον Ησίοδο, μέχρι τη Σαπφώ και τον Μελέαγρο. Από τον συνθέτη των Εγκωμίων της Μεγάλης παρασκευής και τους συνθέτες του δημοτικού τραγουδιού, μέχρι τον Σολωμό, τον Σουρή, τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, τον Βάρναλη, τον Καζαντζάκη, τον Σικελιανό, τον Σεφέρη, τον Ρίτσο, τον Ελύτη, τον Βρεττάκο, τον Εγγονόπουλο, τον Εμπειρίκο, τον Γκάτσο, τον Καββαδία. Όλοι αγαπημένοι. Και βέβαια οι ξένοι, που δεν είναι ξένοι, γιατί κατά βάθος, όταν λέμε ποιητές εννοούμε Έλληνες. Ανθρώπους ελεύθερους, ανυπόταχτους, που γονατίζουν μόνο μπρος στη γυναίκα και στο σύμπαν. Ξέρετε πως αποκαλούν οι Γεωργιανοί τους Έλληνες; Με μια λέξη που σημαίνει «οι σοφοί», «οι ποιητές». Ναι, οι ξένοι Έλληνες: Από τον δημιουργό της Μαχαμπαράτα, ως τους δημιουργούς των Χιλίων και Μίας Νυχτών. Από τους αρχαίους Αιγύπτιους λυρικούς και τον συνθέτη του Άσματος Ασμάτων, ως τον Λι Τάι Πο, τον Λάο Τσε, τους Ζεν ποιητές, τον Ομάρ Χαγιάμ, τον Ντάντε, τον Ουίτμαν, τον Ρεμπώ, τον Λόρκα, τον Πάουντ, τον Μπόρχες, τον Ναζίμ Χικμέτ, τον Μπρέχτ, τον Ίβαν Γκόλ, τον Παζολίνι, τον Έλιοτ. Όλοι αγαπημένοι. Και βέβαια, αυτοί αποτελούν πλέον την οικογένειά μου.
Έχετε κάποιο αγαπημένο ποίημα, δικό σας ή και κάποιου άλλου δημιουργού;
Την «Ιθάκη» βεβαίως του Καβάφη. Είναι ο σπουδαιότερος ίσως χρησμός που έδωσε ο Απόλλων μέσω του Καβάφη προς την ανθρωπότητα. Ύστερα, το «Δοξαστικόν» από «Το Άξιον Εστί». «Η Έρημη Χώρα» του Τ. Σ. Έλιοτ…..Μα ναι, υπάρχουν πολλά ποιήματα που αγαπώ. Και το καθένα από αυτά είναι το καλύτερο. Ο Ρεμπώ, με το ποίημά του «Ήλιος και σάρκα». Ναι, να πω ένα ποίημα, αλλά πώς να προσπεράσεις στίχους όπως αυτοί;
Η φωνή της γυναίκας, μες απ’ τα βάθη αρκτικών σπηλαίων, και σύγκρουση κομματιών πάγου μ’ άστρα. Κι ακόμη: Τ’ ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φαγγαριού. Η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ’ ασφοδίλια. Το σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά. Τ’ άστρα του Κύκνου και κείνο τ’ άστρο, ο Αλδεβαράν…Κι ακόμη: Η γλυφή γέψη της γυναίκας που φαρμακώνει τον φυλακισμένο / βγαίνει απ’ το κύμα δροσερό κλωνάρι στολισμένο στάλες. Κι ακόμη: Τα κορίτσια τ’ αγγεία των μυστηρίων. Κι ακόμη: Τώρα πλαγιάζει εκεί μες στα βουνά / σε μια σπηλιά πού ’χει κουρτίνα καταρράχτη. Κι ακόμη: Έρχεται η φωνή μου άνεμος του απείρου· / έρχεται η φωνή μου φορτωμένη την /
αρσενική / γύρη των άστρων· έρχεται / στο λουλούδι του νου σου. Κι ακόμη: Όλα τα έδωσες σε μένα και προπάντων / την πανάρχαια τροφή των ηρώων: / Προδοσία, ήττα, ταπείνωση. Κι ακόμη: Αυτά τα δέντρα δεν βολεύονται με λιγότερο ουρανό. / αυτές οι πέτρες δεν βολεύονται κάτω απ’ τα ξένα βήματα / αυτά τα πρόσωπα δεν βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο / αυτές οι καρδιές δεν βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.
Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο ρόλος της ποίησης διαχρονικά, στην πορεία του ανθρώπου επάνω στη γη;
Η ποίηση, όντας η μετάφραση του Βιβλίου – Κόσμος, στην ανθρώπινη γλώσσα, οδηγεί τον άνθρωπο στην ιαματική ομορφιά και στην αλήθεια που ελευθερώνει.
Να το πω αλλιώς; Η ποίηση πρωταγωνιστεί στο μυστήριο που εκφράζει η φράση «και ο λόγος σάρξ εγένετο». Αυτό είναι η εισπνοή. Όμως η εκπνοή είναι τούτο: «και η σάρξ λόγος εγένετο». Έχουμε να κάνουμε, με την παλίρροια του πνεύματος, της ψυχής, της πνοής, του μυστηρίου που λέγεται Ύπαρξη, Κόσμος, Ζωή.
Να το πω αλλιώς; Δεν υπάρχει κάτι πριν το συνειδητοποιήσουμε. Ο Κόσμος αν και αιώνιος δεν υπάρχει αν δεν τον συνειδητοποιήσουμε. Ο ποιητής, κάνοντας μας να συνειδητοποιήσουμε τον Κόσμο, τον κάνει να υπάρχει. Κάνοντάς μας να συνειδητοποιήσουμε τον Κόσμο, είναι σα να τον ποιεί. Κι εδώ βρίσκεται η πιο ουσιαστική σημασία της λέξεως «ποιητής».
Να το πω αλλιώς; Κατά βάθος έχει συντελεστεί ένας σφετερισμός, ένας πνευματικός φόνος ισάξιος με την έκρηξη χιλιάδων υδρογονοβομβών: Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, λέγει η θρησκεία, που θέλει να εξορίσει τη Γυναίκα και τον Ποιητή από την πρωταρχική Αγία Τριάδα. Δίνει κάτι παραποιημένο και ασαφές, που για να το επιβάλλει τρομοκρατικά, το δογματοποιεί. Όμως, «σοφόν, το σαφές»: Έχουμε να κάνουμε με την ξεκάθαρα εκφρασμένη, πλήρως κατανοητή και ποτέ δογματοποιημένη, Αγία Τριάδα των αρχαίων Ελλήνων, που λέγεται: Ποιητής (πατήρ), Μούσα (πνεύμα) και Λόγος. (υιός). Εξόρισαν τον Ποιητή και τη Γυναίκα-Μούσα-Εμπνεύστρια. Όσο για τον Λόγο-Υιό, είναι γνωστό τι τον έκαναν. Κι όλα τούτα για να ξαναγεμίσει ο ναός εμπόρους, για να ξαναστηθεί καλά το μαγαζί της Εξουσίας και του Κέρδους.
Να το πω αλλιώς; Ο ρόλος της ποίησης βρίσκεται μέσα στη έξοχη φράση: «το αρχαίον κάλλος αναμορφώσασθαι».
Σήμερα, οι κλιματικές αλλαγές, η καταστροφή του οικοσυστήματος αποτελούν τα σημαντικότερα ζητήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα. Ποια η επιρροή του ποιητή;
Εδώ και τριάντα χρόνια (αν ψάξετε στα βιβλία μου και στις συνεντεύξεις μου) τονίζω κι εξηγώ πως το μεγαλύτερο πρόβλημα της ανθρωπότητας είναι η καταστροφή του περιβάλλοντος, που σημαίνει συνολική καταστροφή της ζωής του πλανήτη). Ο ποιητής άλλο δεν μπορεί παρά να απευθύνεται στις συνειδήσεις.. Έτσι, η καταστροφή είναι αναπόφευκτη αν δεν υπάρξει ταχύτατη συνειδητοποίηση των λαών κι ενεργοποίηση του ρόλου της θεάς Αθηνάς, ήτοι της ένοπλης πολυόμματης σοφίας, που θα ανατρέψει τους βιαστές του πλανήτη.
Ο τόπος μας, η Αιτωλοακαρνανία αντιμετωπίζει πολλές δυσκολίες. Φτώχεια, υπανάπτυξη, ανεργία κτλ. Πώς τα βλέπετε εσείς όλα αυτά;
Είναι ένας πανέμορφος και πλουσιότατος τόπος, σε μια χώρα που κυβερνιέται από πλιατσικολόγους, κακοποιούς με αξιώματα και χαρατσάρηδες, συνεχιστές των Οθωμανών.
Και πότε φτάνουμε στην επανάσταση ή στον πόλεμο; Όταν οι κακές συνθήκες πριν την επανάσταση ή τον πόλεμο, καταστούν ίσες ή χειρότερες από τις κακές συνθήκες που θα φέρει η είσοδος στην επανάσταση ή στον πόλεμο.
Όμως θέλω να πω δυο λόγια σ’ αυτούς τους ανθρώπους της περιοχής μας που έχουν αυτιά. Οι Αρχαίοι Έλληνες, εννοώντας κι αυτούς πριν από την κλασική εποχή, τους κατοίκους της Θήρας λόγου χάριν, είχαν τη σοφία να περιορίσουν τις ανάγκες τους στις ελάχιστες, ουσιαστικές και πραγματικές. Έτσι, μ’ ένα καλύβι, με μια βάρκα, ένα κήπο και μια κατσίκα, κατάφεραν να έχουν πολύ χρόνο για παιχνίδι, για στοχασμό, για έρωτα, για δημιουργία. Κατάφεραν να είναι ελεύθεροι κι ευτυχείς.
Στο έργο σας είναι διάχυτη η παρουσία του Ηρακλείτου. Έχετε δεχθεί επιρροές από τον μεγάλο αυτό Έλληνα φιλόσοφο;
Όταν μιλάμε για τους αρχαίους Έλληνες σοφούς (που ισάξιους μόνο η Αρχαία Κίνα είχε) έχουμε να κάνουμε με δεκάδες προσωπικότητες, ισάξιες ή και ανώτερες ενός Ιησού ή ενός Βούδα, που όμως έπρεπε ν’ αφανιστούν, επειδή η μη ελεγχόμενη πραγματικότητα (σύμπαν) έπρεπε ν’ αντικατασταθεί από μια ελεγχόμενη επινοημένη πραγματικότητα (θρησκευόμενη κοινωνία).
Ξεχωρίζει ο Ηράκλειτος επειδή σώθηκαν αρκετά αποσπάσματά του. Ισάξιός του είναι ο Αναξίμανδρος, ο Δημόκριτος, ο Ζήνων ο Ελεάτης, μα από αυτούς μας έμειναν μόνο ψήγματα.
Ο Ηράκλειτος ξεχωρίζει επίσης και γιατί διασώθηκαν περιστατικά του βίου του. Κάτεχε το αξίωμα του βασιλέως και του ιεροφάντη των Ελευσινίων Μυστηρίων. Τα εγκατέλειψε όλα τούτα για να μελετήσει απερίσπαστος τη Φύση, εξ’αρχής, άμεσα. Υπήρξε δάσκαλος του Νίτσε, του Μαρξ, του Αξελού. Αγαπήθηκε (όσο κι Όμηρος) από τους ποιητές μας. Ο Ευριπίδης, ο Σολωμός, ο Σικελιανός, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, τον λάτρεψαν. Όπως κι εγώ. Όπως επίσης χιλιάδες άλλοι. Ανάμεσά τους και ο Ινδός Ραζνίς ή Όσσο.
Είναι τέλος ο σπουδαιότερος ίσως ως προς την σοφή χρήση της ελληνικής γλώσσας.
Έχω άραγε δεχτεί την επιρροή του Ηράκλειτου; Υπάρχουν επιρροές ή συγγένειες; Το σίγουρο είναι πως υπάρχει ενθάρρυνση, ως προς την πλήρη αποδοχή των απόψεών μας, όταν έχουμε μια τόσο σαφή και σοφή επιβεβαίωση όπως αυτή του Ηράκλειτου.
Επιμένετε στην ελληνική γλώσσα. Πείτε μας κάτι γι’ αυτή σας την επιμονή.
Να σας πω ένα περιστατικό που μας δίνει στο βιβλίο της η έξοχη Εύα Σικελιανού. Το βρήκε στα Αρχεία της Σοφίας των Ινδών. Ήταν μαζεμένοι από διάφορα έθνη, να μυηθούν στα Μυστήρια. Ο ιεροφάντης βγήκε και κάλεσε τους Έλληνες, να προχωρήσουν στον ανώτερο βαθμό μυήσεως, παρακάμπτοντας όλα τα κατώτερα στάδια. Οι των άλλων εθνών ζήτησαν εξηγήσεις. Ο ιεροφάντης είπε. «Όποιος κατέχει καλά την ελληνική γλώσσα είναι ήδη μύστης του ανωτάτου βαθμού».
Τι θεωρείτε ως το πλέον σημαντικό στον άνθρωπο;
Γνωρίζετε πολύ καλά πως όταν εύχονται οι άνθρωποι, θέτουν ως πρωταρχικό θέμα την υγεία. Αλλά πατήρ του Ασκληπιού που έχει γυναίκα του την Υγεία, είναι ο Απόλλων. Τι έθετε ο Απόλλων ως το σημαντικότερο για τον άνθρωπο; Το «γνώθι σ’ αυτόν». Να γνωρίσεις ποιος είσαι. Γιατί ο θεός ήξερε ότι έξω από το «γνώθι σ’ αυτόν» ο άνθρωπος είναι βαριά άρρωστος. Γιατί από την άγνοια του εαυτού φυτρώνουν κι όλες οι υπόλοιπες αρρώστιες, εννοώ και οι σωματικές. Φανταστείτε να είναι κανείς λαγός και να επιμένει ότι είναι λύκος. Οι άνθρωποι θα του δίνουν κρέας να φάει. Κι επειδή ο λαγός δεν γίνεται να τραφεί με κρέας, θα ψοφήσει. Κι ακόμη, επειδή προσκολλήθηκε τόσο πολύ σ’ αυτό τον πολύ γοητευτικό γι’ αυτόν τίτλο του λύκου, θα μισήσει θανάσιμα όποιον τον βλέπει ως λαγό, ως αυτό που πράγματι είναι. Υπάρχει μεγαλύτερη αρρώστια από το μίσος;
Και η αγάπη; Η καλοσύνη;
Οι άνθρωποι νομίζουν ότι πρέπει να κάνεις το καλό γιατί θα αμειφτείς εδώ ή στην άλλη ζωή. Να ξεκαθαρίσουμε ότι το καλό το κάνει και ο διάβολος όταν είναι για το συμφέρον του. Σημασία έχει όχι να κάνεις το καλό, αλλά να είσαι καλός. Δηλαδή να ζεις διαρκώς μέσα σ’ αυτή την κατάσταση του να είσαι καλός. Τότε η αμοιβή δεν είναι κάτι αναμενόμενο αλλά κάτι υπάρχον διαρκώς. Όπως στον έρωτα, έτσι και στην καλοσύνη, αμείβεσαι την στιγμή της πράξης. Αμοιβή σου είναι η χαρά που μπορείς να συμμετέχεις στην προσφορά. Όσο για την αγάπη, όχι ν’ αγαπούμε. Κι ο διάβολος αγαπά τις δουλειές του, κι ο βλάκας τα νομιζόμενα συμφέροντά του, κι ο επιχειρηματίας…τους...εργάτες του…και τις οικογένειές τους…(δάκρυα εδώ!!)... Μα ναι, όχι ν’ αγαπούμε, μα να είμαστε οι ίδιοι εμείς η αγάπη.
Και ο Αντίχριστος; Ο Διάβολος; Πότε θα έρθει ο Αντίχριστος; Κάποιοι έχουν ορίσει χρονολογίες.
Ο διάβολος όντας επινόηση φοβισμένων, προληπτικών και ανόητων ανθρώπων, είναι ασφαλώς πολύ κατώτερος του ανθρώπου. Έτσι ο σοφός δεν τον φοβάται ακριβώς γιατί διάβολος δεν υπάρχει. Ο σοφός «φοβάται» τους ανθρώπους οι οποίοι είναι ανώτεροι από τον διάβολο, την επινόησή τους. Ακούω για μόρφωση και για παιδεία. Ακούστε τι λέει ο Μπρέχτ: «Τινάζει το τσαντάκι της η μάνα για να δώσει και το έσχατο πεντόλεπτο, βιβλία και τετράδια να πάρει το παιδί της για να πάει στο σχολείο να μορφωθεί. Δεν ξέρει πως η μόρφωση, είναι αυτή που κάνει τον καλό πολύ καλύτερο, συνάμα δε και τον κακό πολύ χειρότερο».
Όσο για τον Αντίχριστο, αυτός αποτελείται από πολλά. Πολλά τον συνθέτουν. Ο κακός μας εαυτός λόγου χάριν είναι μέρος του Αντίχριστου. Και ο Αντίχριστος έχει έλθει από υπάρξεως του ανθρώπου. Γιατί, τι ήταν ο κάθε Ασιάτης Βασιλεύς που είχε στο χαρέμι του συγκεντρώσει πέντε χιλιάδες γυναίκες; Που για να τις έχει μαντρωμένες, μέσα στη φορολογία που είχε επιβάλει στους δύστυχους λαούς ήταν και το να δώσουν μερικές χιλιάδες αγόρια, αφού πρώτα τα ευνουχίσουν, για ν’ αποτελέσουν τη φρουρά του χαρεμιού του; Του χαρεμιού του και των χαρεμιών που είχαν οι υποτελείς του σατράπες. Τι ήσαν οι διώκτες και γενοκτόνοι των λαών; Τι ήταν η Ιερά Εξέταση; Τι ήταν ο Πιζάρο με τους στρατιώτες του και τους ιερείς του; Τι ήσαν οι Οθωμανοί σουλτάνοι; Τι είναι οι εργοστασιάρχες που κλέβουν την περιουσία του λαού, σκοτώνουν τον χρόνο τόσων ανθρώπων και με τ’ απόβλητα σκοτώνουν τόσες μορφές ζωής; Τι είναι οι ψηφοθήρες ψυχοφθείρες πολιτικοί; Τι είναι ο κυνηγός που σκοτώνει τον φίλο μου τον κότσυφα τη στιγμή που εκείνος μου δίνει την ιαματική ευφροσύνη της παρουσίας του και του κελαηδισμού του;
Τι σημαίνει για εσάς η Ελληνική Μυθολογία; Σε παλαιότερη συνέντευξή σας είχατε δηλώσει ότι είναι για εσάς η Αγία Γραφή…
Ναι, η Ελληνική Μυθολογία ήταν και είναι η Αγία μου Γραφή. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορώ να εκτιμήσω τις μυθολογίες ή τα κείμενα άλλων λαών που θεωρούνται άγιες γραφές. Η Γένεση και η Έξοδος λόγου χάριν της Παλαιάς Διαθήκης, είναι έξοχα κείμενα. Ο Εκκλησιαστής και το Άσμα Ασμάτων, στο ίδιο βιβλίο, είναι αριστουργήματα. Τα Ευαγγέλια περιέχοντας τον βίο και τα λόγια του Ιησού, αποτελούν τις τέσσερις δραματοποιημένες όψεις της αρχετυπικής πορείας του αληθινού ποιητή μέσα στον κόσμο. Και βέβαια, η Μαγκαβάτ Γκιτά της Μαχαμπαράτα, είναι ένα αριστούργημα. Και βέβαια τα κείμενα των Ταοϊστών είναι κορυφαίες θεϊκές αλήθειες. Κι αυτά, άγιες γραφές είναι. Όμως η Ελληνική Μυθολογία αποτελεί ένα πολυάχτιδο όλον. Είναι ο Κόσμος με μορφή σοφών παραμυθιών. Και βέβαια την ζω στο ίδιο περιβάλλον που δημιουργήθηκε, στην ίδια γλώσσα που δημιουργήθηκε. Και βέβαια την αντιτάσσω ως Αγία Γραφή μου, προκλητικά, στην ηλίθια απολυτότητα, της λειψής, μίας Αγίας Γραφής, που μας επεβλήθη με τη βία και την τρομοκρατία.
Έχετε μελετήσει αρχαία αιγυπτιακή και αραβική ποίηση. Μάλιστα έχετε μεταφράσει και τους Μυστικούς της Ανατολής. Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε το ενδιαφέρον;
Η λυρική ποίηση των αρχαίων Αιγυπτίων (που πρώτος κι έσχατος μετέφερα στην Ελλάδα, όπως συνέβη άλλωστε και με την Αρχαία Έδδα ή τους Μυστικούς της Ανατολής) είναι ισάξια με την ποίηση των αρχαίων Ελλήνων λυρικών. Η ποίηση των Περσών και των σούφι Αράβων, η ποίηση των Μυστικών της Ανατολής, μας δίνουν με την μεγίστη δυνατή απλότητα κι ομορφιά, λυτρωτικές αλήθειες. Το βιβλίο μου Μυστικοί της Ανατολής (και μάλιστα το λέω πολύ σοβαρά) θα έπρεπε να πουλιέται στα φαρμακεία.
ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ
(Μια συνομιλία με τον Νίκο Σιάμο, περιοδικό ΑΠΟΨΗ, Νοέμβριος 1998)
—Γιάννη, ο Οδυσσέας χρειάστηκε «να μεταμορφωθεί σε πέστροφα του Ασπροποτάμου / για ν’ ανεβεί ως τα θρυλικά χωριά / Ραΐνα, Ποταμούλα και Φραγκόσκαλα...». Εσύ σε τι χρειάστηκε να μεταμορφωθείς για να περιδιαβείς τα μονοπάτια της ποίησης;
—Σε Οδυσσέα. Σε πολύτροπο άνδρα. Σύμφωνα με την άποψη μου, ο Οδυσσέας άλλο δεν είναι παρά το μυθικό εγώ του ίδιου του Ομήρου. Και η Οδύσσεια άλλο δεν είναι παρά το αρχέτυπο ταξίδι κάθε πολύτροπου ανθρώπου, που δεν είναι νήπιος, αλλά έχει έπος, λόγο, κατέχει δηλαδή την αντικειμενική παγκόσμια γλώσσα των αρχετύπων και δεν έχει πέσει στο επίπεδο των υποκειμενικών γλωσσών της βαβέλ. Η Οδύσσεια, είναι το αρχέτυπο ταξίδι του Ποιητή.
Ωστόσο, αφού μιλάμε για μεταμορφώσεις, με οδηγό και πάλι τον Όμηρο, φτάνουμε στον Πρωτέα, στο γέροντα θαλάσσιο θεό, που ήταν γνώστης των παρελθόντων, των παρόντων και των μελλόντων πραγμάτων. Ο Πρωτέας λοιπόν, ο ίδιος ο ποιητής δηλαδή, όταν κάποιος άνθρωπος τον πλησίαζε για να τον ρωτήσει, μεταμορφωνόταν σε διάφορα φοβερά όντα, για να τρομάξει τον επισκέπτη. Αν ο επισκέπτης δεν τρόμαζε κι αντιλαμβανόταν ότι κάτω απ’ όλες αυτές τις μεταμορφώσεις υπάρχει πάντα ο πρωταρχικός, αρχέγονος ένας, σήμαινε πως ήταν ικανός να σηκώσει το βάρος της γνώσης. Τότε ο Πρωτέας, ξαναπαίρνοντας και πάλι τη μορφή του γέρου θεού, ήρεμα συνομιλούσε με τον επισκέπτη και του έδινε απαντήσεις στα ερωτήματά του.
—Η γνώση δεν είναι ευκόλως προσπελάσιμη. Πρέπει να περάσεις κάποιες δοκιμασίες για να την κατακτήσεις. ..
—Και βέβαια. Μόνο που οι δοκιμασίες αυτές δεν είναι ένα είδος τιμωρίας, αλλά ένα είδος μέτρησης των ικανοτήτων σου αφ’ ενός και αφ’ ετέρου ένα είδος προ-παίδειας για να ωριμάσεις και να γίνεις πλήρως ικανός, ώστε ν’ αποχτήσεις την ίδια τη γνώση (που είναι το θεϊκό επίπεδο) κι όχι τα υποκατάστατα της γνώσης (που είναι το διαβολικό επίπεδο). Δες το αυτό ξεκάθαρα στις θρησκείες. Ξεκίνησαν από ισόθεους ποιητές και κατάντησαν να γίνουν ό, τι πιο διαβολικό πέρασε από τον κόσμο.
Εγώ λοιπόν, για να βαδίσω στους δρόμους της ποίησης, χρειάστηκε να γίνω πολύτροπος και πρωτεϊκός. Να το πω σωστότερα: Όντας πολύτροπος και πρωτεϊκός, δεν ήταν δυνατόν παρά να βαδίσω στους δρόμους της ποίησης.
—Στο έργο σου, Γιάννη, βρίσκω πως συναντώνται το ιερό με το ιερόσυλο, είναι αυτό αλήθεια;
-Έτσι είναι, αλλά να σου το πω καλύτερα μέσ’ από ένα περιστατικό: Παρακολουθούσα ένα θεατρικό έργο του Λόρκα στη Θεσσαλονίκη. Στο διάλειμμα κάποιος θεατής που καθόταν στα μπροστινά καθίσματα, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς εμένα, με ανοιχτό το πρόγραμμα της παράστασης. Μου το δίνει και μου λέει, δείχνοντας μου μια φράση του προγράμματος:
«Κύριε Υφαντή, νομίζω πως σας εκφράζει απόλυτα αυτή η φράση του Λόρκα. Έχω διαβάσει όλα τα βιβλία σας. Πες τε μου είναι αλήθεια ή κάνω λάθος;»
Διαβάζω τη φράση του Λόρκα:
Πρέπει να είσαι θρήσκος και ιερόσυλος. Να συγκεντρώνεις τον μυστικισμό μιας αυστηρής γοτθικής εκκλησίας με το θαύμα της παγανιστικής Ελλάδας. Να τα βλέπεις όλα' να τα νοιώθεις όλα.
Με μεγάλη μου ικανοποίηση -δεν είχα διαβάσει ως τότε τη φράση αυτή του Λόρκα- γυρίζω στον άνθρωπο και του λέω:
«Μα είμαι αυτό ακριβώς. Μου κάνετε τώρα εσείς μέσω του Λόρκα την πιο καλή, την πιο σωστή κριτική που μου έχει γίνει».
Ο άνθρωπος, πριν φύγει πάλι για τη θέση του, φανερά χαρούμενος, ενθουσιασμένος μπορώ να πω, μου είπε:
«Είδατε που σας ξέρω; Είδατε που είχα δίκιο;»
—Αποδέχεσαι βεβαίως πως είσαι αθυρόστομος...
—Και βέβαια. Μα ας δούμε τι σημαίνει αθυρόστομος. Όντας Έλληνας, δηλαδή, ένας μη ευνουχισμένος, ένας ελεύθερα σκεπτόμενος άνθρωπος, πώς είναι δυνατόν να μην χρησιμοποιώ τη σωστή λέξη στη σωστή στιγμή; Πώς είναι δυνατόν να μην λέω τα πράγματα με το ακριβές όνομα τους;
—Είμαστε απόγονοι του Αριστοφάνη...
—Του Μεγάλου Αριστοφάνη, του Μεγάλου Διογένη, του Μεγάλου Καραϊσκάκη. Διαβάζω τώρα τις «βωμολοχικές σάτιρες ιερέων» του Ζακύνθιου ιερέα Νικολού Κουτούζη, που έζησε στα τέλη του 18ου αιώνα. Έξοχος, μ’ έναν τέλειο ρυθμό. Χρησιμοποιεί τις λέξεις τόσο ελεύθερα όσο κι εγώ. Τα ποιήματά του έμεναν ανέκδοτα μέχρι το 1996. Δεν αποκλείεται, το ότι αποτολμήθηκε η έκδοση τους από τις εκδόσεις «Περίπλους», να οφείλεται ως ένα βαθμό και σ’ αυτή τη δική μου αθυροστομία, η οποία σόκαρε πολλούς όταν παρουσιάστηκε σ’ όλο της το μεγαλείο (στα «Ποιήματα κεντήματα..» και στο «Ναό του Κόσμου») πριν λίγα χρόνια. Μια αθυροστομία βεβαίως που την έχω από μικρό παιδί. Μόνο που σιχαίνομαι την άσκοπη βωμολοχία, την κατάχρηση. Η ίδια η φλυαρία άλλωστε, είτε περιέχει βωμολοχίες είτε όχι, μ’ ενοχλεί. Τι είναι αθυροστομία; Ορίζεται ως τέτοια με ηθικά κριτήρια ή με αισθητικά; Εγώ είμαι αισθητής, μα ουδόλως ηθικιστής. Η αθυροστομία που δεν σέβεται την αισθητική, αυτή, αυτή είναι καταστροφή. Το να κάνεις δήθεν ποίηση αντίς να σωπαίνεις, αυτό είναι αθυροστομία που δεν σέβεται την αισθητική. Δεν σέβομαι την αισθητική σημαίνει δεν σέβομαι τους φυσικούς νόμους. Δεν σέβομαι την ηθική σημαίνει δεν σέβομαι τους τοπικούς, περιστασιακούς, κοινωνικούς νόμους, τους κατασκευασμένους νόμους των εξουσιών, του Πενθέα λόγου χάριν, που τιμωρείται στις «Βάκχες», επειδή πρεριφρόνησε τους φυσικούς νόμους τους οποίους εκπροσωπεί ο θεός Διόνυσος. Ένας εξαίρετος πίνακας έχει αισθητική. Που σημαίνει έχει δικαιοσύνη σχημάτων και χρωμάτων. Ένας ναός δεν στέκεται όρθιος εξ αιτίας των ηθικών νόμων, αλλά εξ αιτίας των αισθητικών νόμων, που είναι κατά βάθος νόμοι φυσικοί. Εξάλλου, οι λέξεις που χρησιμοποιώ, δεν έλειψαν ποτέ από τον λαό, από τα παραμύθια του, από τα τραγούδια του, από τις γιορτές του. Δεν έλειψαν ποτέ από τους ήρωές μας. Ο λαός δεν λέει «πέος», ο λαός δεν λέει «αιδοίον». Έχει γι’ αυτά μας τα ερωτικά όργανα, διάφορες ονομασίες. Και τις χρησιμοποιεί στον κατάλληλο τόπο και χρόνο. Όταν οι λαϊκοί άνθρωποι θα χρησιμοποιήσουν τη λέξη «πέος» ή τη λέξη «αιδοίον», θα τη χρησιμοποιήσουν ειρωνικά. Ο λαός καγχάζει όταν ακούει αυτές τις λέξεις. Όμως, από την άλλη, ξέρει να τις σέβεται όταν τις προφέρει ο επιστήμων.
—Γιάννη, θέλω να σου μιλήσω εδώ και ώρα για τον αγαπημένο σου Ηράκλειτο. Μου μίλησες για τον Όμηρο, όμως είναι αλήθεια ότι κυρίως έχεις επηρεαστεί από τον Εφέσιο φιλόσοφο;
—Δεν ξέρω αν υπάρχει επηρεασμός ή συγγένεια (ένα Κινεζάκι βρίσκει το βυζί της μάννας του, μόνο του, χωρίς να έχει δει πρώτα το Ελληνάκι να κάνει το ίδιο). Εκείνο που ξέρω είναι πως στους Προσωκρατικούς και κυρίως στον Ηράκλειτο, ξαναβρίσκω με χαρά, τη φυσική σκέψη, τον ελεύθερα σκεπτόμενο άνθρωπο.
—Και η Ελληνική Μυθολογία; Κάποτε είπες πως αυτή είναι η δική μας Αγία Γραφή.
—Και το ξαναλέω. Εξάλλου, μόνο αν γνωρίζουμε τη δική μας Αγία Γραφή, δηλαδή τα κείμενα των πάνσοφων Μυθογράφων μας, μπορούμε να προσεγγίζουμε σωστά, χωρίς συμπλέγματα ανωτερότητας ή κατωτερότητας, τις άγιες γραφές άλλων λαών.
—Και βέβαια συγκέντρωσες σ’ ένα βιβλίο όλους τους μυστικούς της Ανατολής. Τι ήταν αυτό που σε τράβηξε στους μυστικούς της Ανατολής;
—Μου τους σύστησε ο Καζαντζάκης. Συχνά στα κείμενα του ο Καζαντζάκης αναφέρει: «Όπως λέει ένας αγαπημένος μου μυστικός της Ανατολής». Κι αυτό που λέει ο αγαπημένος στον Καζαντζάκη μυστικός της Ανατολής, είναι απλό, πανέμορφο, λυτρωτικό. Έτσι, όπου βρίσκω μυστικούς, στ’ αγγλικά κυρίως, τους μεταφέρω στη γλώσσα μας, για να τους χαίρομαι εγώ, για να τους χαίρονται οι φίλοι μου. Κάποτε τα κείμενα γίνονται πολλά, θέλουν να γίνουν βιβλίο. Εγώ τα κάνω βιβλίο. Ανήκουν σε διάφορες χώρες και σε διάφορες θρησκείες· όμως έχουν ξεπεράσει τις χώρες και τις θρησκείες αυτές και μιλούν ελεύθερα, προφέροντας τον Κοσμικό Λόγο, όπως ο δικός μας Ηράκλειτος ο Εφέσιος, όπως ο δικός μας Ζήνων ο Ελεάτης. Και βέβαια λέγονται μυστικοί, όχι επειδή κρύβουν κάτι, αλλά επειδή η εμπειρία δεν μεταβιβάζεται. Χιλιάδες τόμοι δεν μπορούν να περιγράψουν το άρωμα ενός τριαντάφυλλου, αρκεί όμως να σκύψεις πάνω σ’ ένα τριαντάφυλλο, για να έχεις το άρωμα του τριαντάφυλλου. Να σκύψεις πάνω σ’ ένα αληθινό τριαντάφυλλο, γιατί τα τελευταία χρόνια, γέμισε η χώρα από κάτι «ξενόφερτα» πολύ ανθεκτικά τριαντάφυλλα, τα οποία όμως δεν μοσχοβολούν.
—Γιάννη τα παραπάνω μου θύμισαν κάτι άλλο. Βρίσκεσαι στο Αγρίνιο αυτό τον καιρό, ενώ δεν είναι καλοκαίρι, Χριστούγεννα ή Λαμπρή. Πώς αυτό;
—Έπρεπε να φκιάξω στο σπίτι που μου άφησε ο πατέρας μου, ένα λουτρό, μια κουζίνα, κι επίσης να περιφράξω ό, τι μου άφησε από γη. Σαν τα ζώα, και κυρίως τα άγρια ζώα, καθορίζω τον ζωτικό μου χώρο και τον τακτοποιώ.
—Χάρηκες αυτή τη δουλειά; Γιατί κάποτε διάβασα κάπου να λες ότι ο συνδυασμός χειρωνακτικής και συγγραφικής εργασίας για σένα είναι το άριστο.
—Και βέβαια χάρηκα αυτή τη δουλειά. Μ’ όλο που ήμουν αναγκασμένος ώρες ώρες να συνεργάζομαι με ανθρώπους βάναυσους, χωρίς ίχνος ποίησης. Είχα ακούσει τη φράση «να φάω συκώτι από μάστορα» και μου φαινόταν ακατανόητη, κανιβαλίστικη, υπερβολική. Και το ’φερε η Μοίρα να το κατανοήσω πλήρως. Καλόπιασμα μέχρι να κλειστεί η δουλειά, μέχρι να πάρουν όσα χρήματα χρειάζεται να πάρουν. Κ’ ύστερα να τους κυνηγάς. «Έρχονται σαν αγίοι και φεύγουν σαν διαβόλοι», μου είπε ένας ξάδερφος μου. Κ’ είναι ακριβώς έτσι.
Όμως υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Υπήρχε ο Βαγγέλης, μάστορας κι αυτός, αλλά βγαλμένος από το ελληνικό μέγας και μέγιστος που ’γινε μάγος, μάγιστρος, μαέστρος και μαΐστορας. Υπήρχαν οι τριανταφυλλιές που περιέργως άνθισαν φθινοπωριάτικα εφέτος. Και σκύβοντας σε κάποιο από τα τριαντάφυλλά τους, μούγκριζα από ευφροσύνη, σα δαμάλι που το σφάζουν ή που βρίσκεται σε οργασμό. Και το υπαίθριο λουτρό, το βράδυ, ύστερ’ απ’ τη δουλειά, με το λάστιχο, κάτω απ’ τα’ άστρα. Και τη νύχτα να νομίζω κάποτε πως ακούω τις ανάσες από τ’ άλλα δωμάτια, των κοιμισμένων άλλοτε εκεί και τώρα ξενιτεμένων ή μέσα στη γη. Κι ο γάτος μου ο Νιάου. Που λείπω τρεις μήνες κι αυτός εκεί και περιμένει. Η πείνα τον έκανε άριστο κυνηγό· όμως εκείνο που του στοιχίζει είναι η άγρια πείνα του για ανθρώπινη φιλία. Κι ο Άλλος εκεί. Ένα σκυλί παρατημένο που κατάντησε κλεφτοκοττάς και κακοποιός. Γίναμε φίλοι. Και δεν τον χωρούσε ο τόπος από αυτή τη χαρά. Κι εγώ να ξέρω πως αυτή η χαρά θα τελειώσει. Ρώτησα για εταιρείες προστασίας ζώων. Τίποτε. Πρότεινα να τον πάρουν. Τίποτε. «Τρώει κόττες», μου έλεγαν. «Εσείς δεν τρώτε κόττες;» τους έλεγα. Αυτοί που πεινούν, πρέπει να κρίνονται με επιείκεια. Να ερχόμαστε στη θέση του ξένου, του σκύλου, του πεινασμένου. Να ερχόμαστε στη θέση του. Μα είμαστε ήδη αυτός ο Άλλος, αλλά η αλήθεια αυτή μας διαφεύγει ή μας βολεύει να μας διαφεύγει.
Και βέβαια η ομορφιά του Ωρίωνα προς τα μεσάνυχτα, που ακολουθείται από τον αστερισμό του Κυνός. Κάποιοι μπερδεύουν την Αφροδίτη με τον Σείριο...
—Γιάννη, φρονείς ότι ο ποιητής δύναται να ανακαλύψει ομορφιά και αλήθεια σε έναν κόσμο δύσμορφο, πολύμορφο, αν όχι άμορφο, κάποτε κυριαρχούμενο από το επίπλαστο, το δήθεν και το φεύδος;
—Όλα που ανάφερες, Νίκο, είναι του ανθρώπου. Ο κόσμος όμως δεν είναι μόνο των ανθρώπων. Αν δεις την αναστάσιμη ομορφιά των κυκλάμινων στις δυτικές, σκοτεινές πλαγιές των λόφων αυτό τον καιρό... Αν δεις τι έχω συγκεντρώσει φωτογραφίζοντας νυχτοπεταλούδες. Τις φωτογραφίζω, γιατί αν τις αντέγραφα απλώς, κανένας δεν θα πίστευε πως υπάρχει στα όντα πάνω γραμμένη τόση ομορφιά. Και να ’βλεπες απόψε που, ύστερα από τόσες μέρες μόχθου, βαναυσότητας κι ακαταστασίας, τέλειωσαν όλες οι εργασίες. Μάζεψα όλα τα σκουπίδια που ήσαν γύρω από το σπίτι. Μάζεψα τις άδειες τσιμεντοσακκούλες, χαρτοκούτια, βάτα, ξερόκλαδα, σάπια σανίδια, και τα έκανα σωρό. Ξεχώρισα βεβαίως τα πλαστικά· τα έβαλα σε ειδικό σάκκο και τα έδωσα στον αδερφό μου να τα φέρει στο Αγρίνιο και να τα ρίξει σε κάδους. Κι αφού τα μάζεψα όλα σωρό, πήγα και λούστηκα, κι έκαμα λουτρό, μέσα στο σούρουπο. Εξαγνίστηκα με το νερό. Κ’ ύστερα παρακάλεσα τη φωτιά να εξαγνίσει το άλλο μου σώμα, τον περιβάλλοντα χώρο. Και βλέπω εκεί ανάμεσα στα άλλα δέντρα, ανάμεσα στ’ ακίνητα μαύρα κυπαρίσσια, βλέπω να υψώνεται, κυματίζοντας, τ’ ολόχρυσο κυπαρίσσι της φωτιάς. Ήταν πανέμορφο. Και να παίζει ο σκύλος εκεί συμμετέχοντας σ’ αυτό. Κι ο γάτος εκεί, παίρνοντας χίλιες θεϊκές στάσεις.
—Άρα υπάρχουν πολλοί κόσμοι κι ομορφιές πολλές. Δεν υπάρχει μόνο η ανθρώπινη ομορφιά κι αλήθεια...
—Μα ναι... Μα ναι...
—Είναι και η αλήθεια της Φύσης, η ομορφιά της Φύσης. Φρονείς ότι ένας τρόπος για να πλησιάσεις αυτή την ομορφιά είναι η ποίηση;
—Ναι. Καθένα απ’ αυτά φέρνει το άλλο. Η ποίηση, αποκαλύπτοντας την ομορφιά της Φύσης, σε φέρνει σ’ ερωτική σχέση με τη Φύση. Κι από αυτή σου την ερωτική σχέση με τη Φύση, γεννιέται ποίηση.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ».
(Μια συνομιλία με τον Βασίλη Καλαμαρά στις 26 Σεπτεμβρίου 2002)
—Εγκαταλείψατε τη Θεσσαλονίκη, όπου ζούσατε πάνω από τριάντα χρόνια, και επιστρέψατε στην Ραΐνα της Αιτωλίας. Γιατί;
—Εγκατέλειψα αλήθεια τη Θεσσαλονίκη; Μα πότε έγινε αυτό; Η τηλεόραση ποτέ δεν ανάφερε κάτι τέτοιο. Κι αφού δεν το ανάφερε η τηλεόραση, δεν μπορεί να έχει συμβεί.
Όχι, δεν έφυγα απ’ τη Θεσσαλονίκη. Απλώς νοστάλγησα τις κοιλάδες της Αιτωλίας, τις ακαρνανικές ακτές και τους τόπους του Οδυσσέα. Είναι δυνατόν να έχω φύγει από τη Θεσσαλονίκη; Αλλά αν πράγματι το έκανα, αυτό θα οφείλεται στους ίδιους λόγους που έκαναν τον Ηράκλειτο να καταφύγει στα βουνά, τον Τσουάγκ Τσου να καταφύγει σε μιαν αγροικία, τον Σωκράτη να καταφύγει στην εύφορη Φθία.
—Η ελληνική επαρχία του νέου αιώνα κρατάει ακόμα το άρωμα της δεκαετίας του ’50, όταν ήσασταν παιδί;
—Θα πρέπει να πάψουμε να μιλάμε πια για «επαρχία», θα πρέπει να μιλάμε για τα κάπως απόμακρα και συνάμα τα πιο καλά προάστια της Πρωτευόντως Επαρχίας που λέγεται Αθήνα. Βέβαια και στα προάστια αυτά το «σιδηρούν γένος» έχει κάνει τις κατάστροφές του. Αλλά παραμένουν γωνιές, που δεν τις «αξιοποίησε» ο άνθρωπος (αυτή η αρρώστια του πλανήτη) κι όπου ακόμα μπορεί ο ποιητής να ζήσει την αγριότητα του, και να χαρεί το φύτρωμα ενός κρόκου ή την ανατολή του φεγγαριού.
—Η οικογένεια σας πώς δέχτηκε να μείνετε ανεπάγγελτος, ζώντας ως ποιητής;
-Πώς να αντιδράσουν για την ποιητική μου κατεύθυνση και για το ανεπάγγελτο, όταν ο ίδιος ο πατέρας μου είναι ένας ραψωδός, ένας θαυμάσιος αφηγητής, και η μάννα μου με τα υφαντά της και τα τραγούδια της μ’ έχει μαγέψει;
Πώς ν’ αντιδράσουν όταν ξέρουν ότι κάθε τυχόν παρέμβασή τους θα είναι μάταιη; Από μικρό παιδί τους είχα δείξει πως δεν υπακούω παρά μόνο στη φωνή του μέσα μου δαίμονα. Συνάμα δε, υπήρχε και οικογενειακό προηγούμενο: Ένας θείος της μάνας μου, ο πιο περιφρονημένος συγγενής, που τον φώναζαν Ταμπουρλογιάννη. Πιστεύω ότι του μοιάζω κάπως. Αν και μόνο ακουστά έχω γι’ αυτόν. Που δεν ήθελε να κάμει οικογένεια, γιατί έλεγε, είναι έγκλημα να φέρνει κανείς κι άλλους ανθρώπους σ’ αυτό τον φοβερό κόσμο. Που δεν είχε μόνιμη κατοικία. Που εργαζόταν εδώ κι εκεί και κοιμόταν όπου εύρισκε. Μα ήταν φημισμένος κι εξαίρετος χορευτής. Τον έλεγαν Ταμπουρλογιάννη από την αγάπη που είχε στα όργανα, στα «ταμπούρλα», στο χορό.
Αδυνατούσε να βαδίσει των ανθρώπων την οδό
κι έγιν’ εν τέλει ένας χορευτής μπρος στο θεό.
Όταν θυμάμαι αυτούς τους στίχους του Έλιοτ, δεν γίνεται να μην τους συνδέσω μ’ αυτόν τον παππού και την δική μου παράξενη μοίρα.
—Η πρώτη σας ποιητική συλλογή «Μανθρασπέντα» εκδόθηκε κατόπιν συστάσεως του Μάνου Χατζηδάκι στα «Τραμάκια» του Γιώργου Κάτου και του Καλοκύρη. Έγινε δεκτή με θετικά σχόλια από τον Ελύτη, τον Γκάτσο και τον Ρίτσο. Σας κόστισε αυτή η πρόωρη αναγνώριση;
—Ένοιωσα τον κίνδυνο να μπει φως στο γόνιμο σκοτάδι όπου βρισκόταν ο σπόρος μου. Όσο μπορούσα κρυβόμουνα. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος χρειάστηκε να έρθει ψάχνοντας στο σπίτι μου να με βρει. Ο Χατζηδάκις που είχε μελοποιήσει τα ποιήματα «Ζωγραφιές στην Άνω Πόλη», επανειλημμένως μου είπε να περάσω από το σπίτι του να μου τα παίξει στο πιάνο, να συνεχίσουμε και να κάνουμε ένα δίσκο με τον τίτλο «Εις μνήμην Διονυσίου Σολωμού». Κι εγώ συνεχώς (και βλακωδώς βέβαια) όλο το ανέβαλα.
Το «Μανθρασπέντα» (πράγμα που συνέβη και με όλα τ’ άλλα μου βιβλία) δεν έγινε δεκτό απλώς «με θετικά σχόλια». Ενθουσίασε. Θυμούμαι την πρώτη φορά που αντάμωσα με τον Ρίτσο. Μου λέει: «Γιάννη μου, το βιβλίο σου μ’ ενθουσίασε τόσο πολύ, που άρχισα να παίρνω στο τηλέφωνο όλους τους φίλους και να τους λέω "επιτέλους εγεννήθη νέος ποιητής", και για να μοιραστώ μαζί τους τη χαρά μου τους διάβαζα ποιήματα σου».
Και βέβαια ο ενθουσιασμός αυτός, και οι κριτικές που ήσαν σχεδόν όλες από επαινετικές έως υμνητικές, όπως ήταν φυσικό προκάλεσαν φθόνο και συνειδητή, συστηματική αποσιώπηση, συνδυασμένη με καταλήστευση του έργου μου, αλλά και με την απόδοση σε μένα λόγων και πράξεων που δεν είχαν καμμιά σχέση με μένα.
Έφτασαν στο σημείο, ερήμην μου, να βάλουν τ’ όνομα μου κάτω από ένα δημοσίευμα εντελώς άγνωστο σε μένα. Όλα αυτά βεβαίως με τη σειρά τους έφεραν αντιδράσεις: Ο Χριστιανόπουλος, ο Πετρόπουλος, ο Κούρτοβικ, ο Σουρούνης ή ο Ραπτόπουλος λ.χ., εξέφρασαν έντονα και ποικιλοτρόπως τη διαμαρτυρία τους για τον πόλεμο αυτόν που μου γίνεται. Και που τον είχε προβλέψει ο Ρίτσος: «Είσαι αληθινός ποιητής και γι’ αυτό, να το ξέρεις, θα σε πολεμήσουν πολύ», μου είπε κάποτε.
—Πιστεύετε ότι ανήκετε στους ποιητές που ως άλλοι μύστες ιερουργούν φέρνοντας στο φως τα άδυτα των αδύτων;
—Τα μυστήρια είναι τα γραπτά των ποιητών πριν ακόμα εφευρεθεί η γραφή. Οι μόνοι λοιπόν αληθινοί μύστες ήσαν οι ποιητές. Κάποιοι με κατατάσσουν στους μύστες ποιητές. Δεν ξέρω. Εκείνο που εγώ με σιγουριά ξέρω είναι πως, είμαι τόσο σημαντικός, όσο ο καθένας και το κάθε τι, και συνάμα, τόσο ασήμαντος, όσο ο καθένας και το κάθε τι.
— Τα ποιήματα σας αντλούν τη θεματογραφία τους από τα στοιχεία της Φύσης: Ο ήλιος, το νερό, το πράσινο της υπαίθρου είναι τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα της ποιήσεώς σας.
—Όλο αυτό που λέτε (μ’ εξαίρεση το πράσινο της υπαίθρου που μας πάει στον χαζοχαρούμενο ρομαντισμό), κάποιος (νομίζω ο Κούρτοβικ) το απέδωσε με πολύ ακρίβεια, λέγοντας ότι: «Την ποίηση του Υφαντή την διατρέχει ένας φυσιοκρατικός μυστικισμός». Όμως μην λησμονάτε ότι ένα από τα κυρίαρχα στοιχεία της ποιήσεώς μου είναι ότι εμπεριέχει τη μυθολογία της μηχανής, της τεχνολογίας και της επιστήμης. Σόμπα, τηλεόραση, τρένο, μοτοσυκλέτα, αυτοκίνητο, ραντάρ, τηλέφωνο, ποδήλατο, φωτογραφική μηχανή, κινηματογράφος, κομπιούτερ, γκαζάκι, γραφομηχανή, ηλεκτρισμός, χάπια, βιολογία, γεωμετρία, μαθηματικά, χημεία, αστροφυσική, συμμετέχουν στην ποιητική μου μυθολογία σε πολύ μεγάλο βαθμό. Μα πάνω απ’ όλα, όπως παρατηρεί ο φίλος μου Διονύσης Καρατζάς και άλλοι, όπως η Βουλγάρα κριτικός Τσβετάνκα Ελένκοβα, το κυρίαρχο στοιχείο στα ποιήματα μου είναι ο καθρέφτης.
—Παρατηρώ ότι είστε, συγκριτικός στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζετε τις θρησκείες του κόσμου. Ακολουθείτε το κλωνάρι εκείνο που κρατάει από τη μυστική θεολογία και τη μυστική όραση της πραγματικότητας.
—Ένας αρχαίος σαν κι εμένα δεν γίνεται να κλειστεί σε κάποια θρησκεία, κάποιο κόμμα, κάποια εταιρεία μυστική ή φανερή, κάποια οργάνωση, ούτε καν σ’ εταιρείες λογοτεχνικές. Αφότου αναγεννήθηκα από το ακάνθινο στεφάνι μου, από την ακάνθινη μήτρα του Ήλιου, όπως η Αθηνά από το κεφάλι του Δία, κι έγινα «η Νύχτα, / μ’ όλα της τ’ άστρα, ολάνθιστη σιωπή», πώς θα μπορούσα να χωρέσω στα ανθρώπινα συστήματα και μαντριά; Μπορείς να κλείσεις στο κλουβί την αστραπή;
—Ένα κομμάτι ωστόσο της ιδιοσυγκρασίας σας είναι σατιρικό, ανατρεπτικό, χλευαστικό. Καταφέρεσθε εναντίον της λογοτεχνικής πιάτσας και των λογοτεχνικών περιοδικών. Έχετε γράφει «Στα περιοδικά τους δεν με βάζουν πια», ή «Άλλοι φοβούνται τα γραφτά μου / άλλοι τον πούτσο μου· / ο κύριος Κλίκας τα φοβάται και τα δυο».
—Έχω εκδώσει εννιά βιβλία. Ένα, το πιο μικρό από αυτά, σατιρίζει, σαρκάζει, καταγγέλλει. Το βιβλίο αυτό αγαπήθηκε πολύ και μισήθηκε πολύ. Φέρνει σε δύσκολη θέση τους φθονερούς, τους δήθεν, τους ψεύτικους· συνάμα όμως φέρνει ευφορία, υγεία, ευφροσύνη κι εκρηκτικό γέλιο στους γενναίους και στους αληθινούς. Είναι ο καθρέφτης που κρατά η αθωότητα μπροστά στο τέρας σαν το μόνο όπλο να το αντιμετωπίσει.
Μα πώς αλλιώς να γίνει; Μεταφέρω πάνω στο καραβάνι των ποιημάτων μου την Ομορφιά, μέσ’ από την έρημο. Μου επιτίθενται ληστές. Τι θα κάνω; Θα μείνω με σταυρωμένα τα χέρια; Ο Ηράκλειτος κι ο Χριστός τι έκαναν; Ο Αριστοφάνης, ο Διογένης, ο Καραϊσκάκης, τι έκαναν;
—Στο τελευταίο σας βιβλίο, «Αρχέτυπα», δείχνετε κι άλλη μια πλευρά σας, αυτή του καλλιτέχνη που αναγνωρίζει μορφές τέχνης εντός της ίδιας της φύσεως. Είναι συνθέσεις στο περιθώριο της ποιήσεώς σας κάτι σαν ανάπαυλα;
—Από το πρώτο κιόλας βιβλίο μου, παίζοντας πάντα, κι οδηγούμενος από το πολύτροπον της φύσεως μου, ανάμεσα στα άλλα μου ποιήματα, είχα και ποιήματα από αυτά που ονομάζονται «οπτικά». Ακόμα και τα γράμματα της αλφαβήτας αντιμετωπίστηκαν (από το 1970 ακόμα) ως γεωμετρικά σχήματα, ως μορφές, ως ποιητικές οντότητες. Τα αρχικά του ονόματος μου λ.χ., το Γ και το Υ, γίνονται όντως το ΥστερόΓραφό μου, αφού το Υ γίνεται φούρκα όπου κρεμώ «το σακκάκι μου» και το Γ κρεμάλα όπου κρεμώ «το κορμάκι μου». Η τελεία, που σε κανένα σχολείο του κόσμου δεν διδάσκεται, γίνεται ολόκληρη πραγματεία, αρχή και τέλος των πάντων. Πράγματα ευτελή κι ασήμαντα, μόλις τ’ αγγίξει η αίσθηση της αλληλουχίας των πάντων (την οποία ο ποιητής έχει στον ύψιστο βαθμό ανεπτυγμένη), μεταμορφώνονται σε μυθικά όντα κι αιώνια σύμβολα.
Η παπαρούνα γίνεται αρχαίος βασιλιάς, αλλά και κόκκινο σεντόνι που πάνω του έχει κεντημένα τα σύμβολα-όργανα του Έρωτα και του Θανάτου. Τα έντομα αποκαλύπτουν τα σήματα, τους μυστικούς χάρτες, τις μάσκες και τα αρχέγονα πρόσωπα που κουβαλούν πάνω τους. Πάνω στο πλευρό ενός ψαριού ανακαλύπτω το «Αρχέτυπο θυσίας Ηλιακού Λόγου», τη μαγική περγαμηνή όπου ο λόγος-ήλιος γίνεται λόγια-φως. Η σπείρα ξαναβρίσκει την αρχή της και γίνεται η αενάως αυτοτρεφόμενη ενέργεια, ήτοι η Διαρκής Αστραπή.
Το βιβλίο «Αρχέτυπα», εν τέλει, δεν είναι μια ανάπαυλα, αλλά ένα παιχνίδι σοβαρό· είναι μια μετάβαση από την όραση στην Ενόραση κι ακόμα, μια εισαγωγή στο Βιβλίο του Κόσμου.
ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΥΦΑΝΤΗ ΣΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΦΑΛΚΩΝΗ
(ΤΑ ΝΕΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΔΑΣ, Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2009)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΑΛΚΩΝΗΣ: Η γραφή πλέον υλοποιήθηκε σε φωνή που ταξιδεύει, την φωνή του ίδιου του ποιητή. Κρατώ στα χέρια μου έναν δίσκο (cd) από τη ΛΥΡΑ, «ο Γιάννης ΥΦΑΝΤΗΣ διαβάζει ΥΦΑΝΤΗ», που μόλις εκδόθηκε. Τι σημαίνει για σένα μια τέτοια εξέλιξη;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ: Πρώτον: Ότι έρχεται μια δοκιμασμένη για την ποιότητά της εταιρεία και με ξεχωρίζει από τις τρεις χιλιάδες, τις δέκα χιλιάδες που «γράφουν ποίηση» σήμερα στην Ελλάδα, και μ’ εντάσσει στους 30, 40 αληθινούς ποιητές που έβγαλε ο τόπος μας τον τελευταίο ενάμισον αιώνα.
Δεύτερον: Ότι έρχεται μια μη κρατική εταιρεία και κάνει με τους ποιητές, αυτό που έπρεπε να είχαν ήδη κάνει τα βαρέως μισθοδοτούμενα από τον φορολογούμενο πολίτη, ιδρύματα, υπηρεσίες, οργανισμοί, όπως: Υπουργείο Πολιτισμού, Υπουργείο Παιδείας, Ακαδημία, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, Νομαρχίες, Δήμοι…
Τρίτον: Ότι μπορεί ο καθένας που βρίσκεται στο σπίτι του ή οδηγεί το αυτοκίνητό του, να βάλει το cd και ν’ ακούσει ποίηση.
Ότι μπορεί ο δάσκαλος ή ο καθηγητής να βάλει στο σχολείο το cd και ν’ ακούν οι μαθητές τον ίδιο τον ποιητή.
Το να υπάρχουν τα ποιήματά μου όπως εγώ τ’ απαγγέλω είναι πράγμα πολύ σημαντικό. Καθηγητές, δάσκαλοι του θεάτρου, απαγγέλουν λαθεμένα την ποίηση και μαθαίνουν λαθεμένη απαγγελία στους μαθητές τους. Να φανταστείς, δεν σταματούν εκεί που τελειώνει ο στίχος, αλλά ψάχνουν για κόμματα και τελείες, καταστρέφοντας έτσι τον ρυθμό, καταργώντας την επιθυμία του ποιητή να αναπνεύσει ο αναγνώστης εκεί που τελειώνει ο στίχος, καταστρέφοντας τον ρόλο της ομοιοκαταληξίας. Στην ποίηση πρώτα έρχεται η μουσική κι έπεται το νόημα. Γι’ αυτό μιλάμε για «έπεα πτερόεντα». Γι’ αυτό και υπάρχει το «ποιητική αδεία». Το οποίο διόλου δεν σημαίνει επιείκεια προς τον ποιητή (μόνο ο ποιητής δεν δικαιούται επιείκεια), αλλά ότι στην ποίηση το πνεύμα της μουσικής είναι ανώτερο από εκείνο της γραμματικής. Και μην ξεχνούμε ότι ακόμα και στον πεζό γραπτό λόγο ή στον προφορικό, ο διαχρονικότερος κανόνας της ελληνικής γλώσσας είναι το «χάριν ευφωνίας».
Ναι, είναι ωραίο στα τμήματα της ελληνικής φιλολογίας των ξένων πανεπιστημίων ν’ ακούνε ελληνική ποίηση οι ξένοι φοιτητές από τον ίδιο τον Έλληνα ποιητή. Είναι τόσο χρήσιμο κι απολαυστικό τα Eλληνόπουλα ν’ ακούν τον ίδιο τον ποιητή και ν’ ανακαλύπτουν, όχι μόνο τη διαφορά της ποίησης από το πεζό αλλά και τη διαφορά της ποίησης από τον στίχο.
Θυμούμαι που όταν με πρωτάκουσε η Εύα Κοταμανίδου σ’ ένα φεστιβάλ με πλησίασε και μου είπε: Γιάννη μού επιβεβαίωσες σήμερα την υποψία που είχα από παλιά ότι οι καταλληλότεροι για ν’ απαγγέλουν ποιήματά είναι οι ποιητές.
ΕΡ. Έχουμε λοιπόν ένα cd διάρκειας 73 λεπτών, με απαγγελίες από τον ίδιο τον ποιητή, όπως ακριβώς έγινε παλαιότερα ως ένα σημείο με τον Σικελιανό, και ύστερα πολύ πιο μεθοδικά με τον Βάρναλη, τον Ρίτσο, τον Σεφέρη, τον Ελύτη…Συνοδευόμενο από κατάλογο των απαγγελόμενων ποιημάτων, εργογραφία, βιογραφία, κι ακόμη ένα σχόλιο για την πρωτοβουλία αυτή της ΛΥΡΑΣ.
Όμως, να πάμε τώρα στο βιβλίο σου «Οι μεταμορφώσεις του Μηδενός». Που κυκλοφόρησε τις τελευταίες μέρες από τις εκδόσεις ΑΧ, πλήρες πλέον, σ’ έναν τόμο. Με τις εφτά συλλογές του ολόκληρες και ταυτοχρόνως ανεξάρτητες. Κι όπου με το πρόσχημα των σημειώσεων στο τέλος κάθε συλλογής κάνεις και πάλι ποίηση. Κι όπου ο τίτλος κάθε συλλογής είναι πανέμορφος και βαρύς από νόημα. Όλοι οι τίτλοι μαζί, δεν θα ήταν υπερβολικό να πω ότι κάνουν ένα ποίημα. Συμφωνείς;
ΑΠ: Έτσι το βλέπω κι εγώ. Γι’ αυτό λέω πως πρέπει ν’ αναφέρουμε τους τίτλους των εφτά συλλογών: Μανθρασπέντα, Ο καθρέφτης του Πρωτέα, Ποιήματα κεντήματα στο δέρμα του διαβόλου, Ναός του Κόσμου, Έρως ανίκατε μάχαν, Μάσκες του τίποτε, Κάτω απ’ το εικόνισμα των άστρων.
ΕΡ: Δηλαδή στις μεταμορφώσεις του Μηδενός, περιλαμβάνεις το καθαρά ποιητικό έργο, γιατί έχουμε και τα έξοχα βιβλία σου «Αθανάτου Μνήμης Σημεία», «Το ιδεόγραμμα του φιδιού», κι ακόμη τα «Αρχέτυπα»…
ΑΠ: Κι ακόμη τις ανθολογίες μου με ξένη ποίηση απ’ όλες τις εποχές κι απ’ όλο τον κόσμο, τα βιβλία μου «Μυστικοί της Ανατολής» και «Ο κήπος της Ποίησης».
ΕΡ: «Οι μεταμορφώσεις του Μηδενός» λοιπόν. Ένας τίτλος τόσο ταιριαχτός, με την όλη σου κοσμοθεωρία, τη θρεμμένη από Ανατολή και Δύση, Βορρά και Νότο, αλλά κυρίως βγαλμένη από το «βιβλίο Κόσμος»… Όμως τούτη τη στιγμή θα ήθελα να μιλήσουμε για την «διαρκή αστραπή», το περίφημο αυτό εικαστικό σου που κοσμεί το εξώφυλλο. Που το κύριο χαρακτηριστικό του είναι μια σπείρα εντελώς πρωτότυπη, που κάνει ένα τεράστιο φιλοσοφικό μα και αστροφυσικό άλμα. Μια σπείρα που δεν μοιάζει με καμμιά σπείρα, από αυτές που άτομα και λαοί χρησιμοποίησαν εδώ και χιλιάδες χρόνια στον πλανήτη μας.
ΑΠ. Ναι, όλες οι σπείρες ξεκινούν και ανοίγονται χωρίς να «ξέρουν» πού να σταματήσουν. Σταματούν κάπου, αλλ’ αυτό το κάπου θα μπορούσε να είναι λίγο πριν ή λίγο μετά, πολύ πριν ή πολύ μετά… Σταματούν παραμένοντας ανοιχτές, σα μια πρόθεση που εγκαταλείπεται… Η δική μου σπείρα μετά από την γνωστή κίνηση τής κάθε προηγούμενης σπείρας, γυρίζει στην αρχή της, καταργώντας έτσι το τέλος και την αρχή, δίνοντας σχηματικά την αενάως αυτοτρεφόμενη κοσμική ενέργεια και πραγματοποιώντας φιλοσοφικά, εκείνο που για τους προσωκρατικούς είναι το ζητούμενο: Η δυστυχία του ανθρώπου (λένε οι Προσωκρατικοί) βρίσκεται ακριβώς στο ότι αδυνατεί να ενώσει το τέλος με την αρχή, να ταυτίσει την αιτία με το αποτέλεσμα, πράγμα που τον κάνει να χάνεται στους λαβυρίνθους, απ’ τους οποίους αδυνατώντας να βγει, αρχίζει να δογματοποιεί τα κατά συνθήκην ψεύδη του και να κατασκευάζει έτσι τον άνθρωπο τύραννο, τον άνθρωπο τέρας…
ΕΡ: Τι σε ανησυχεί περισσότερο στην εποχή μας.
ΑΠ: Με ανησυχεί που πραγματοποιούνται στις μέρες μας όσα προφήτεψε ο έξοχος Ησίοδος…
ΕΡ: Ο Ησίοδος, ο οποίος απουσιάζει από τους εκατό «Μεγάλους Έλληνες» του «Σκάι». Θα ήθελα κάποια στιγμή να μιλήσουμε για τη δουλειά αυτή του Σκάι, όπου συμμετείχες ως παρουσιαστής διαφόρων Μεγάλων Ελλήνων»…
ΑΠ: Εξέφρασα τις αντιρρήσεις μου (όταν βρέθηκα στο στούντιο του Σκάι) για την απουσία τούτη (κι όχι μόνο) μα δεν κατέγραψαν εντέλει τις αντιρρήσεις μου αυτές. Απουσιάζει ο έξοχος Ησίοδος, μαζί με την Σαπφώ (τη μεγαλύτερη ποιήτρια του κόσμου), μαζί με τον μεγάλο Διογένη (ο οποίος αποτελεί την άλλη ισάξια όψη του Μεγάλου Αλεξάνδρου), μαζί με την Κλεοπάτρα (τη διασημότερη γυναίκα του κόσμου), μαζί με την Υπατία και τον Αρχάγγελο Σικελιανό... Φανταστείτε, ο Ησίοδος και ο Σικελιανός έξω από τους εκατό «Μεγάλους Έλληνες»… Μόνο και μόνο για να μπουν στη θέση τους μερικοί βάρβαροι αξιωματούχοι…
Ναι, αυτό που με ανησυχεί υπάρχει καταγεγραμμένο στον Ησίοδο, εκεί που αναφέρεται στο Σιδηρούν Γένος, το οποίο, βεβαίως, κυριαρχεί σήμερα στον κόσμο.
ΕΡ: Και πιο συγκεκριμένα, στα καθ’ ημάς, διεκδικήσεις στο Αιγαίο, Σκόπια κ.λπ.;
ΑΠ: Οι Τούρκοι διεκδικούν από τους κουμπάρους και φίλους τους, όχι από μένα. Από μένα δεν θα τολμούσαν να ζητήσουν τίποτε. Γιατί εγώ αυτό που είμαι δεν το χρωστώ στον Αμερικάνο, στην Ε.Ε., στη Λέσχη Μπίλτεμπεργκ, στον θείο μου ή στον μπαμπά μου. Το χρωστώ σ’ εκείνο το σύστημα που λέγεται Σύμπαν, ένα σύστημα που οι Τούρκοι, οι Αμερικάνοι, οι Σκοπιανοί, το τρέμουν, διότι στο σύστημα εκείνο, κανείς δεν πουλά τη χώρα του, με αντάλλαγμα την οικτρή καριέρα να γίνει πρωθυπουργός στηριγμένος στα δεκανίκια του ΝΑΤΟ, της Ε.Ε., και μιας εξαπατημένης (κατά βάθος εκβιασμένης) μειοψηφίας. Στο σύστημα εκείνο κανένα ψεύδος και κανένας σφετερισμός δεν έχει πέραση.
ΕΡ: Τυχαίο που η ερώτ-ηση, είναι μισός έρωτας;
ΑΠ: Είναι όντως μισός έρωτας γιατί ακριβώς το άλλο μισό είναι η απάντηση. Όμως συμβαίνει κάποτε, απάντηση να είναι η ίδια η ερώτηση, οπότε όλος ο έρωτας είναι η ερώτηση.
ΕΡ: Τι είναι η γυναίκα για τον Γιάννη Υφαντή;
ΑΠ: Οι γυναίκες χωρίζονται στις Μούσες και στις Άμουσες. Μ’ ενδιαφέρουν οι πρώτες. Οι οποίες δεν χρειάζονται καμμιά πολιορκία για να «κατακτηθούν». Έρχονται μόνες τους, σταλμένες. Είναι το δώρο των θεών προς τον εξόριστο ανάμεσα στους ανθρώπους ποιητή. Θα του χαρίσουν τα πάντα, όλον τον κόσμο σ’ ένα σώμα, χωρίς να του ζητήσουν κανένα αντάλλαγμα. Και πάνω απ’ όλα, θα γίνουν η αιτία δημιουργίας ποιημάτων. Τα ποιήματα, είναι αθάνατες ιδέες που ενσαρκώνονται για να βοηθήσουν την ανθρωπότητα, και μέσω αυτής (να βοηθήσουν) όλα τα όντα που καταδιώκονται από την απληστία και την άγνοια.
ΕΡ: Κρατώ εδώ μιαν επιστολή:
Γιάννη μου, «Ο καθρέφτης του Πρωτέα» σου με μάγεψε. Βιώνεις, οράς κι εξαγγέλεις, το θαύμα Άνθρωπος, το θαύμα Κόσμος -θαύμα οδυνηρό και ολόφωτο. Η ποίησή σου (αληθινά πρωτεϊκή) είναι η έκσταση του αισθησιασμού και ο αισθησιασμός της έκστασης. Σ’ ευχαριστώ και σε φιλώ, Γιάννης Ρίτσος.
Έτος Γιάννη Ρίτσου εφέτος. Υπήρξες ο αγαπημένος του ποιητής ανάμεσα στους νεότερους ποιητές. Μίλησέ μας για τον Ρίτσο.
ΑΠ: Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην. Επειδή αυτοί θα χορτάσουν με τον ιερό και ανδρείο του λόγο:
Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό. / Αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτω από τα ξένα βήματα. / Αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο. / Αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.
ΕΡ: Την ιστοσελίδα σου η «Ελευθεροτυπία», την είχε πριν λίγα χρόνια, ανάμεσα στις δυο τρεις καλύτερες πανελληνίως. Πες μας τη διεύθυνση αυτής της ιστοσελίδας, γιατί οι αναγνώστες μας αξίζει να την κοιτάξουν:
ΑΠ: www.yfantis.gr
ΕΡ: Όμως τελειώνοντας αγαπητέ ποιητή, θα ήθελα να κλείσουμε μ’ ένα ποίημα της δικής μου επιλογής, παρμένο από τις «Μεταμορφώσεις του Μηδενός»:
Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ ΣΧΟΛΙΑΖΕΙ …..
ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΙΡΟΤΗΤΑ (Δεκέμβρης του 2007)
Όλες οι κότες του ντουνιά θα πουν το παρακάνω
όταν απ’ το «σιχτίρισα», «οικτείρισα» τους βγάνω.
Μα πού να καταλάβουνε οι κότες από γλώσσα
η κάθε μια τους θέλει απλώς να γίνει και μια κλώσσα.
Να κάνει αυγά για τον αγά, πουλιά για τον σουλτάνο
και για τους Φράγκους ευγενείς κακάρισμα με πιάνο.
Και τι ν’ «αμερικανισμός», αρχόντισσες κυρίες;
Να μην υπάρχουν έθνη πια, μα μόνο εταιρείες.
Να γίνεις σαν αυτό που τρως. Κι εσύ μεταλλαγμένος.
Και με το ζόρι ο δυστυχής, να ’σαι ευτυχισμένος.
ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ HELLASgr ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΥΦΑΝΤΗ
|
Φωτογράφηση: Κάριν Ζόμμερ, Φέλνταφιν Μονάχου, 2003 |
ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποιος ήταν ο άνθρωπος που σας ενέπνευσε να ακολουθήσετε την ποίηση;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Δεν γίνεται ένας άνθρωπος και μόνο να γίνει αφορμή να στραφείς προς
την ποίηση. Η ποίηση δεν είναι
επάγγελμα, είναι χάρισμα. (Χάρισμα που έχει το ανάλογο κόστος του. Επειδή όλα
πληρώνονται). Γεννιέσαι
μ' αυτό και δεν γίνεται να υπάρξεις χωρίς αυτό. Απλώς μέχρι κάποια ηλικία δεν
έχεις συνείδηση του τι
είσαι. Και στα δύο σου χρόνια είσαι ποιητής, και στα πέντε σου, μα δεν το
ξέρεις. Οι ευαισθησίες σου
νομίζεις ότι είναι και των άλλων ανθρώπων ευαισθησίες. Ανακαλύπτεις κάποτε ότι
δεν είναι.
Συνειδητοποιείς ότι είσαι ποιητής, όταν ερωτευμένος σφόδρα πια με την ποίηση,
δεν βρίσκεις σε κανένα
βιβλίο κάποια πράγματα που επίμονα ζητείς. Οπότε τα γράφεις εσύ.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Έχετε βραβευτεί με το "βραβείο Καβάφη". Πως αισθάνεστε για αυτή την
επιτυχία σας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Δεν έδωσα εξετάσεις, δεν επιδίωξα να πάρω το "βραβείο Καβάφη", ώστε να
το θεωρήσω επιτυχία όταν το
πήρα. Το ότι ήμουν καλός ποιητής μαζί με το ότι είχα άριστες σχέσεις με την
αραβική, την περσική και
κυρίως με την αρχαία αιγυπτιακή ποίηση, νομίζω πως έκανε την επιτροπή να μου
δώσει το "βραβείο Καβάφη".
Αλλά τα βραβεία δεν αποτελούν εγγύηση για το αν είναι κανείς καλός ποιητής ή
όχι, όπως νομίζουν οι
απλοί άνθρωποι. Οι μεγαλύτεροι ποιητές μας, οι πιο αναγνωσμένοι κι
αναγνωρισμένοι στην Ελλάδα και στο
εξωτερικό, ο Καβάφης και ο Καζαντζάκης, δεν έχουν πάρει βραβεία. Ο Καβάφης το
μόνο που πήρε, ήταν μισό
μετάλλιο, από τον δικτάτορα Πάγκαλο. Και ο Καζαντζάκης πήρε μόνο κάποιο
βραβειάκι όταν ακόμα ήταν
φοιτητής. Πέραν τούτων ουδέν. Πώς να γίνει; Κατά τον χρόνο που οι ποιητές
δημιουργούν, οι δήθεν ποιητές
κάνουν δημόσιες σχέσεις. Έτσι οι πρώτοι βρίσκονται κάποτε με έργο αλλά οι
δεύτεροι με πολλά βραβεία.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Σαν παιδί ποιόν είχατε πρότυπο;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Πολύ μικρός ήθελα να γίνω βοσκός και γεωργός σαν τον πατέρα μου.
Αργότερα ήθελα να γίνω δάσκαλος σαν
τον αδερφό του πατέρα μου. Για μια περίοδο ήθελα να γίνω σωφέρ σαν τον εξαδελφό
μου τον Γιάννη.
Αργότερα, όταν διάβασα "Το υπόγειο" ήθελα να γίνω ένας χλωμός συγγραφέας σαν
τον Ντοστογιέφσκυ.
Τελικά, το παιδί που είμαι σήμερα, βρίσκει πως δεν έχει πρότυπα αλλά μόνον
ομοίους του και αδελφούς του,
τους ποιητές.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποια ήταν η καλύτερη και η χειρότερη στιγμή της καριέρα σας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Κάθε στιγμή στην ποιητική υπόθεση είναι
και η καλύτερη. Κάθε ποίημα που ολοκληρώνεται δίνει την ευφροσύνη που αντίστοιχη
μόνο ο ευτυχής ερωτικός οργασμός μπορεί να μας δώσει. Όμως ας μιλήσω για κάτι
συγκεκριμένο. Θαυμάσια ήταν η στιγμή που μια πανέμορφη ξένη, φοιτήτρια της
ελληνικής φιλολογίας, αφού διάβασε το ποίημά μου «Το άρωμα του κρίνου», μου
ζήτησε οπωσδήποτε να κάνουμε έρωτα. Και η χειρότερη; Όταν επιστρέφοντας από
τρίμηνη απουσία στο εξωτερικό, το 2004, διαπίστωσα ότι, ίσως από την παγωνιά, ο
σκληρός δίσκος του υπολογιστή μου χάλασε, κι έχασε ένα μεγάλο μέρος των
αποθηκευμένων εκεί γραπτών μου. Ήμουν απαρηγόρητος.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Σε ποια ηλικία γράψατε το πρώτο σας έργο;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Στην ηλικία των 13 προς 14 έγραψα το πρώτο μου καλό ποίημα. Ρομαντικό,
ομοιοκατάληκτο,
(αυτός είναι και ο λόγος που το εγκατέλειψα λίγο μετά), μα τέλειο στο ρυθμό του
και στο περιεχόμενο.
Όσο για το πρώτο μου έργο, γράφτηκε ανάμεσα 19 και 26. Εκδόθηκε δε στα 27 μου.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Είστε παντρεμένος;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Όντας άνδρας, δεν υπανδρεύθηκα (υπο-ανδρεύτηκα) ποτέ. Νυμφεύθηκα όμως
πολλάκις. Βεβαίως όχι με την
ευλογία ιερέων και δημάρχων. Όντας λάτρης του θεού έρωτα, υπήρξα πάντα εραστής
και ποτέ σύζυγος.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Έχετε παιδιά;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Βεβαίως. Κάπου δεκατρία βιβλία. Αλλά με την νύμφη Βάσω, απέκτησα κι
ένα δέκατο τέταρτο παιδί:
Την Αριάδνη, 22 ετών σήμερα, φοιτήτρια στην Αθήνα.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποια είναι η συμβουλή σας προς τους νέους ποιητές;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Αν είναι πράγματι ποιητές, δεν χρειάζονται συμβουλή, επειδή ήδη
κατέχουν αυτό που θα τους έλεγα. Αν δεν
είναι ποιητές, δεν χρειάζονται συμβουλή, γιατί δεν θα καταλάβαιναν ποτέ αυτό που
θα τους έλεγα.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Πως σκέφτεστε τον εαυτό σας σε 5-10 χρόνια από σήμερα;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Σε μιαν όμορφη, ήσυχη γωνιά του ναού που λέγεται Κόσμος. Τέτοια γωνιά
είναι το περιβόλι μου στη Λευκάδα. Κι ακόμα, τέτοια γωνιά είναι το περιβόλι που
έχω μαζί με τ' αδέρφια μου, ψηλά, σ' ένα οροπέδιο της
Αιτωλίας. Εκεί να περνώ τις μέρες μου και τις νύχτες μου, παρέα με τα δέντρα μου
και τις γάτες μου, κι
όλα τ' άγρια ζώα, όπως ο Ήλιος, το Φεγγάρι, τ' άστρα, ο άνεμος, οι αλεπούδες, οι
σκατρζόχοιροι,
τα πουλιά και τα έντομα. Μόνος ή με τους ελάχιστους φίλους, τις ελάχιστες φίλες,
να μ' επισκέπτονται.
Άγριος. Έχοντας δηλαδή επιστρέψει πλήρως στην πρωταρχική μου φύση.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Σκοπεύετε να γράψετε και άλλα έργα ή θα εγκαταλείψετε και θα
ξεκουραστείτε;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Το σύμπαν δεν με ρώτησε όταν μ' έχρισε ποιητή. Ή μήπως με ρώτησε; Κι
αλήθεια δεν γνωρίζω πότε έχει
κανονισμένο να σταματήσω. Να ξεκουραστώ; Κουράζεται κανείς από το παιχνίδι και
τον έρωτα; Κουράζεται,
αλλά, τι γλυκειά κούραση!
ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποια είναι τα χόμπι σας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Η τέχνη του ζην: Το να ζω σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους, μακράν των
αλλοιώσεων που επιφέρουν οι
κοινωνικοί νόμοι. Το να ζω αληθινά, έχοντας πλήρως συνείδηση των συμβαινόντων
της κάθε στιγμής.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Πολλά παιδιά σήμερα από 5 έως 18 χρονών που πάνε σχολείο, "σιχαίνονται"
τη ποίηση. Εσείς ως
ποιητής που είστε τι πιστεύετε, ότι αιτία είναι η ποίηση η κάτι άλλο;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Μόνο παιδιά που έχουν υποστεί πλήρη παραμόρφωση
μπορούν να σιχαίνονται την ποίηση. Αλλά για να γίνει
αυτή η παραμόρφωση πρέπει πίσω από αυτά τα παιδιά να υπάρχουν παραμορφωμένοι
γονείς, παραμορφωμένοι
δάσκαλοι, κι όλο το σιχαμερό σύστημα που προκαλεί αυτή την παραμόρφωση:
Σιχαμεροί δήθεν ποιητές,
σιχαμεροί υπουργοί, σιχαμεροί παράγοντες κατασκευής σχολικών βιβλίων, σιχαμεροί
παράγοντες κατάρτησης
σχολικών προγραμμάτων κ.λπ. Γιατί έχω διδάξει ποίηση σε όλες της βαθμίδες της
εκπαίδευσης. Και δεν
βρήκα πουθενά παιδιά που να σιχαίνονται την ποίηση. Από την Κυανή Ακτή μέχρι τη
Θεσσαλονίκη, από την
Κύπρο μέχρι το Αλγέρι, σε νηπιαγωγεία και δημοτικά, σε γυμνάσια και λύκεια, σε
πανεπιστήμια και
κολέγια, αυτό που γνώρισα ήταν η μεγάλη αγάπη των παιδιών για το πυκνό ρυθμικό
παραμύθι που λέγεται
ποίημα. Και βέβαια πίσω απ' αυτά τα παιδιά, υπήρχαν πάντοτε δάσκαλοι που ήσαν
ερωτευμένοι με την ποίηση.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποια είναι η γνώμη σας για το
Hellasgr;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Έχω φύγει από τις μεγάλες πόλεις. Κι επειδή όλα πληρώνονται, πληρώνω
κι εγώ το κόστος αυτής της φυγής.
Ζώντας σε μιαν αγροικία της Αιτωλίας, όπου μπαίνω στο internet με πολύ δυσκολία,
και ζώντας επίσης σε
μιαν αγροικία της Λευκάδας όπου δεν έχω internet, αδυνατώ να έχω πλήρη και σωστή
άποψη για το σάιτ σας.
Βεβαίως, το να καλείτε έναν ποιητή να σας δώσει συνέντευξη με σκοπό να την
περιλάβετε στο σάιτ σας,
μαρτυρεί καλό γούστο και πολύ καλές προθέσεις. Κι αυτό σίγουρα δεν είναι λίγο!
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ
Συνέντευξη στην Όλγα Μποτώνη, στην εφημερίδα «η Λευκάδα χαλαρά», 1 Νοεμβρίου 2009
Συναντήσαμε έναν ποιητή, γνωστό στον κόσμο για το συγγραφικό του έργο, γνωστό στη Λευκάδα για το ξύλινο σπίτι του στο «Πελασγικόν», στο βουνό των Τσουκαλάδων.
Η παρουσίαση του βιβλίου του («Οι μεταμορφώσεις του μηδενός») στον καλλιτεχνικό πολυχώρο Artηρία, ήταν μια έκπληξη. Είχαμε τη χαρά να συμμετάσχουμε στην «σπάνια, μα πανάρχαια για την χώρα μας ιεροτελεστία, ν’ ακούσουμε ποιήματα απαγγελόμενα από τον ίδιο τον ποιητή…»
Ο Γιάννης Υφαντής γεννήθηκε στη Ραΐνα, κοιλάδα της Αιτωλίας. Αφού έζησε για 32 χρόνια στη Θεσσαλονίκη, επέστρεψεν εσχάτως στον τόπο καταγωγής του. Μοιράζεται πια τον χρόνο του ανάμεσα στην Ραΐνα Αγρινίου και στο Παλασγικόν Λευκάδος. Έχει σπουδάσει Νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, όπου επίσης, παρακολούθησε μαθήματα Φιλοσοφίας, Αρχαιολογίας και Αστρονομίας.
Έχει συνεργαστεί μ’ ελληνικές και ξένες εφημερίδες. Επίσης, έχει συνεργαστεί με όλα σχεδόν τα ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά και αρκετά ξένα..
Έχει εργαστεί για δυο χρόνια στο Κρατικό Ραδιόφωνο Θεσσαλονίκης, κάνοντας την εκπομπή "Ελληνική και παγκόσμια ποίηση" αφενός και αφετέρου την εκπομπή "Κατά βάθος το θέμα είναι ένα".
……………………………………………………………………………………………………………
Ποιήματά του μελοποίησε ο Άγγλος μουσικός Ivan Moody.
Ύστερα από πρόσκληση που του έκαμαν παρουσίασε το έργο του σε διάφορα φεστιβάλ του εξωτερικού (Αίγυπτο, Φινλανδία, Κύπρο, Γαλλία, Βουλγαρία, Γερμανία, Αλγερία, κ.λπ.).
Αν και πιστεύει ότι τα βιβλία γίνονται μόνα τους, εντούτοις, παραδόξως, το 1995, στο Κάιρο, του απένειμαν γι’ αυτά το «Βραβείο Καβάφη».
Το 2003 προσκλήθηκε και φιλοξενήθηκε για τρεις μήνες από το Υπουργείο Πολιτισμού της Βαυαρίας, στο Feldafin του Μονάχου, πλάι στη λίμνη Σταρνμπέργκερζεε.
Την άνοιξη του 2009, από τη δισκογραφική εταιρεία ΛΥΡΑ, κυκλοφόρησε το cd «ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ διαβάζει ΥΦΑΝΤΗ»
Το βιβλίο «Οι μεταμορφώσεις του Μηδενός» πρωτοδημοσιεύτηκε με τον τίτλο αυτό το 1993, από τις εκδόσεις ΕΡΑΤΩ, περιέχοντας δύο συλλογές. Ξαναδημοσιεύτηκε το 2006 από τις εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ περιέχοντας πέντε συλλογές.
(Ο ποιητής θεωρεί την έκδοση του 2006 κατά το μεγαλύτερο μέρος αυτής κακέκτυπη. Ζήτησε το σταμάτημα της κυκλοφορίας της και την απόσυρση των διανεμηθέντων αντιτύπων. Η ΑΓΚΥΡΑ έδωσε μέσω δικηγόρου της έγγραφη υπόσχεση προς τον ποιητή πως θα πραγματοποιήσει τα δικαίως αιτούμενα. Ενθαρρυμένη όμως από την απέραντη διαφθορά του Ελληνικού κράτους -το οποίο στην εποχή μας κατέστησε τους άδικους παντοδύναμους- και θεωρώντας τον ποιητή ανυπεράσπιστο αμνό, ουδέποτε συμμορφώθηκε προς τα υποσχεθέντα).
Το 2009 το βιβλίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΑΧ, πλήρες, περιέχοντας καινούργια ποιήματα, και κλείνοντας σ’ έναν τόμο τις εφτά ποιητικές συλλογές του Γιάννη Υφαντή, τις οποίες αναφέρω: Μανθρασπέντα, ο Καθρέφτης του Πρωτέα, Ποιήματα κεντήματα στο δέρμα του διαβόλου, Ναός του Κόσμου, Έρως ανίκατε μάχαν, Μάσκες του Τίποτε, Κάτω απ’ το εικόνισμα των άστρων.
* Απόσπσμα από την εισαγωγή με την οποία τον προλόγισε η κυρία Βάσω Δερμάνη στην παρουσίαση
του βιβλίου του στην Artηρία.
Πόσα χρόνια έρχεστε στη Λευκάδα κ. Υφαντή και πότε αποκτήσατε το σπίτι
στο βουνό;
Από παιδί. Ως μαθητής, τα καλοκαίρια, με μηχανάκι, αναζητώντας τις καλύτερες θάλασσες της περιοχής μας, έφτανα μέχρι τη θάλασσα της Λευκάδας. Ως φοιτητής ερχόμουν συχνότερα κι έμενα εδώ με sleeping bag και αντίσκηνο, σε διάφορα μέρη, κυρίως στα «Πευκούλια», παραλία που αγαπώ πολύ και την αποκαλώ «Μεγάλη αμμουδιά» είτε «Αμμουδιά της ελευθερίας»…
Και πώς φτάσατε σε αυτές τις ονομασίες;
Κοιτάχτε, από τη μια, η αμμουδιά που αναφέραμε είναι όντως πολύ μεγάλη, κι από την άλλη, μπορεί να φιλοξενεί ανθρώπους διαφόρων τάσεων, οι οποίοι, χωρίς να έχουν κάνει κάποιο συμβόλαιο μεταξύ τους, συνυπάρχουν σε αυτήν άνετα, δείχνοντας την πρέπουσα αλληλοανοχή κι αλληλοκατανόηση. Λ.χ. οι χρησιμοποιούντες αντίσκηνα, χρησιμοποιούν τον χώρο διακριτικά, τον κρατούν καθαρό, τον σέβονται, είναι σχεδόν κρυμμένοι. Αυτοί που θέλουν να κάνουν ολόγυμνοι μπάνιο (κι έχουν κάθε δικαίωμα, στην Ελλάδα ζούμε κι όχι στην Ασία), λαμβάνοντας υπόψιν τις «ευαισθησίες» των οικογενειών, πιάνουν το πέρα μέρος της αμμουδιάς, που είναι δυσπρόσιτο στις οικογένειες. Οι οικογένειες από την άλλη, γνωρίζοντας αυτή την αλληλοανοχή, συνειδητά προσέρχονται στην ορισμένη αμμουδιά, γνωρίζοντας την φυσιογνωμία της, και για να μην ενοχλούν ούτε να ενοχλούνται, καταλαμβάνουν τον χώρο που βρίσκεται κοντά στο συγκρότημα του Βαγγέλη. Δεν υποτιμώ βεβαίως την ονομασία «Πευκούλια», αλλά μου φαίνεται ότι δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα, καθότι η αμμουδιά βρίσκεται στην άκρη ενός απέραντου πευκώνα κι όχι κοντά σε πεντέξη μικρά πεύκα.
Είναι αλήθεια πως έχετε μια ιδιαίτερη προσήλωση στην ακρίβεια, στο ακριβές όνομα των πραγμάτων;
Μα, από μιαν άποψη αυτή είναι η δουλειά του ποιητή. Λέει κάπου ο Μπόρχες: «Ο ποιητής, σαν τον χωμάτινο, κόκκινο Αδάμ του παραδείσου, έχει αναλάβει να ξαναδώσει στα πράγματα, το ακριβές, απόλυτο, πραγματικό, πρωταρχικό όνομά τους». Όμως να δώσω την πλήρη απάντηση στην ερώτησή σας: Ναι, αφότου αγόρασα το κτήμα ψηλά στο βουνό, πάνω από τους Τσουκαλάδες, κάπου εκεί γύρω στο 1995, άρχισα να περνώ πολύ από τον χρόνο μου εδώ, αρχικά σ’ ένα καλύβι και αργότερα έχοντας κατασκευάσει ένα ξύλινο σπίτι.
Κι επανερχόμενοι στα ονόματα, γιατί «Πελασγικόν»;
Ο τόπος όπου έχω το κτήμα και το σπίτι δεν έχει μια συγκεκριμένη ονομασία. Γιατί «Πελασγικόν»; Γιατί Πελασγοί ήσαν οι προέλληνες είτε οι πρωτοέλληνες. Γιατί Πελασγοί ήσαν οι πρώτοι κάτοικοι αυτού του τόπου. Και βέβαια, όλοι εμείς που επιλέξαμε αυτό τον τόπο να κατοικούμε, μακριά από τις πόλεις και τα χωριά, μακριά από τις θορυβώδεις συγκοινωνιακές αρτηρίες και παραλίες, κατά βάθος επιζητούμε το πρωταρχικό. Την πρωταρχική σιωπή και τους πρωταρχικούς ήχους. Την πρωταρχική φύση, με το σκοτάδι της, με τ’ άστρα της, την φυσική φεγγαράδα, τον Ήλιο και τη θέα στο πέλαγο. Όχι φώτα, όχι εκκωφαντικά ντεσιμπέλ. Αυτά τα ζήσαμε, τα μπουχτίσαμε και τα μισήσαμε στις μεγαλουπόλεις, τις οποίες συνειδητά εγκαταλείψαμε, αφήνοντας πίσω επιτυχημένες καριέρες κι ευκαιρίες. Είμαστε από διάφορες εθνότητες. Γερμανοί, Έλληνες, Εγγλέζοι, Ιταλοί… Αλλά ιδού αυτό που λέγαμε για το πρωταρχικό. Οι κοντινότεροι γείτονές μου, η Λιν και ο Τζέρι, είναι από την Αγγλία, μα δεν θέλουν να λέγονται Άγγλοι, θέλουν να λέγονται Ουαλοί. Θέλουν το πραγματικό, πρωταρχικό τους όνομα κι όχι αυτό που τους επέβαλαν, οι μισητοί σ’ αυτούς καταχτητές, Εγγλέζοι.
Κι αφού βρισκόμαστε στο αγαπημένο μου θέμα των ονομάτων, θέλω να πω ότι με βαθειά ικανοποίηση βλέπω να ξαναπαίρνουν οι τόποι στη χώρα μας τα αρχαία και αρχικά τους ονόματα. Είναι ωραίο που οι δήμοι χρησιμοποιούν ως ονόματά τους τα αρχαία τους ονόματα. Και σιχαίνομαι αυτό: Το να έχουν στην Ελλάδα τα χωριά, το ένα τρίτο των χωριών και των κωμοπόλεων, να έχουν ονόματα αγίων. Σιχαίνομαι αυτή την πονηρή παπαδοκρατία. Να ταξιδεύεις στην Πιερία και να συναντάς την πηγή της Αφροδίτης, και πιο κάτω την πηγή της Αρτέμιδος, κι ακόμα πιο κάτω την πηγή των Μουσών. Και να έχουν στήσει δίπλα εκεί σ’ αυτές τις πηγές κάποιοι, όχι απλά και σταράτα Έλληνες, κάποιοι Greek Orthodox, να έχουν στήσει τα εκκλησάκια τους με τους αγίους τους, θέλοντας και πάλι να εκτοπίσουν την Ελλάδα. Και να ξέρεις ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους αγίους αγιοποιήθηκαν, επειδή μπήκαν κάποτε, επί Ρωμαιοκρατίας, με βαριές, με λοστούς και κατέστρεψαν τα αξεπέραστης ομορφιάς ελληνικά αγάλματα, τους αξεπέραστους σε κάλλος ελληνικούς ναούς. Όσα περισσότερα κατέστρεφαν, τόσο περισσότερο άγιοι ήσαν. Και σιχαίνομαι αυτό το επαναλαμβανόμενο: Κώστας, Γιάννης, Γιώργος, Κωνσταντούλα, Γιαννούλα, Γεωργία των Νεοελλήνων. Αυτή τη γενιτσαρική απαμάκρυνση από τα ονόματα των προγόνων μας. Να σπανίζουν τόσο τα ονόματα Ιάσων, Οδυσσέας, Πλάτων, Αρίσταρχος, Θησέας…Ιφιάνασσα, Αρήτη, Αριάδνη, Δάφνη, Λητώ, Ερατώ…Ο αδερφός του πατέρα μου ήταν δάσκαλος, κι ενώ ήταν αγνωστικιστής έως άθεος, από την μεγάλη του αγάπη προς τ’ αρχαία ονόματα, κι αηδιασμένος από αυτό τον νεοελληνικό ξεπεσμό, βάφτιζε, βάφτιζε κοπέλες… Και γέμισε τους τόπους όπου δίδαξε, τους γέμισε με Αφροδίτες, Περσεφόνες, Αρτέμηδες…
Που θα πει ότι οι ποιητές δεν αναγνωρίζουν δύο Ελλάδες την αρχαία και τη νέα, αλλά μία και ενιαία…
Που θα πει ότι οι ποιητές, όντας όργανα των Μουσών, που ήσαν κόρες της Μνημοσύνης, έχουν πιει από τη βρύση της Μνήμης και ζουν στο διαρκές παρόν της ενιαίας Ελλάδας, της ενιαίας γλώσσας. Και βέβαια είναι θλιβερό, άνθρωποι που θέλουν να κυβερνήσουν τη χώρα, είτε θέλουν να λέγονται επαναστάτες, να φτάνουν στη γενική ενός μήνα και να επιλέγουν (στο όνομα του δήμου και του λαού, οι άσχετοι, οι γελοίοι, να επιλέγουν) την ξεπερασμένη από τον δήμο και τον λαό γενική «του Ιούνη». Σα να είναι αυτοί πιο σοφοί, πιο υπεύθυνοι, πιο επαναστάτες, από έναν Καβάφη κι έναν Ελύτη, που λένε «του Ιουνίου», που λένε «του Ιουλίου». Είναι θλιβερό να βλέπεις κάποιους να επιμένουν στο «είπαμε προηγούμενα», αποφεύγοντας το ωραιότατο και σωστό «είπαμε προηγουμένως». Αλλά τι παρηγοριά, δημοσιογράφοι μεγάλων καναλιών, κυρίως αυτοί που προέρχονται από τη Νομική, να μιλούν τόσο τέλεια ελληνικά. Χατζηνικολάου, Ευαγγελάτος, Τριανταφυλλόπουλος, τέλεια ελληνικά. Κι ακόμη οι εκφωνητές των κρατικών καναλιών, ή ο κομμουνιστικός «902», είναι παρήγορο που χρησιμοποιούν σωστά την ελληνική γλώσσα.
Και για να τελειώνουμε, η κεντρική οδός της Λευκάδας δεν μπορεί να έχει ένα όνομα που δεν το θυμάται κανείς. Ο Μελάς αυτός, δυστυχώς επισκιάζεται από τον Παύλο Μελά. Τι να κάνουμε; Κι επειδή συμβαίνει αυτό, ο δρόμος αυτός δεν έχει όνομα. Τόσο δύσκολο τους είναι να την ονομάσουν «Ομήρου», «Οδυσσέως», «Ιθάκης»; Μα, ας ρωτήσουν, όχι εμένα, αλλά τους μεγάλους νεκρούς του νησιού, -αν βεβαίως όντως τους σέβονται- τον Σικελιανό, τον Βαλαωρίτη, τη Σαπφώ. «Ομήρου», «Οδυσσέως», «Ιθάκης», θα έλεγαν οι μεγάλοι νεκροί, δηλαδή οι όντως ζωντανοί, «για να το θυμούνται οι Έλληνες και να το χαίρονται οι ξένοι».
Η σημερινή εικόνα της Λευκάδας υποστηρίζει τον τίτλο «Νησί των ποιητών»;
Η Κρήτη, η Λέσβος, η Ζάκυνθος, η Κεφαλλονιά, είναι νησιά των ποιητών. Και αν γνωρίζαμε καλύτερα τους αρχαίους μας ποιητές, θα βλέπαμε ότι όλη η Ελλάδα, είναι η χώρα των ποιητών. Πόσοι γνωρίζουν ότι έζησε και πέθανε στην Κω λ.χ. ο φοινικικής καταγωγής, μέγας ερωτικός ποιητής της αρχαιότητας, Μελέαγρος;
Και βέβαια, η Λευκάδα, έχοντας μέσα στην αύρα της τον θρύλο της Σαπφούς, έχοντας γεννήσει ποιητές σαν τον Βαλαωρίτη και τον Σικελιανό, γίνεται να μην είναι το «Νησί των ποιητών»; Σήμερα… Βεβαίως ο εύκολα κερδοφόρος τουρισμός, έφερε στους Λευκάδιους ένα είδος νεοπλουτίστικης πτωχαλαζονείας. Όμως η ζωή είν’ εδώ, κι όταν αγγίζουμε τους δύο πόλους της, τον έρωτα και το θάνατο, η ποίηση μας είναι απαραίτητη.
Σε μια γιορτή, στο σπίτι του φίλου μου του Μιχάλη, στα Λαζαράτα, όταν με σύστησαν ως ποιητή, με πλησίασε ένα δεκατριάχρονος και μου ζήτησε ντροπαλά κι ευγενικά να του κάμω αν γίνεται ένα ποίημα για να το δώσει στην κοπέλα που αγαπά.
Του το έκανα. Κι έτυχε στο ίδιο αυτό σπίτι, ύστερ’ από μήνες να έχουν κηδεία. Μια πολύ δύσκολη περίπτωση. Ένας νέος που χάθηκε σε ατύχημα. Κι όταν γύρισα στη Λευκάδα με πληροφόρησαν το εξής: Ότι εκείνο το δυσκολότατο βράδυ του μεγάλου πένθους, κατέφυγαν στην ποίηση. Κι ότι αυτό είχε πολύ καλά αποτελέσματα. Το παράξενο ήταν πως τόσο οι γραμματισμένοι όσο και οι εντελώς αγράμματοι, πρόσεχαν τον κάθε στίχο, την κάθε λέξη, μ’ ευλάβεια και εξέφραζαν την ικανοποίησή τους για τη δύναμη που παίρνουν και ζητούσαν στον Μιχάλη να τους διαβάσει περισσότερα, περισσότερα… Και τους διάβαζε.
Η ποίηση λοιπόν δεν είναι για τους καλώς έχοντες, τους ναρκωμένους, είναι για τους ερωτευμένους και τους πενθούντες.
Ακριβώς. Και να συνεχίσω: Στους Τσουκαλάδες, στην ταβέρνα «το Ρόδον», ο Γιώργος που έχει την ταβέρνα, αγαπάει πολύ την ποίηση και θα δείτε στους τοίχους του μαγαζιού του γραμμένα ποιήματα του Ελύτη. Στην ταβέρνα αυτή κάποτε παρουσιάσαμε με προβολή slides το βιβλίο μου ΑΡΧΕΤΥΠΑ. Κι ακόμη, ο Γιώργος μου χάρισε μια φωτογραφία του Καρυωτάκη, άγνωστη εντελώς κι αδημοσίευτη.
Κι ακόμα η Σιμόν, μια φίλη, μου γνώρισε κάποια μέρα τον Μπάρπα Σπύρο Σταματέλο, τον «Μελισσοκόμο» του Αγγελόπουλου. Έξοχος άνθρωπος. Γίναμε φίλοι με το πρώτο. Ποιητής στη ζωή και στο λόγο του, σε όλη του τη συμπεριφορά. Με πήρε μια μέρα να μου γνωρίσει τον Γιώργο Φίλιππα. Στον Άγιο Νικήτα. Ο Φίλιππας ήταν στα τελευταία του. Δεν μπορέσαμε να τον δούμε. Είδαμε όμως τα ποιήματά του. Κι ανάμεσά τους ένα εξαίρετο ποίημα βαρναλικού επιπέδου. «Η αστυφιλία». Το περιλαμβάνω στην ανθολογία που εκδίδω σε λίγο καιρό…Μια ανθολογία που ξεκινά από τον Όμηρο και φτάνει στις μέρες μας.
Γνωρίζω ότι αποφεύγετε τους ορισμούς και τις αναλύσεις. Εντούτοις, αν ένας «ξεροκέφαλος» επέμενε οπωσδήποτε να του πείτε τι είναι ποίηση, τι θα του λέγατε;
Θα του απήγγειλα ή θα του διάβαζα ένα ποίημα. Κι αν ακόμα επέμενε θα σιωπούσα… ή… θα τον παρέπεμπα στο βιβλίο μου ΑΘΑΝΑΤΟΥ ΜΝΗΜΗΣ ΣΗΜΕΙΑ, να διαβάσει τα εξής. Περιμένετε:
Ποίηση είναι η προέκταση των παραμυθιών. Ποίηση είναι τα παραμύθια των μεγάλων. Εκείνων των μεγάλων που δεν σκότωσαν μέσα τους το παιδί που κάποτε ήσαν.
Η ποίηση είναι παραμύθια και παραμυθία, δηλαδή παρηγοριά. Μα, αν δεν είσαι θερμός ή ψυχρός, όπως λέγει ό Ιωάννης της Αποκάλυψης, γιατί ν’ αποζητήσεις την ποίηση; Αν δεν έρχεσαι από τον παράδεισο, γιατί ν’ αποζητήσεις τα παραμύθια; Αν δεν έρχεσαι από την κόλαση, γιατί ν’ αποζητήσεις την παραμυθία;
Ποίηση είναι ο λόγος του οποίου οι λέξεις θέλουν να χορέψουν σε ρυθμούς που τα κύτταρα μας τους γνωρίζουν πριν ακόμα υπάρξει ο λόγος και η γραφή.
Ποίηση είναι ο λόγος εκείνος που εξαιτίας του ρυθμού του και των εικόνων του, εξαιτίας του σημαντικού νοηματικού και συναισθηματικού του βάρους, προκαλεί σε μάς την απομνημόνευσή του.
Ποίηση είναι ο λόγος που σαν σώμα ζωντανό, ερωτικό, πάντα τον χορταίνουμε και πάντα τον λαχταρούμε. Στο ποίημα πηγαίνουμε ξανά και ξανά, δεκάδες κι εκατοντάδες φορές, μέχρι που το αποστηθίζουμε, αλλά και τότε δεν σημαίνει πως τελειώσαμε μ’ αυτό. Το φέρνουμε μαζί μας, αφημένο στην άκρη της υπάρξεώς μας, σαν ξεχασμένο, μα μόλις το χρειαστούμε, το ανακαλούμε, το διατρέχουμε και μας διατρέχει, άλλοτε σαν ξόρκι ή προσευχή, άλλοτε σαν πολύτιμος χρησμός, άλλοτε σαν όπλο, άλλοτε σαν γιατρικό, άλλοτε για να κάνουμε τους άλλους συν-κοινωνούς, στο πλήθος της χαράς ή της λύπης που μάς κατέχει.
Ποίηση είναι ή κατάργηση τού Χρόνου-Κρόνου και η φανέρωση των πραγμάτων στον ερωτικό τους χρόνο, όπου τίποτε δεν είναι ξεκομμένο και θνητό, αλλά τα πάντα χύνονται μέσα στα πάντα, αποτελώντας το Ένα που ποτέ δεν πεθαίνει.
Ποίηση είναι ο μαγικός μας πρώτος κόσμος.
Ποίηση είναι η ποιότητα της σιωπής μας.
Ποίηση είναι το σώμα-λόγος στον καθρέφτη της σιωπής, όπου γευόμαστε την αυτογνωσία μας, δηλαδή τη θεϊκή δεύτερη παρουσία μας.
Και δεν υπάρχει καλύτερος ορισμός για ένα πράγμα, από το ίδιο το πράγμα πού θέλουμε να ορίσουμε: Ποίηση είναι η ποίηση, δηλαδή αυτό:
BIBΛIO KOΣMOΣ
Ένα βιβλίο μόνο έχει γραφτεί
κι έχει γραφτεί με πράγματα κι όχι με λόγια.
Ένα βιβλίο μόνο έχει γραφτεί
κι έχει γραφτεί από τον Kόσμο με τον Kόσμο για τον Kόσμο.
O Κόσμος είναι το βιβλίο του Κόσμου.
*
Τέλος δεν έχει ο Κόσμος ούτε αρχή·
μα ο ποιητής αποκαλύπτοντας τον Κόσμο
είναι σα να τον φκιάχνει απ’ την αρχή.
*
Υπάρχει μόνο ένα βιβλίο να διαβαστεί
και τούτο είναι το βιβλίο του Κόσμου.
*
Γράφω θα πει διαβάζω το βιβλίο του Κόσμου.
Όλα μου τα γραφτά δεν είναι παρά μόνο υπογραμμίσεις στο βιβλίο του
Κόσμου·
όλα μου τα γραφτά δεν είναι παρά μόνο σημειώσεις, ζωγραφιές,
στα περιθώρια των σελίδων του.
Γράφω θα πει πως δείχνω στους ανθρώπους
πως προσπαθώ να μοιραστώ μαζί τους
την ομορφιά ή τη φρίκη που διαβάζω στο βιβλίο του Κόσμου.
Γιατί κανένας δεν αντέχει να διαβάζει μόνος το βιβλίο του Κόσμου.
Αναφέρατε τον σκηνοθέτη Αγγελόπουλο. Γνωρίζετε ότι ο «ΟΡΦΕΑΣ» προτείνει να τον χρίσουμε επίτιμο δημότη Λευκάδας;
Δεν το γνωρίζω. Μπορώ όμως να σας πω τη γνώμη μου για τις τιμές. Η αξία τους χάνεται από το ότι ποτέ σχεδόν δεν δίδονται στην ώρα τους και ποτέ σχεδόν δεν δίδονται στους άξιους. Σκεφτείτε ότι σήμερα ο Καβάφης θεωρείται πως είναι ο μεγαλύτερος σύγχρονος ποιητής του κόσμου ή έστω ένας από τους δυο μεγαλύτερους σύγχρονους ποιητές του κόσμου, για να συμπεριλάβουμε κι ένα μέγεθος σαν αυτό του Τόμας Έλιοτ. Κι αυτός ο Καβάφης δεν πήρε στη ζωή του παρά μόνο μισό μετάλλιο, μισό, γιατί το μοιράστηκε με κάποιον άλλο, μισό μετάλλιο δοσμένο από τον δικτάτορα Πάγκαλο. Όσο για τον Καζαντζάκη που είν’ επίσης ένας από τους δυο τρεις σημαντικότερους σύγχρονους πεζογράφους του κόσμου, δεν πήρε παρά κάνα δυο επαίνους κι ένα μικρό βραβείο για το νεανικό του έργο «Όφις και Κρίνο». Τίποτε άλλο.
Και πώς σχολιάζετε το Νόμπελ Ειρήνης που δόθηκε στο Πρόεδρο της Αμερικής;
Στον κόσμο του Ηροδότου κυκλοφορούσε η φήμη πως οι Αιθίοπες είναι ίσως η ωραιότερη φυλή του κόσμου. Βλέπετε οι Έλληνες όντας σίγουροι για τον εαυτό τους, διαθέτοντας σοφία και κοσμοπολιτισμό, δεν καταδέχονταν τα ρατσιστικά ψέμματα. Γενναιόδωρα απέδιδαν το κάλλος στους Αιθίοπες, δηλαδή στους κατεξοχήν Αφρικανούς, που αργότερα ο πνευματικός νεοπλουτισμός της Δύσης τόσο μικρόψυχα, τόσο ηλίθια, τόσο βάρβαρα, κυνήγησε, βασάνισε, έσφαξε.
Αλλά ό, τι ακούω το σκέφτομαι στα ελληνικά. Και τα ελληνικά είναι δίκοπο μαχαίρι. Η ειρήνη και η ειρωνεία έχουν κοινή ετυμολογική ρίζα. Αποδίδοντας το Νόμπελ ειρήνης στον Ομπάμα, σκέφτομαι: Τι ειρωνεία. Ο Ομπάμα είναι ένας ηγέτης με «ταπεινή» καταγωγή (βάζω εισαγωγικά διότι πιστεύω ότι κάθε παιδί που γεννιέται είναι ένας πρίγκιπας) και πολύ συμπαθής. Να όμως που είχε την κακοτυχία να γίνει πρόεδρος της περισσότερο αιμοσταγούς σύγχρονης χώρας. Όπου δεν γίνεται αλλιώς, πρέπει να συνεχίσει την πολιτική που θέλουν οι βιομηχανίες όπλων, οι καταστροφείς του πλανήτη, οι επαγγελματίες της αδικίας, οι εταιρείες που παράγουν δυστυχία και θάνατο.
Εσείς ανήκετε κάπου πολιτικά;
Όχι. Είμαι ενεργός πολίτης, αλλά όχι οπαδός κόμματος. Έτσι κρατώ για τον εαυτό μου το δικαίωμα να επαινώ τον οποιονδήποτε (από την άκρα δεξιά μέχρι την άκρα αριστερά και τους αναρχικούς) που λέει ή πράττει κάτι πολύ σημαντικό. Δεν θέλω ούτε να κυβερνώ ούτε να κυβερνιέμαι. Θέλω φίλους. Κι όταν δεν τους βρίσκω ανάμεσα στους ανθρώπους, τους βρίσκω στα ζώα, στα φυτά, στ’ άστρα, ακόμα και σ’ ένα βράχο που με κοιτάζει με τις δυο τρύπες του κι όπου ξάφνου ανακαλύπτω μιαν ημέρα ότι το πρόσωπό του έγινε πιο συγκεκριμένο, αφού στη μια του τρύπα έχει φυτρώσει ένα λουλούδι.
Θα γράφατε ποτέ πάνω σε έναν τοίχο;
Εξαρτάται. Αν είναι ένας τοίχος σαν αυτόν που βρίσκουμε στ’ αριστερά μας κατεβαίνοντας από Τσουκαλάδες προς Άγιο Νικήτα, γιατί όχι; Ήδη έχω γράψει εκεί.
Αλήθεια; Μα τι έχετε γράψει;
Να, ας πούμε: «Γίνε λουλούδι μέσα κι έξω ίδιος», και παρακάτω «Ω ακατανίκητη ηλιθιότητα», κι ακόμα, «ψηφοθήρες = ψυχοφθείρες». Κι ακόμη τον τελευταίο στίχο από τη Θεία Κωμωδία του Ντάντε: «L’ Αmor che move il sole e l’ altre stele». Και πιο κει τον μεταφράζω: «Ο έρως που κινεί τον ήλιο κι όλα τ’ άστρα». Κι ακόμη μερικούς στίχους του Ρεμπώ: «Ω Αφροδίτη, ω θεά, σ’ εσένα μοναχά, σ’ εσέ πιστεύω». Αποτέλεσμα; Σβήνει ο ένας του άλλου εκεί τα συνθήματα. Τα ηλίθια ποδοσφαιρικά ή τα ηλίθια πολιτικά. Όμως τα δικά μου δεν τα σβήνουν. Που θα πει ότι και τα «γραφήματα» αυτά πρέπει να έχουν μια ποιότητα.
Αλήθεια πως αντιλαμβάνεστε τον Θεό;
Ταυτισμένο με τη Φύση, το Άπειρον των Ελλήνων…
Και οι αρχαίοι Έλληνες θεοί;
Αυτοί, όντας προσωποποιήσεις και ονόματα των διαφόρων όψεων και νόμων, της αιώνιας, αγέννητης και αθάνατης Φύσεως, υπάρχουν και είναι αθάνατοι. Ο Ζευς, όντας η συμπάντεια ζωή, μπορεί να πεθάνει; Είτε, η Αφροδίτη ας πούμε. Μπορεί ν’ αλλάξει όνομα, αλλά, όντας η προσωποποίηση της αθάνατης ερωτικής επιθυμίας, είναι δυνατόν να πεθάνει; Όμως πολύ μου αρέσει κι αυτό του Ηράκλειτου: «Θνητοί αθάνατοι, αθάνατοι θνητοί». Εννοώντας τους σοφούς ανθρώπους, που αν και είναι θνητοί κλείνουν μέσα τους όσο ζουν το ανώτερο εκείνο επίπεδο που δεν μπορούμε παρά να το ονομάσουμε θεϊκό. Κι ακόμη να καταθέτουν ιδέες και σκέψεις αθάνατες. Νεκρός ο Ηράκλειτος αλλά με τόσο δυνατή παρουσία σε κάθε σύγχρονη σοβαρή συζήτηση. Και μόλο που είναι απών, επικρατεί στην συζήτηση, διότι καταθέτει τις δυνατότερες απόψεις.
Η γνώμη σας για την ευλογία του γάμου;
Ο έρωτας υπάρχει πριν απ’ όλες τις θρησκείες και θα υπάρχει αιωνίως, όταν όλες αυτές θα έχουν σβήσει. Α, ναι, η ευλογία του γάμου. Έχω ακούσει να δίδεται από την Εκκλησία η ευχή στους νεόνυμφους να τεκνοποιήσουν. (Όχι βεβαίως σαν την Πύρρα και τον Δευκαλίωνα, αλλά σαν τον Αβραάμ και τη Σάρα). Κι επειδή μιλάμε για ευχή της Εκκλησίας που ανήκει στην «μόνη αληθινή θρησκεία» καθώς λένε, θα έπρεπε όλοι οι ευλογημένοι από αυτήν να τεκνοποιούν. Κι από την άλλη, οι μη ευλογημένοι να μην τεκνοποιούν. Όμως δεν συμβαίνει έτσι. Επειδή είμαστε βιολογικά όντα, φυσικά όντα, κι όχι θρησκευτικά, δεν συμβαίνει έτσι. Υπάρχουν ζευγάρια ευλογημένα από την Εκκλησία που δεν τεκνοποιούν. Κ’ υπάρχουν ζευγάρια που καμμιά εκκλησία δεν τα ευλόγησε κι όμως τεκνοποιούν. Αλλά, τι λέμε τώρα; Αφήστε να συνεχίσω μ’ ένα ποίημά μου:
ΠΩΣ ΖΟΥΜΕ ΜΥΘΙΚΑ ΜΑΣ ΔΙΑΦΕΥΓΕΙ
Πως ζούμε μυθικά μας διαφεύγει.
Πως ο ζητιάνος στη γωνιά ειναι βασιλιάς μας διαφεύγει.
Πως ίσως κιόλας είμαστε γουρούνια μες στης Κίρκης το μαντρί μας διαφεύγει.
Πως ίσως τούτη η πόλη μας χωνεύει επειδή είναι της Χάρυβδης στομάχι αυτό
μας διαφεύγει,
Πως το πλυντήριο ρούχων είναι ο μονόφθαλμος Πολύφημος που βάλαμε στη
δούλεψη αυτό μας διαφεύγει.
Πως ο σκαφέας που μουγκρίζει σκάβοντας τα χώματα είναι δράκοντας αυτό μας
διαφεύγει.
Πως η οχιά μέσα στα χόρτα ή μες στις πέτρες είναι η λυγερή σαΐτα του
Απόλλωνα που ψάχνει για τη φτέρνα μας αυτό μας διαφεύγει.
Πως κάθε μηχανάκι είναι η σιδερένια ενσάρκωση εκείνου του Χρυσόμαλλου
Κριού μας διαφεύγει.
Πως το λιμάνι είναι το πέτρινο μαντρί των καραβιών μας διαφεύγει.
Πως όλα τα καράβια σέρνουν μια λευκόμαλλη δορά μας διαφεύγει.
Πως όλα τα καράβια προσπαθούν να αντιγράψουν τη χρυσόμαλλη δορά του
Γαλαξία πάνω στα νερά μας διαφεύγει.
Πως το νερό είναι μαχαίρι που μας γδέρνει κατεβάζοντας την άσπρη, τη
σγουρή, την πολυόμματη
δορά της σαπουνάδας απ’ το σώμα μας αυτό μας διαφεύγει.
Πως οι πετσέτες μες στο μπάνιο μας δεν είναι ούτε μούσκλα γύρω απ’ την πηγή
ούτε και είναι τα εφτά πέπλα της Άσθαρ αλλά είναι του καθρέφτη οι εφτά δορές μας διαφεύγει.
Πως η κυρία πού ’ρχεται στο πάρκο με τα τρία της σκυλιά κάθε απόγευμα
είναι η Περσεφόνη με τον Κέρβερο αυτό μας διαφεύγει.
Πως ήδη έχουμε θαφτεί μας διαφεύγει·
μας διαφεύγει πως ο Ήλιος που ακουμπά το δειλινό εκεί στο λόφο είν’ο
φύλακας του τάφου μας, μια σφίγγα, ένας λέων
με πρόσωπο καθρέφτη και με χαίτη αχτίδες.
Μας διαφεύγει που η Σελήνη είναι η χαμένη μας εντάφια προσωπίδα καθώς
φλόγινη σα λιόντισσα προβαίνει με ησυχία θανατερή μες απ’ τη λόχμη.
Πως ζούμε πλήρως μυθικά μας διαφεύγει.
Πως το μολύβι που κρατούμε μπορεί να ’ναι το σουβλί που τύφλωσε τον
Κύκλωπα αυτό μας διαφεύγει.
Πως οι μνηστήρες είν’ εδώ και τρώνε και γλεντούν το βιός του Οδυσσέα μας
διαφεύγει.
Πως σαν τον Οδυσσέα ο ποιητής είν’ ένας ξένος μες στο ίδιο του το σπίτι αυτό
μας διαφεύγει.
Πως ήδη των μνηστήρων οι ψυχές αποκολλιούνται απ’ τη σπηλιά του ουρανού
και κατεβαίνουν τρίζοντας στον Άδη αυτό μας διαφεύγει.
Πως ο Ερμής χωρίς κακία τις οδηγεί μες απ’ τους δρόμους τους υγρούς προς το
σκοτάδι αυτό μας διαφεύγει.
Πως ζούμε μυθικά μας διαφεύγει.
Πως είμαστε σκιές και τριγυρνάμε έξω από του χρόνου τον καθρέφτη αυτό μας
διαφεύγει.
Μια συνέντευξη του Γιάννη Υφαντή σε Ισπανικό blog:
http://joseanibalcamposmariodominguezparra.blogspot.com.es/2013/04/osmosis-xiii-yannis-yfantis.html
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΥΦΑΝΤΗ ΣΤΗΝ ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΚΟΥΝΤΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗ:
– O Εραστής της Ποίησης που αγαπάει τη Δικαιοσύνη
Στο Womland.com, 30/9/2013:
Τον διατρέχει ένας «φυσιοκρατικός μυστικισμός» λένε κάποιοι, «ένας μαγικός ρεαλισμός» λένε άλλοι. «Παγανιστικός μυστικισμός, πανθεϊσμός, ηδονισμός, αισθησιασμός, όλες αυτές οι ονομασίες συνυπάρχουν για να χαρακτηρίσουν το σύστημα αντίληψης και παρουσίασης αυτής της ποίησης, που πριν γίνει ποίηση, είναι ήδη η στάση του ποιητή μπροστά στον κόσμο» μας λέει ο Γάλλος ποιητής Ζαν-Κλωντ Βιλλαίν. Κι ο Γιάννης Ρίτσος το 1986: «είναι η έκσταση του αισθησιασμού και ο αισθησιασμός της έκστασης».
Για εμάς που έχουμε μελετήσει και έχουμε αγαπήσει το θαυμάσιο έργο του, ο Γιάννης Υφαντής είναι ένας εραστής. Ο Εραστής της Ποίησης.
1/ Κύριε Υφαντή, βραβευτήκατε με το βραβείο Καβάφη το 1995 στο Κάιρο. Και μόνο του αυτό είναι τιμητικός τίτλος που θα σας συντροφεύει μια ζωή. Μιλήστε μας λίγο γι’αυτή την τιμητική διάκριση.
Βραβείον. Απ’ όπου το αγγλικό brave και το ιταλικό bravo. Δεν υποτιμώ τα βραβεία. Οι άνθρωποι τα υποτιμούν με τον τρόπο που τα χρησιμοποιούν. Διότι σπάνια τα δίνουν στους γενναίους (brave) και στους άξιους επαίνου (bravo). Το πιο συχνό είναι να τα δίνουν στους «δικούς» τους, είτε στους δήθεν που όντας ψεύτικοι είναι ακίνδυνοι. Μιλήσατε για κρατικά βραβεία ; Όχι. Όμως θα πρέπει να αναλογιστείτε ότι ενώ είμαι ο μόνος μέσα στους νεότερους ποιητές, που έφερε με την παρουσία του μεγάλο ενθουσιασμό στην γενιά του 30 και σ’ άλλους νεότερους, είμαι συνάμα και ο μόνος που δεν πήρα ποτέ κρατικό βραβείο είτε το βραβείο της ακαδημίας. Δεν υπήρξα καν ποτέ υποψήφιος. Παρόλο που κυκλοφόρησα βιβλίο ύστερα από θερμή παράκληση του Χατζηδάκι και του Γκάτσου. Παρόλο που ο Ρίτσος διαβάζοντας τα ποιήματά μου είχε την ανάγκη ν’ ανοίξει τα παράθυρα του σπιτιού του και να φωνάξει «επιτέλους εγεννήθη ποιητής». Παρόλο που ο Ντίνος Χριστιανοπουλος είπε κάποτε στην τηλεόραση ότι η Θεσσαλονίκη υπερέχει πολιτιστικά των Αθηνών, επειδή η Θεσσαλονίκη έχει έναν Υφαντή που η Αθήνα δεν έχει. Παρόλο που ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος δεν λέει πως είμαι ο αγαπημένος του ποιητής μέσα στους νεότερους αλλά, προσέξετε, ο αγαπημένος του Νεοέλλην ποιητής…
Το «βραβείο Καβάφη» δεν θα σήμαινε τίποτε για μένα αν δεν συνδεόταν με τον αγαπημένο μου ποιητή, κι αν δεν μου δινόταν στο Κάιρο, σε μιαν από τις πιο αγαπημένες μου πρωτεύουσες του κόσμου. Πέραν τούτων (το βραβείο αυτό) έγινε αφορμή να γράψω ένα ωραίο κείμενο για τον Καβάφη και τον Αναξίμανδρο (το κείμενο της ομιλίας μου εκεί κατά την βράβευσή μου) κι ακόμη έγινε αφορμή να πάω τέσσερις φορές στην αγαπημένη μου Αίγυπτο («αυτόν τον πάπυρο με τα πέτρινα γραπτά….» καθώς λέω «τον οποίο (με χέρι την Πελοπόννησο) η Ελλάδα απλώνει να πιάσει, για χιλιάδες τώρα χρόνια». Το βραβείο αυτό σημαίνει χορταστική επαφή με την Αλεξάνδρεια, τον Νείλο, τη Σφίγγα, τις Πυραμίδες, την αιγυπτιακή ύπαιθρο που παραμένει αναλλοίωτη εδώ και χιλιάδες χρόνια, το έξοχο Αρχαιολογικό Μουσείο του Καΐρου, τους πολύχρωμα ντυμένους, πανέμορφους ανθρώπους της Αιγύπτου, με τα λαμπερά κατάμαυρα μάτια.
2/ Έχετε γράψει αμέτρητα ποιήματα και τα περισσότερα από αυτά εξυμνούν τον έρωτα. Στην εισαγωγή σας για τη ποιητική συλλογή «Έρως Ανίκατε Μάχαν» έχετε γράψει :
«Ο ‘Έρωτας δεν κήρυξε ποτέ δόγματα, δεν αναζήτησε μαθητές και οπαδούς, δεν προσπάθησε να προσηλυτίσει κανέναν, δεν ίδρυσε θρησκεία για να λατρεύεται, δεν έκανε ποτέ προπαγάνδα, δε συνεργάστηκε με καμιά εξουσία για να επιβληθεί και να επικρατήσει, δεν έγινε ποτέ ιδιοκτησία καμιάς ομάδας, κανενός έθνους, καμιάς αυτοκρατορίας. Κι όμως, όλα τα όντα, από τους ανθρώπους μέχρι τα δέντρα και τα ζώα. από τις κάμπιες μέχρι τούς ήλιους και τους γαλαξίες, είναι οπαδοί του, τον λατρεύουν, τον υπηρετούν, με χαρά. Δεν είναι λοιπόν αυτός ο πιο μεγάλος θεός;».
Μιλήστε μας λίγο για τον Έρωτα όχι μόνο σαν σχέση άνδρας-γυναίκα, αλλά και σε σχέση με τη ζωή. Εκτός από τη Γυναίκα, που αλλού βρίσκεται ο Έρωτας για τον ποιητή Γιάννη Υφαντή;
Ο Έρωτας μαζί με τον Θάνατο είναι οι μεγαλύτερες συμπαντικές δυνάμεις. Εκείνος που συνάντησε τον έρωτα, όποιος κι αν ήταν, υπέκυψε σ’ αυτόν με τον απόλυτο εκείνο τρόπο που ο Σοφοκλής μας περιγράφει στην Αντιγόνη. Κανείς δεν μπορεί να αντιταχθεί στην κυβερνώσα τα πάντα –«οιακισμός κεραυνού»-συμπαντική ενέργεια που λέγεται έρωτας. Εκείνος που ισχυρίζεται ότι νίκησε τον έρωτα, απλούστατα, δεν τον συνάντησε ποτέ. Κι εδώ αρχίζει μια τεράστια παρ-εξήγηση που διαρκεί χιλιετίες και είχε κάποτε μες στην ανθρώπινη ιστορία τραγικές συνέπειες. Θέλω να πω ότι μέσα στην ανθρώπινη ιστορία, και κυρίως την θρησκευτική ιστορία, έγιναν κάποτε υπόδειγμα ερωτικής εγκράτειας άνθρωποι χωρίς κανένα ερωτικό συναίσθημα, καμμία δυνατότητα κι επιθυμία αναπαραγωγής. Άνθρωποι που από τον οργανισμό τους, από την όλη τους βιολογία, απουσίαζαν οι ορμόνες εκείνες που προκαλούν τις λεγόμενες ερωτικές ορμές.
Εδώ γεννιέται άλλωστε και η σκέψη μου (που καλύπτει εντέλει όλόκληρη την ανθρώπινη συμπεριφορά) ότι οι άνθρωποι κατά βάθος δεν έχουν ιδεολογικές διαφορές, αλλά, το τονίζω, βιολογικές. Το μουλάρι (γεννημένο από γάιδαρο και φοράδα), είναι ένα ζώο που από γεννήσεώς του είναι ευνουχισμένο, που από γεννήσεώς του δέν έχει ερωτικά ή αναπαραγωγικά ένστικτα. Υπάρχουν και ανάλογοι άνθρωποι.
Είναι αυτοί που φημίστηκαν ως άκρως εγκρατείς περί τον έρωτα (χωρίς ποτέ να τον συναντήσουν λέω πάλι) και που τους παρουσίασαν ως παράδειγμα προς μίμησιν σε ανθρώπους γεμάτους ερωτικά ένστικτα, από τους οποίους απαιτούσαν (κι εδώ αρχίζει η τραγωδία) να συμεριφέρονται ερωτικά, όπως και οι άνθρωποι μουλάρια, που δεν είχαν ερωτικά ένστικτα.
Ακόμα σήμερα θα σε πλησιάσουν άνθρωποι του Αγίου Όρους, να σε συμβουλέψουν, οι δυστυχείς, ότι ως αληθινός χριστιανός, θα πρέπει να κάνεις έρωτα στη ζωή σου μόνο τρεις φορές, τέσσερις, πέντε, όσες φορές δηλαδή θα θελήσεις να κάνεις παιδιά. Αυτός, ο έτσι κι αλλιώς μοναχός, ούτε καν υποψιάζεται ότι σου προτείνει κάτι το αδύνατο, που δεν ανήκει στον ηθικό χώρο αλλά στην βιολογία.
Αυτός ο άνθρωπος, του οποίου ο οργανισμός δεν έχει καμμιά σχέση με τις ερωτικές ορμές, δεν μπορεί ποτέ να διανοηθεί ότι ο άλλος στον οποίο μιλά, είναι βιολογικά εντελώς διαφορετικός από αυτόν, κι ότι του είναι αδύνατο να περάσει μερικές μέρες και κάποτε, έστω και μία μέρα, χωρίς ερωτική επαφή. Φανταστείτε τέτοιοι άνθρωποι, άνθρωποι μουλάρια, σε τι τραγική κατάσταση μπορούν να φέρουν μια κοινωνία, αν τύχει να έχουν πάνω σ’ αυτήν εξουσία. (Μα τέτοιος δεν ήταν ο Πενθέας στις «Βάκχες» του Ευρυπίδη; Τέτοιοι δεν υπήρξαν οι ιεροεξεταστές του Μεσαίωνα;). Φανταστείτε (πράγμα το οποίο άλλωστε έχει συμβεί) ν’ απαιτούν, όλοι όσοι βρίσκονται υπό την εξουσία των να συμπεριφέρονται ερωτικά όπως αυτοί.
Ο Έρωτας είναι η διαρκής αστραπή, η κυκλοφορία του αίματος-φωτός μέσα στο σύμπαν. Εμείς κοινωνούμε απλώς αυτό το φως, και γινόμαστε τότε ένα με το σύμπαν. Το ότι παραληρούμε ή κραυγάζουμε μέσα στον ερωτικό οργασμό, σημαίνει ότι μας συμβαίνει κάτι που υπερβαίνει την ύπαρξή μας. Ναι, μέσα στον ερωτικό οργασμό γινόμαστε για ελάχιστο χρόνο ένα με το σύμπαν. Γινόμαστε αθάνατοι από τη μιά, όπως το σύμπαν, μέσω της ταυτίσεως με αυτό, και γινόμαστε ακόμη αθάνατοι μέσω της διαιωνίσεως του εαυτού μας που προκαλείται δια της εκσπερματώσεως και της συνουσίας. Να πω εδώ, ότι σχεδόν, μ’ ελαχιστότατες εξαιρέσεις, απ’ όλα τα ζώα, μόνο ο άνθρωπος είναι ερωτικός καθ’ όλη την διάρκεια του έτους. Αυτό νομίζω γίνεται για να μπορούμε μέσω αυτής της υψίστης, συχνά επαναλαμβανόμενης ηδονής, να αντέχουμε στη σκέψη του θανάτου: Είμαστε τα μόνα όντα που έχουν συνείδηση του θανάτου. Αν ερωτευόμασταν για μια εβδομάδα το χρόνο, αν ο έρωτας ήταν μόνο αναπαραγωγικός, πώς θ’ αντέχαμε τη ζωή, έχοντας τη συνείδηση πως είμαστε διαρκώς μελοθάνατοι; Δεν θα το αντέχαμε. Έτσι η φύση μας έδωσε το αντίδοτο: Να μπορούμε καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους να γευόμαστε την ύψιστη κι απόλυτα λυτρωτική αυτή ευφροσύνη. Και κάτι άλλο: Πολλοί ρωτούν για το σκοπό της ζωής και για το αν άξιζε να γεννηθούμε. Λέω πως μέσα σε μια πλήρη ερωτική ένωση, όπου συμμετέχουν και οι δύο πλήρως σωματικά, πλήρως διανοητικά, πλήρως συναισθηματικά, ο άνθρωπος ζώντας την άρρητη, ύψιστη ευφροσύνη, λέει, «ναι, τώρα κατάλαβα γιατί γεννήθηκα: για να γνωρίσω αυτή την απόλυτη ικανοποίηση, την απόλυτα λυτρωτική, που μου δίνει η ερωτική έκσταση• που με κάνει να ξεχνώ άγνοια και γνώση, μικρά και μεγάλα, όμορφα κι άσχημα, θάνατο και αθανασία• που με κάνει ισόθεο, αν όχι περισσότερο, έστω και για λίγα λεπτά».
Ναι, ο ποιητής βλέπει ερωτικά την όλη ζωή, είναι ισοβίως ερωτευμένος με τη ζωή. Και διαφέρει από τους υπολοίπους ανθρώπους σε τούτο: Εκείνοι γίνονται ποιητές για το λίγο διάστημα που είναι ερωτευμένοι. Ο ποιητής είναι ποιητής ισοβίως διότι είναι ισοβίως ερωτευμένος.
3/ H Μεγάλη Επιστροφή από τη συλλογή Αλέκτωρ ο Εράσμιος (2002- Βουρκαριανή) – ένα από τα αγαπημένα μου – αφορά τις γυναίκες. Πείτε μας τι πιστεύετε για τη σημερινή γυναίκα, τον ρόλο της σήμερα. Υπάρχει κάτι που θαυμάζετε σε αυτή, σε σχέση με το ρόλο που καλείται να παίξει στη σημερινή κοινωνία;
Υπάρχει και σήμερα (μα λιγότερο φανερά, και πολύ πιο χαλαρά) όπως και στην αρχαιότητα, η γυναίκα πόρνη, η γυναίκα για οικογένεια, και η γυναίκα εταίρα (ερωτική φίλη, σύντροφος κι εμπνεύστρια). Σέβομαι και τις τρεις αυτές περιπτώσεις γυναικών. Μα η εταίρα μπορεί να περιέχει τις άλλες δύο χωρίς να ευτελίζεται η θηλυκή φύση και γενικότερα η ανθρώπινη ζωή. Η εταίρα μπορεί να δώσει το σεξ χωρίς να πουλιέται στον νταβατζή και σε όποιον θέλει να εκτονωθεί. Η εταίρα μπορεί να είναι μάνα χωρίς να ευτελίζεται πουλώντας τον εαυτό της στον σύζυγο και κατ’ επέκτασιν σε όλο το συγγένιο του συζύγου. Και αντιλαμβάνομαι βαθύτατα εκείνο που ο Ρεμπώ λέει. Πως «θα ξαναϋπάρξουν ποιητές αληθινοί, όταν αυτοί θα είναι ξανά πολίτες (σαν τους Αρχαίους Έλληνες ποιητές), κι όταν η γυναίκα απελευθερωθεί από τα αιώνια δεσμά της, όταν θα φθάσει να ζει από τον εαυτό της και για τον εαυτό της». Διαφορετικά, όταν η μια γυναίκα πουλιέται στο πεζοδρόμιο και η άλλη στον σύζυγο που της εξασφαλίζει τα προς το ζην, πού θα βρούμε τη γυναίκα-εμπνεύστρια, επαναστάτρια, δημιουργό, σύντροφο και Μούσα του Ποιητή;
Μα όλα τούτα προϋποθέτουν την άμεση δημοκρατία, όπου ο ποιητής είναι πολίτης και κάθε του έργο το απολαμβάνουν όλοι οι πολίτες. Στα τυραννικά καθεστώτα ο ποιητής ζει προσκολλημένος στα παλάτια, μακριά από τον λαό. Ο ποιητής παίζει όντως τον ρόλο του μόνον όταν, όσα γράφει δεν τα γράφει για είκοσι ανθρώπους της Αυλής, μα για όλους τους συμπολίτες του και κατ’ επέκτασιν για όλη την ανθρωπότητα κι ακόμα παραπέρα για όλα τα όντα, διότι η αληθινή ποίηση, φτάνει ως θετική ενέργεια σ’ όλο το σύμπαν. Έτσι, μόνο στην άμεση δημοκρατία, που μας δίνει τον ποιητή πολίτη, μπορεί να είναι η γυναίκα πράγματι ελεύθερη, ώστε να γίνει φίλη, σύντροφος, συνεργάτις, εμπνεύστρια και πλήρης συμμέτοχος στο θαύμα της ζωής. Ναι, η ελεύθερη γυναίκα, η εταίρα (σύντροφος-φίλη, παντού και πάντα) κι όχι η πουλημένη γυναίκα. Αυτή πρέπει να μας ενδιαφέρει, αυτή πρέπει να είναι σήμερα και πάντα, το ζητούμενο.
4/ Κάθε ευαίσθητος ποιητής έχει τη Μούσα του…Πείτε μας για εσάς ποια είναι αυτή η μούσα που σας εμπνέει και σας κάνει να δημιουργείτε ποίηση;
1. Δεν υπάρχει ποιητής που να μην είναι ευ-αίσθητος. 2. Όταν είμαι ερωτευμένος με μια γυναίκα, αυτή προφανώς θα πρέπει να είναι η μούσα μου. Όμως σε κάποιο διάστημα της ζωής μου, που δεν έχω γυναίκα (μα και πάλι είμαι ερωτευμένος… με το κάθε τι), ποια είναι η μούσα μου;
Αλλά, κακά τα ψέμματα: Είμαι ποιητής από γεννησιμιού μου, χωρίς να έχω συνείδηση περί αυτού. Κι αργότερα, έφηβος ακόμη, γράφω ποίηση. Μα ποτέ αυτά που υπήρχαν μέσα μου ασυνείδητα ως ποίηση, είτε αυτά που αργότερα συνειδητά έγραφα, δεν θ’ αποχτούσαν την πλήρη μορφή τους, δεν θα ενσαρκώνονταν σε ποιήματα, χωρίς εκείνη την υπαρξιακή αναγέννηση, εκείνη την πνευματική ευκινησία, εκείνη την εξουσία πάνω στον λόγο, που αποχτούσα όταν είχα κοντά μου μια πολυαγαπημένη. Κάθε γυναίκα που αγαπά ο ποιητής είναι και μούσα του. Η μούσα, είναι όλα τα όντα συγκεντρωμένα σε μια μορφή, είναι το σύμπαν που επιτέλους γίνεται κορμί, απτό, ικανό να το αγκαλιάσεις και να σε αγκαλιάσει, ικανό να το χωρέσεις και να σε χωρέσει. Είναι η πολυαγαπημένη, που θέτει την θνητή αφήγηση της ζωής μας εν ρυθμώ, την κάνει λόγο μουσικό, εντάσσοντάς την έτσι στην παγκόσμια αρμονία που είναι αθάνατη. Τη συνάντησα με πολλά ονόματα. Το σημερινό της όνομα αν και το είχε αφότου τη βάφτισαν, ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκε. Τη βάφτισαν Ουρανία αλλά την φώναζαν Ράνια. Μόνον όταν έγινε άξια του ονόματός της, το όνομά της έγινε κι εκείνο λειτουργικό. Μόνον όταν εγκατέλειψε τη βόλεψή της, την πανεπιστημιακή της σταδιοδρομία, σε μια γκρίζα χώρα του Βορρά, και ήρθε να ζήσει στην Ελλάδα με τον ποιητή της (αψηφώντας την οικονομική κι επαγγελματική αβεβαιότητα), τότε μόνο («περνώντας το μεγάλο ποτάμι»), πέρασε από το «Ράνια» στο «Ουρανία», τότε έφτασε στ’ όνομά της. Που είναι άλλωστε και το όνομα μιας των εννέα μουσών.
5/ Στο παραπάνω ποίημά σας, αναφέρεστε στη σχέση σας με το χρήμα όσον αφορά τη ποίηση. Υποστηρίζετε πως όποιος βγάζει λεφτά από την ποίηση «είναι σαν το νταβατζή που εκδίδει την αγαπημένη του». Μιλήστε μας λίγο για τη σχέση σας με το χρήμα και σε συνδυασμό με την αγαπημένη σας τέχνη, την ποίηση.
Το παραπάνω ποίημα δεν στηλιτεύει αυτόν που βγάζει χρήματα από την ποίησή του. (Εφόσον δεν ζούμε στην ιδανική κοινωνία, το να ζει κανείς από την ποίησή του είναι ευλογία). Στηλιτεύει την κοινωνία εκείνη που με τα συστήματά της κάνει πλούσιο τον εκδότη (με το έργο του εραστή-ποιητή), τον δε ποιητή τον αφήνει απροστάτευτο κι εντέλει τον καθιστά απένταρο. Οι ως τώρα εκδότες μου (εκτός του ΠΑΤΑΚΗ που ήταν συνεπής στις πληρωμές του), μου χρωστούν πάνω από 60.000 ευρώ. Αυτά τα χρήματα μου έλειψαν πολύ τα τρία τελευταία χρόνια. Κι όμως αυτοί που μου τα χρωστούν δεν μου τα έδωσαν. Γιατί;
Γιατί έχοντας αυτοί τις καλύτερες σχέσεις με το διεφθαρμένο ελληνικό κράτος, ήσαν πανίσχυροι απέναντί μου. Το ελληνικό κράτος κάνει ισχυρούς εκείνους που κάνουν ισχυρή την φαυλότητά του. Το ελληνικό κράτος προστατεύει τους ισχυρούς, διότι χάρη σ’ αυτούς υπάρχει. Αντίθετα, μισεί τους ποιητές, επειδή από αυτούς κινδυνεύει η φαυλότητά του. Ποιός να την πει και ποιός να την ακούσει; Θέλω να πω τη μεγάλη αλήθεια, ότι η Ελλάδα έφτασε στην οικονομική κρίση, διότι πρωτίστως υπονόμευσαν και αφάνισαν την κυρίως βιομηχανία της που λέγεται πολιτισμός.
6/ Ποια η σχέση σας με τη θρησκεία και το Θεό; Στο ταξίδι σας στο Άγιο Όρος ζήσατε αξέχαστες εμπειρίες τις οποίες και καταγράψατε στο βιβλίο σας «ΤΟ ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ» (2003 ΠΑΤΑΚΗΣ -Εξαντλημένο). Μιλήστε μας λίγο για αυτό σας το ταξίδι και κατά πόσο σας ωφέλησε πνευματικά, ίσως, και σας εξέλισσε σαν άνθρωπο και σαν ποιητή.
Είμαι υπερβολικά θρήσκος και συνάμα υπερβολικά άθρησκος. Πιστεύω στον θεό που δεν έχει όνομα, αλλά είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Πιστεύω στον θεό που δεν έχει όνομα και που συνάμα έχει τα ονόματα Κόσμος, Φύση, Άπειρο, Ζεύς, Ζωή, Παν, Τίποτε. Μα δεν πιστεύω σε θεό δημιουργό. Πιστεύω περισσότερο στους Ελληνικούς θεούς παρά στον θεό δημιουργό. Γιατί εκείνοι αποτελούν προσωποποιημένες κι επώνυμες, αιώνιες όψεις (κι αιώνιους νόμους) της αιωνίου Φύσεως, ενώ ο θεός δημιουργός είναι δημιούργημα πονηρών είτε ανόητων ανθρώπων. Πιστεύω περισσότερο στους αθάνατους θνητούς, όπως ο Όμηρος, που η αθάνατη φύση του ως έργο κι ενέργεια μου φέρνει δάκρυα ύστερ’ απο τρεις χιλιάδες χρόνια, παρά σ’ ένα θεό δημιουργημένο από πνευματικούς νάνους. Λένε οι ηλίθιοι: «Κοίταξε αυτό το σφυρί, κάποιος το έφτιαξε, έτσι δεν είναι; Ε λοιπόν κι όλο αυτό που βρίσκεται γύρω μας, κάποιος το έφτιαξε, δεν μπορεί να έγινε μόνο του». Για τους ηλίθιους, η Φύση ή το Άπειρο, αυτό που την αρχή του και το τέλος του δεν βρήκαν ποτέ, και ούτε ποτέ μπορούν να το βρουν, αυτό που η ολότητά του τούς είναι ασύλληπτη, αυτό για τους ηλίθιους είναι ίδιο μ’ ένα σφυρί. Είναι ανόητο, άσοφο, γελοίο, να ταυτίζεις ένα σφυρί, που έχει δημιουργό, με κάτι που την αρχή του και το τέλος του ποτέ δεν γνώρισες και ούτε σου είναι δυνατό να γνωρίσεις. Θα πρέπει να μην γνωρίζεις ελληνικά, για να διαπράξεις την ύβρη να εξισώνεις το Άπειρο (που η ίδια του η ονομασία δεν επιτρέπει κάτι έξω από αυτό), μ’ ένα σφυρί.
Στο Άγιον Όρος πήγα ως εραστής, για ν’ απολαύσω εκείνα που είχε να μου δώσει, όπως πηγαίνω άλλωστε σε κάθε άλλο τόπο που αγαπώ. Δεν πήγα ως σκυμμένος προσκυνητής, δεν πήγα ως ευσεβής χριστιανός. Έτσι, πηγαίνοντας όρθιος και με άδειο νου, είχα χώρο να βάλω εκεί ό, τι μου άρεσε. Αν πήγαινα με το νου μου γεμάτο χριστιανισμό, πού θα έβαζα τον αμύθητο πλούτο του Αγίου Όρους;
7/Στον «Ναό του Κόσμου» (1996 Δελφίνι) αναφέρεστε στον Κόσμο, μ’ όλα όσα αυτός περιέχει και λέτε πως « άλλο δεν είναι παρά ένας ναός, όπου το κάθε ον είναι αρχιερέας. Όταν το ηλιακό κίτρινο και το γαλάζιο της θάλασσας ενώνονται, μας δίνουν το πράσινο του εξωφύλλου, δηλαδή το χρώμα της αιώνιας Φύσης.». Μιλήστε μας λίγο για τη σχέση σας με τη Φύση και κατά πόσο αυτή έχει επηρεάσει και ίσως εμπλουτίσει τον ποιητικό σας λόγο;
Μα μόνο η Φύση μπορεί να είναι αυτό που θέλουν να ονομάζουν Θεό. Η Φύση είναι ο Θεός. Χάρη σ’ αυτήν υπάρχουμε ή ονειρευόμαστε πως υπάρχουμε. Ναι, η Φύση, ο Κόσμος, είναι για μένα ένας ναός. Όπου το κάθε ον μέσα εκεί είναι αρχιερέας. Από το θαύμα-Κόσμος, ένοιωσα την ανάγκη να μεταφράσω μερικές σελίδες του σε ανθρώπινο λόγο. Ώστε να μπορέσω να μοιραστώ με άλλους την ομορφιά τους και να μπορώ έτσι να την αντέξω. (Δες και ποίημα «Βιβλίο Κόσμος»). Κι’ είναι αυτό που ονομάζω ποίηση. (Ποίηση, επειδή ποιεί τον κόσμο, φέρνοντάς τον στην συνείδηση• επειδή έξω από τη συνείδηση ο κόσμος δεν υπάρχει).
8/Έχετε πει πως «Μυστικό είναι, όχι αυτό που φυλάγεται κρυφό, αλλά το από τη φύση του αμετάδοτο». Στο βιβλίο «Μυστικοί της Ανατολής», αφιερωμένο «σ’ όλα ανεξαιρέτως τα όντα», υπάρχει κάποιο μυστικό που θέλατε να αποκαλύψετε μέσα από το βιβλίο σας αυτό;
Πέραν των άλλων, με το βιβλίο αυτό, ήθελα να πω με χίλια στόματα, εκείνο που στην ερώτησή σας έχετε υπογραμμίσει. Αλλά, το βιβλίο αυτό, δεν έγινε με κάποιο σκοπό. Εγώ, διαβάζοντας μυστικούς της Ανατολής, έβρισκα εκεί την ανώτερη σοφία (που όντας σοφία, εκφρασμένη από σοφούς, δεν γίνεται παρά να είναι με απλότητα εκφρασμένη). Εύρισκα την ανώτερη σοφία, τη λυτρωτική. Ισάξια σοφία βρήκα μόνο στον Όμηρο και στους Φυσικούς Φιλοσόφους της Αρχαίας Ελλάδας, τους λεγόμενους και Προσωκρατικούς.
Όταν τα κείμενα που εύρισκα και που για να τα χαρώ περισσότερο τα μετέφραζα, έγιναν πολλά, ένοιωσα ότι μου ζητούν να γίνουν βιβλίο. Και τα έκανα βιβλίο. Ναι, δεν έκανα το βιβλίο με σκοπό να φανερώσω κάποιο μυστικό. Όμως, αν έπρεπε να βάλω το βιβλίο αυτό σε μια φράση, θα το έβαζα ίσως στη φράση αυτή: «Έξω από την συνειδητοποιημένη προσωπική μας εμπειρία, τα πάντα είναι ψέμμα». Ή ακόμη: «Για όποιον κατέχει την πρωταρχική του φύση (ή αν την έχασε την έχει επανακτήσει) ο κόσμος είναι το πανταχού παρόν θαύμα. Και η ευτυχία εντός αυτού του θαύματος είναι αναπόφευκτη».
9/Το βιβλίο «ΑΛΕΚΤΩΡ Ο ΕΡΑΣΜΙΟΣ», περιέχει πέντε ερωτικές ζωγραφιές (χαλκογραφίες) του Γιώργου Σταθόπουλου, αντίκρυ σε πέντε ερωτικά ποιήματά σας. Μπορείτε να μας μιλήσετε για αυτό το βιβλίο;
Ο φίλος μου ζωγράφος Γιώργος Σταθόπουλος, αγάπησε πολύ τα ποιήματά μου και κυρίως ταερωτικά ποιήματά μου. Αυτή του η αγάπη τον οδήγησε στο να τα δείξει και στον κύριο Νίκο Δαλαρέττο. Αυτός ενθουσιάστηκε. Και πρότεινε στον Γιώργο να κάνει ζωγραφιές για μερικά από τα ερωτικά μου ποιήματα, ώστε να σχηματιστεί ένα βιβλίο με ποιήματα αντίκρυ σε ζωγραφιές. Ένα βιβλίο που αυτός, δηλαδή ο Νίκος Δαλαρέττος, θα εξέδιδε, στο νησί του, στη Τζια (Κέα). Ο Γιώργος με μεγάλη χαρά έκανε τις ερωτικές ζωγραφιές του αντίκρυ σε κάποια μου ερωτικά ποιήματα κι ο Δαλαρέττος μετά το βιβλίο. Το παρουσιάσαμε ένα καλοκαιρινό σούρουπο σ’ ένα πανέμορφο χώρο του νησιού. Όταν πήρε το λόγο ο Γιώργος αξίζει να πω αυτό που ο ίδιος υπογράμμισε: «Εγώ, για δεκαετίες τώρα, ζω ανάνεσα σε μεγάλους ποιητές. Και κατάλαβα πως, οι ποιητές είναι η πηγή κάθε τέχνης. Χωρίς αυτούς δεν υπάρχουμε εμείς οι άλλοι. Μπροστά τους είμαστε τίποτε. Έτσι ό, τι βλέπετε εδώ, είναι κυρίως ο ποιητής, κυρίως ο ποιητής…».
10/ Μεγάλη σας αγάπη η κόρη σας Αριάδνη κι έχετε πει «Όπως τα παιδιά, έτσι και τα βιβλία δημιουργούνται από την ίδια δύναμη που ονομάζεται δίψα αθανασίας, επιθυμία της ζωής για ζωή ή έρωτας». Μιλήστε μας λίγο για την Αριάδνη.
Ω, να μια μούσα που δεν είναι ερωμένη. Από το 1987 μέχρι το 1997, είχα τις μούσες μου, αλλά η κυρίως μούσα μου ήταν η Αριάδνη. Στο πρόσωπό της έζησα τη γυναίκα που ποτέ δεν είχα γνωρίσει, τη γυναίκα μικρό παιδί. Ύστερα, αν και πάντα είμαστε αχώριστοι κι αγαπημένοι, η είσοδος της Αριάδνης στην εφηβεία, οι σπουδές της, οι έρωτές της, την απομάκρυναν κάπως. Την απομάκρυναν; Μα σχεδόν, τίποτε σημαντικό, απ’ όσα κάνω ή νομίζω πως κάνω, δεν το κοινοποιώ, αν δεν πάρω πρώτα τη γνώμη της. Η Αριάδνη είναι η ισοβίως αγαπημένη μου. Όμως να εξηγηθώ: Δεν είμαι χαζομπαμπάς. Η αγάπη μου προς την Αριάδνη δεν οφείλεται στο ότι είναι κόρη μου, στο ότι είναι συγγενής μου πρώτου βαθμού… Πάντα θα είναι κόρη μου, έτσι κι αλλιώς, αυτό δεν μπορώ να το αλλάξω. Όμως δεν θα την αγαπούσα κιόλας αν ήταν ένα τερατάκι. Η αγάπη μου προς την Αριάδνη οφείλεται στο ότι, είν’ ένας από τους φίλους εκείνους που έρχονται από τη Χρυσή Εποχή.
11/ Στο ποίημά σας «Το που μου κλέψαν το μπουφάν», νιώθω πως μιλάτε για την αίσθηση δικαίου και αδίκου. Υπάρχει άραγε κάτι τέτοιο στην εποχή μας ή αποκλειστικά και μόνο το άδικο ως έννοια και ζοφερή πραγματικότητα; Kαι πόσο σημαντικό είναι αυτό για εσάς ως άνθρωπο και ποιητή;
Η δικαιοσύνη δεν υπάρχει τυχαία στο κέντρο του αναξιμάνδρειου και του ηρακλείτειου κόσμου. Δεν την επικαλείται τυχαία ο Σεφέρης, δεν την επικαλείται τυχαία ο Ελύτης στο «Άξιον Εστί»… Δεν την υμνεί τυχαία ο Ρίτσος…Είναι η διέπουσα τον Κόσμο αρχή. Άλλωστε, λέγοντας το «Πάτερ Ημών», τί εννοούμε αναφέροντας την έξοχη φράση «ως εν ουρανώ και επί της γής»; Εννούμε πως η συμπάντεια δικαιοσύνη του Ηράκλειτου και του Αναξίμανδρου πρέπει να έρθει και στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Ω, η δικαιοσύνη. Μα χωρίς αυτήν τίποτε το καλό δεν μπορεί να υπάρξει. Μα στην πραγματικότητα η δικαιοσύνη είναι αισθητική. Είναι το άλλο πρόσωπο της αλήθειας και της ομορφιάς. Στην πραγματικότητα η ποίηση είναι ποίηση ακριβώς γιατί έχει δικαιοσύνη ήχων, συλλαβών, ρυθμών, αναπνοών, αισθημάτων, στοχασμών, κ.λπ. Ένας ζωγραφικός πίνακας είναι καλός επειδή έχει δικαιοσύνη σχημάτων, μορφών, χρωμάτων, ιδεών. Ένα κτήριο στέκεται όρθιο λόγω του ότι έχει δικαιοσύνη υλικών, σχημάτων, βαρών, τάσεων. Η μουσική είναι δικαιοσύνη ήχων, παύσεων, οργάνων. Η υγεία είναι δικαιοσύνη βιολογικών ρυθμών και αναλογιών. Σίγουρα η δικαιοσύνη υπάρχει σε κάποιους ανθρώπους. Κάποτε και σε ολόκληρες κοινωνίες. Μα παραμένει το υπ’ αριθμόν 1 ζητούμενο, παντού και πάντα. Το «ως εν ουρανώ και επί της γης» παραμένει πάντα το ανεκπλήρωτο. Και λείποντας αυτό, ο πανέμορφος πλανήτης μας, από παράδεισος, κινδυνεύει να γίνει πλήρως η κόλαση.
12/ Στο διπλανό ποίημά σας αναφέρεστε στην επανάσταση. Μια επανάσταση που όλοι περιμένουμε, αλλά κανείς δεν ξέρει ποιος θα κάνει την αρχή. Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας τις σκέψεις σας για την σημερινή κατάσταση στη χώρα μας; Μια επανάσταση σώζει την κατάσταση; Και αν ναι, πως και από ποιους θα μπορούσε να ξεκινήσει;
Η επανάσταση, μες απο τους μεγάλους σοφούς, έχει ξεκινήσει από πάντα… Ως γενικό φαινόμενο επιτυγχάνει σπανίως• μόνον όταν ωριμάζουν οι γεωπολιτικές συνθήκες. Όμως, υπάρχουν άνθρωποι που δεν περιμένουν την επιτυχία της γενικής επανάστασης. Η επανάσταση γι’ αυτούς γίνεται κάθε στιγμή, παντού. Επειδή η δικαιοσύνη γι’ αυτούς κατάντησε να είναι βιολογική ανάγκη κι ευφροσύνη. Επειδή η αδικία γι’ αυτούς κατάντησε να είναι η πλέον αποκρουστική αρρώστια. Η χώρα μας; Η κρίση της; Μεγάλη ιστορία. Η χώρα μας όντας μια οντότητα χιλιάδων ετών, έχει υπάρξει πολλές φορές δυνατή και πολλές φορές αδύνατη. Η κρίση των ημερών μας έχει πολλά αίτια. Παρακολουθούσα προ ημερών ένα δοκιμαντέρ για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Έλεγαν τα υπέρ του και δεν έλεγαν γι’ αυτά ψέμματα. Όμως απέκρυβαν τα εναντίον του. Τα «εναντίον» όλων μας των πολιτικών που οι δυνατοί του πλανήτη αξιοποιούν προς όφελός των, κι εναντίον μας, είναι ένα από τα αίτια των κρίσεων και της σημερινής κρίσης στη χώρα μας. Κι ακόμη, λένε οι ανόητοι: «Για την κρίση στη χώρα φταίνε μόνο οι ξένοι». Κι απαντούν οι άλλοι ανόητοι: «Για την κρίση στη χώρα φταίνε μόνο οι Έλληνες». Όμως εγώ γνωρίζω πως δεν υπάρχει μόνο εισπνοή, είτε μόνον εκπνοή. Για να υπάρξει ζωή συμβαίνουν και τα δύο. Είναι συγκοινωνούντα δοχεία, αλληλεπιδρούν, δεν υπάρχει το ένα χωρίς το άλλο. Για την κρίση λοιπόν στη χώρα μας φταίνε οι Ελληνικές κυβερνήσεις (μαζί με δυνάμεις, εταιρείες, συνομωσίες, ανοησίες, απληστίες και βάλε) αφενός, και αφ’ ετέρου, κάποιες από τις ξένες κυβερνήσεις, (δυνάμεις, αδυναμίες, εταιρείες, συνομωσίες, ηλιθιότητες, απληστίες και βάλε…). Κατηγορηματικά δε λέγω, ότι δεν φταίει γι’ αυτήν ούτε ο ελληνικός λαός, κι ούτε κανένας άλλος λαός. (Οι λαοί ευθύνονται μόνο στην άμεση δημοκρατία. Εκεί που είναι πράγματι πολίτες και τους είναι γνωστό οτιδήποτε αφορά στην πόλη τους. Τότε για τις αποφάσεις τους φέρνουν ευθύνη. Όμως στις ψευδοδημοκρατίες – τέτοια είναι και η αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική «δημοκρατία» – οι λαοί είναι κοπάδια συρόμενα και φερόμενα από ψεύδη, υποσχέσεις, εκφοβισμούς, εκβιασμούς… Ποια ευθύνη μπορεί να έχει ο πλανόμενος, ο αγνοών, ψηφίζοντας καθ’ υπαγόρευσιν και κάτω από εκβιασμούς κάθε τέσσερα χρόνια;).
Ω ναι, πολλά τα αίτια της σημερινής κρίσης. Μα το βαθύτερο είναι ο φθόνος που προκαλεί κάποιος όταν είναι «γιος της Γης και του αστερόεντος Ουρανού»). Γιατί θέλουν να ξεχνούν (οι τάχα μου υπεύθυνοι για τη χώρα τούτη) ότι κατά καιρούς, αξιωματούχοι ξένων χωρών (όχι μόνο πριν δυο αιώνες, αλλ’ ακόμη κι εσχάτως, πριν 10, 20 χρόνια), εξέφρασαν την επιθυμία τους να αφανιστεί ο Ελληνισμός;
Πότε έγινε ένα «πάνελ» (όπως κατάντησε να λένε την δημόσια συν-ζήτηση), γι’ αυτό το ζήτημα; Πότε κάλεσαν αυτούς τους αξιωματούχους να τους ρωτήσουν γιατί θέλουν τόσο πολύ την εξαφάνιση του Ελληνισμού;
Ναι, πίσω απ’ όλους αυτούς υπάρχει αυτό που μας λέει εδώ ο Αλεξανδρινός ποιητής Παλλάδας, 1500 χρόνια πριν, τον καιρό που κατακομμάτιαζαν την μαθηματικό και φιλόσοφο Υπατία, τον καιρό που έμπαζαν τους Έλληνες κατά χιλιάδες στα Ιπποδρόμια και τους έσφαζαν, μόνο και μόνο γιατί ήσαν Έλληνες. Έλληνες, που θα πει, παιδιά, (όχι κάποιου θεού κατασκευασμένου από βάρβαρα, λειψά μυαλά, μα) της άναρχης κι ατελεύτητης Φύσεως.
ΑΧ ΤΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΜΦΟΡΑ
Αχ τι μεγάλη συμφορά πού ’ναι ο φθόνος.
Σ’ αυτόν που την αγάπη τους δείχνουνε οι θεοί
σ’ αυτόν είναι που ρίχνεται το μίσος των ανθρώπων.
Το φθόνο ξεσηκώσαμε οι Έλληνες.
Γι αυτό και καταντήσαμε χειρότεροι απ’ τη σκόνη
δίχως ελπίδα όπως οι νεκροί.
Πώς όλα ανατράπηκαν στις μέρες μας!
Παλλάδας, Αλεξάνδρεια, 5ος αι. π.Χ.
Ναι, η οικονομική κρίση στην Ελλάδα. Μια κρίση πέρα για πέρα κατασκευασμένη. Μα δεν μας ρώτησε κανείς ως λαό, αν θέλαμε να μπούμε στην Ευρωπαiκή Ένωση. Κι όταν μπήκαμε ο μουσικοσυνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος μου είχε πει: «Τώρα ξεκινά για μας μια καινούργια υποδούλωση, που τα όριά της μας είναι εντελώς άγνωστα». Ο Χατζιδάκις επίσης παρόμοια πράγματα μου έλεγε. Κανείς δεν μας ρώτησε. Κι ο Καραμανλής μας έπεισε ότι είναι για το καλό μας επειδή ισχυριζόταν ότι μπαίνοντας στην Ε.Ε., διασφαλίζονται τα εξ ανατολών σύνορά μας κι ότι σε κάθε δυσκολία θα έχουμε ως λαός τη βοήθεια των εταίρων. Το πρώτο ποτέ δεν συνέβη. Για το δεύτερο, αργήσαμε ν’ αντιληφθούμε ότι θα ίσχυε το αντίθετο. Πως θα ήταν η Ε.Ε. η οποία με την συνεργασία εντοπίων προδοτών, θα προετοίμαζαν και θα επέφεραν το γονάτισμα της χώρας. Κι από πάνω, οι πρώην αποικιοκράτες, οι σφαγείς των λαών, αυτοί που μας έγδυσαν και μας χρωστούσαν, έγιναν ξέφνου οι εισαγγελείς μας…Και βέβαια, ορθά έπραττε ο Καραμανλής, έχοντας υπόψιν του μια Δυτική Ευρώπη της εποχής εκείνης. Όμως του διέφευγε ότι η Ευρώπη της εποχής εκείνης ήταν η βιτρίνα του καπιταλισμού. Κι ακόμη, ήταν ανθρώπινη, μόνο λόγω υπάρξεως της Σοβιετικής Ενώσεως. Η Δυτική Ευρώπη μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης έπαψε να είναι βιτρίνα του καπιταλισμού, δεν χρειαζόταν πια τον ανθρωπισμό, άρχισε σιγά-σιγά να γίνεται η Δυτική Ευρώπη πριν τον κομμουνισμό. Άλλη λοιπόν η Ευρώπη στην οποία ήθελε να μας βάλει ο Καραμανλής, κι άλλη η σημερινή Ευρώπη των λύκων του καπιταλισμού. Κάπου διάβασα ότι ένας ανόητος καπετάνιος για λιγότερα έξοδα εξάσκησε πιθήκους ν’ ανοίγουν τα πανιά. Δεν σκέφτηκε να τους μάθει και να τα κλείνουν όταν χρειαστεί. Κι όταν έπιασε καταιγίδα, οι πίθηκοι, παρά την ανάγκη να μαζευτούν τα πανιά, αυτοί όπως το είχαν μάθει, τα άνοιγαν. Έτσι βυθίστηκε το πλοίο. Οι σημερινοί ηγέτες μας που μιλούν για την ανάγκη να είμαστε στη σημερινή Ευρώπη των λύκων, είναι οι πίθηκοι του καραβιού που βούλιαξε. Συνεχίζουν το άνοιγμα των πανιών, σα να βρισκόμαστε ακόμη στην Δυτική Ευρώπη του ανθρωπισμού. Συνεχίζουν το άνοιγμα των πανιών, ενώ στη Δυτική Ευρώπη λυσσομανούν οι άνεμοι του αδίσταχτου καπιταλισμού. Μα η Ελλάδα είναι μια εντελώς ιδιαίτερη περίπτωση. Η χώρα τούτη μεγαλούργησε (φανερά κατά καιρούς και αφανώς κατ’ άλλους) χάρη στο έξοχο περιβάλλον της και στο έξοχο κλίμα της. Αυτά δημιούργησαν τον πολύτροπο, δηλαδή έναν homo universalis, επειδή όπως είπαμε (λόγω κλίματος και περιβάλλοντος) είχε την άνεση να προσπαθεί και να φέρνει «τα εν ουρανώ και επί της γης». Γι’ αυτό και το φθάσιμο στην Δημοκρατία. Γι’ αυτό και το πληθος των επιστημονικών επιτεύξεων, των συγγραμμάτων που την αλήθεια τους κάποιοι την τρέμουν… Γι’ αυτό και το πλήθος των σοφών, των ποιητών, των καλλιτεχνών… (Τόσους πολλούς και τόσο μεγάλους, δεν έχει βγάλει άλλη χώρα και ούτε καν όλες οι άλλες χώρες μαζί). Γι’ αυτό και πάντα οι πολεμικές νίκες των Ελλήνων μοιάζουν θαύματα. Πάντα παρατάσσονταν μ’ εκείνη την ανισότητα δυνάμεων που κόβει τα γόνατα. Κι όμως νικούσαν, αν και αριθμητικά ήσαν ένας προς επτά ή εβδομήντα επτά. Από την εποχή των Ατλάντων, μέχρι τους Μηδικούς πολέμους ή το ’21 και το ’40.
Η χώρα θα σωθεί από τούτη την κρίση, όπως λέγει και ο χρησμός του Μαντείου που δόθηκε για την Ναυμαχία της Σαλαμίνας, όταν ο Κόρος, ο γιος της Ύβρεως ολοκληρώσει τον κύκλο του. (Όταν ως Κόρος γίνει αυτό που είναι, χορτασμός του κακού…κι επομένως τέλος του κακού…). Γιατί η Ύβρις είναι σαν μια αρρώστια που πρέπει να κάνει τον κύκλο της. Γιατί η Ύβρις, όντας αρρώστια, τελειώνει μόνο όταν «κορεστεί».
Και συνδέοντας τούτο που θα πώ, με το παραπάνω, όσο γίνεται να το συνδέσω, λέγω: Εκείνο που (όχι εμφανώς, αλλά σίγουρα) θα σώσει τη χώρα μας, είναι το ίδιο εκείνο που την κρατά ζωντανή για χιλιάδες χρόνια: Το ότι δηλαδή αυτή συμπορεύεται με τους φυσικούς νόμους, είναι σχεδόν ένα με το σύμπαν, με τον Ουρανό. Μια τέτοια χώρα, θα εξαφανιστεί μαζί με τον πλανήτη και ποτέ πριν από αυτόν. Γιατί; Γιατί λέγω εμπεριέχεται στο παντοδύναμο συμπάντειο σύστημα, μπρος στο οποίο τα ανθρώπινα συστήματα, αν και πολυδύναμα, είναι καθορισμένης διάρκειας, φθαρτά, αδύναμα και θνητά.
13/ Έχετε πει στο βιβλίο σας «το Ιδεόγραμμα του Φιδιού» (2003-Πατάκης) : « Πολύ σοβαρά παίρνουν οι άνθρωποι τον εαυτό τους κι αλαζονεύονται ανόητα πάνω στη Γη, που δεν είναι παρά ένας κόκκος της ανθόσκονης που ονομάζεται Γαλαξίας και που απλώθηκε σαν φύσηξε ολίγον τι ο χρόνος, στο περιβόλι της Αιώνιας Άνοιξης.». Αλήθεια, ο ποιητής Γιάννης Υφαντής τι γνώμη έχει για τον άνθρωπο σήμερα; Mπορείτε να μας δώσετε μια περιγραφή του;
Η γνώμη μου για τον σημερινό άνθρωπο; Ζούμε στον καιρό της τεχνολογίας ήτοι στον καιρό του Σιδηρού Γένους. Ο σημερινός άνθρωπος γεννιέται γέρος. Γι’ αυτό και του είναι τόσο πολύ απαραίτητη η τεχνολογία. Οι αρχαίοι Έλληνες υπήρξαν η νεότητα της ανθρωπότητας. Το φανερώνει άλλωστε ο τολμηρός, «νεανικός» τους βίος, η λιτότητα ως προς τ’ αγαθά, η αφοβία τους μπρος στη δημοκρατία (ακόμα και οι βασιλείς τους ήσαν δημοκρατικοί), η διαρκής έρευνα για το καλύτερο και το ότι έκαμαν κέντρο της ζωής τους τον έρωτα και τον πολιτισμό. Η νιότη της ανθρωπότητας, μαζί με τους αρχαίους Έλληνες, μοιάζει να έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Ο άνθρωπος σήμερα και πάντα, είναι «…οι άνθρωποι…», αυτοί για τους οποίους μιλώ στο παραπάνω υπογραμμισμένο κείμενο. Μα υπάρχουν και οι ελάχιστοι που έχουν θέαση (θεός), που βρίσκονται στο επίπεδο εποπτείας. Ένας από αυτούς ισούται με μυρίους άλλους (κατά τον Ηράκλειτο). Ναι, υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκονται στο επίπεδο εποπτείας. Κι αυτοί είναι το άλας της Γης.
14/ Στο ποίημα “Τα Αποκαλυπτήρια του Κενού” μιλάτε για το θάνατο και δίνετε την αίσθηση της ματαιότητας. Αλήθεια πιστεύετε στη μεταθανάτια ζωή; Στην συνέχιση του ανθρώπου μετά θάνατο σε μια άλλη διάσταση ίσως;
Το σίγουρο είναι πως το άπειρο είναι αθάνατο, ενώ τα επί μέρους άπειρα όντα που το αποτελούν, είναι θνητά. Ο Αναξίμανδρος λέει πως γεννιέται και ζει το κάθε ον παίρνοντας υλικά ζωής από τ’ άλλα όντα. Ώσπου κι αυτό με τη σειρά του φθείρεται επειδή τ’ άλλα όντα παίρνουν από αυτό υλικά για να γεννηθούν και να ζήσουν. Είμαι αγνωστικιστής, που θα πει ότι δεν δικαιούμαι να μιλώ με σιγουριά για πράγματα που δεν γνωρίζω με σιγουριά. Για τη ζωή μετά θάνατον δηλώνω άγνοια. Αλλά μου αρέσει αυτό που έχω δει στους τοίχους γραμμένο: «Υπάρχει ζωή πριν το θάνατο;».
Πέραν των πιθανοτήτων για τις άλλες διαστάσεις, το πιο σίγουρο είναι ότι η ζωή μετά θάνατον είν’ εδώ, μέσα σε αυτή τη ζωή, αλλά οι όρθιοι νεκροί, ούτε την αντιλαμβάνονται, ούτε τη ζουν. Θυμηθείτε το της Αποκαλύψεως «όποιος υποστεί τον πρώτο θάνατο, ο δεύτερος θάνατος δεν τον αγγίζει». Εδώ δεν μιλά για μιάν άλλη διάσταση, αλλά για την αναγέννηση του αθάνατου εαυτού (του ταυτισμένου συνειδησιακά με το σύμπαν), μες από τα σκουπίδια του παλαιού εαυτού. Αυτός που δεν βλέπει εδώ, ψάχνει πάντοτε για το παραπέρα, ψάχνει πάντοτε στο παραπέρα να βρει εκείνο που είν’ εδώ και δεν το βλέπει. Τι λέει ο Ελύτης; «Ακόμα δεν βρέθηκε ο Μαγγελάνος ενός τριαντάφυλλου». Κι αφού δεν εξερευνήθηκε το τριαντάφυλλο, πάμε να εξερευνήσουμε τον Άρη; Δεν είναι τούτο μωρών μωρές κινήσεις;
15/ Συνεχίζοντας, στο ίδιο ποίημά σας, επιτρέψτε μου να σημειώσω πως τη φράση «σε φέρνω / μπροστά σε όντα που σου δίνονται χωρίς να σ’ανακρίνουν», τη θεωρώ πολύ σοφή. Ίσως και να εμπεριέχει λίγο παράπονο, υπαινιγμό και καυστικότητα. Έχω άδικο;
Δεν έχετε άδικο. Βεβαίως, κυρίως εδώ αντιπαραβάλλω όλα τα όντα της Φύσεως, στον άνθρωπο. Οι άνθρωποι, έχοντας χάσει την πρωταρχική τους φύση, αντίθετα με τα άλλα όντα, για να σου δοθούν πρέπει να σε ανακρίνουν, να σε υποβάλουν σ’ εξετάσεις και να σε μετρήσουν με όλες τις αστείες μεζούρες τους, οι καταγέλαστοι, οι προκρούστες…. Μεγάλη ιστορία που ντροπιάζει το ανθρώπινο γένος… Ενώ, πώς μας δίνεται ένα λουλούδι! (Δεν εννοώ ένα λουλούδι που το κόβουμε –όποιος αγαπά και σέβεται τα λουλούδια δεν τα κόβει-. Εννοώ, όταν σκύψουμε, για ν’ απολαύσουμε την ομορφιά και το άρωμά του λουλουδιού).
16/ Tι είναι για εσάς ευτυχία, εκτός φυσικά από τον έρωτα και την ποίηση;
Η επικράτηση της δικαιοσύνης. Η καλοσύνη που δεν περιμένει αναταμειβή αλλ’ από μόνη της αποτελεί βιολογική ευφροσύνη. Αυτό που αναφέρει ο Οδυσσέας ως το πιο καλό μες στη ζωή:
«Γιατί καλύτερο σκοπό στον κόσμο εγώ δεν ηύρα
απ’ το να ζούνε ήσυχα όλοι μέσα στη χώρα
και να ’ναι οι καλεσμένοι σου μες στο παλάτι αράδα
ν’ ακούνε τον τραγουδιστή και να ’ν’ τραπέζια μπρος τους
γεμάτα φαγητά πολλά, ψωμιά, κι απ’ το πιθάρι
ο κεραστής γλυκό κρασί να φέρνει και να χύνει
μες στο ποτήρι καθενός. Αλκίνοε για μένα
τίποτε ομορφότερο στον κόσμο δεν υπάρχει».
Αυτές είναι ήπιες μορφές ευτυχίας. Αλλά παρόλο που το θέσατε εκτός στην ερώτησή σας θα επιμείνω: Ευτυχία είναι αυτό που νοιώθει κανείς ύστερα από έναν απόλυτα ικανοποιητικό και γι’ αυτό λυτρωτικό ερωτικό ή ποιητικό οργασμό. Τότε που μοιάζει να βρίσκονται τα πάντα στη σωστή τους θέση.
17/ Θα θέλατε να μας αναφέρετε κάτι για το οποίο είστε περήφανος, εκτός από τα προφανή (τα ποιήματά σας και την κόρη σας);
1. Για τον αγνωστικισμό μου (δεν είναι ποτέ δυνατόν να λέω ότι πιστεύω σε πράγματα που δεν γνωρίζω, που δεν μπορώ να συλλάβω, που γι’ αυτά δεν έχω προσωπική εμπειρία). 2. Για το αίσθημα δικαιοσύνης και την βιολογική μου ανάγκη να γίνεται αυτή πράξη. 3. Πως διαθέτω εκείνο που λέει ο Καβάφης σε στίχους της ΙΘΑΚΗΣ του: «Αν μεν η σκέψη σου υψηλή, αν εκλεκτή, / συγκίνησις, το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει». 4. Για το ότι στα πράγματα και στα πρόσωπα δεν βλέπω μόνο μία όψη αλλά δύο, τρεις, άπειρες. 5. Για το ότι ενστιχτωδώς και αυθορμήτως, σε κάθε πράγμα και κάθε πρόσωπο, ψάχνω για το καλό που έχει πάνω του και προσπαθώ να αγνοήσω το κακό που μπορεί να έχει. 6. Για την ταύτιση αισθητικής και δικαιοσύνης, κακοτεχνίας και αδικίας. 7. Για το ότι, όταν αντιλαμβάνομαι κάποιο λάθος μου, σπεύδω με χαρά και παρρησία να το διορθώσω. 8. Για το ότι παραμερίζω τους κοινωνικούς νόμους, όταν αυτοί έρχονται σε αντίθεση με τους φυσικούς νόμους.
1. Βασική πίστη:
Όλα του Μηδενός μεταμορφώσεις είναι• μάγια.
Φόρεσε δαχτυλίδι το Μηδέν και ξόρκισε τη Μάγια.
«Ερμηνευτικά» αυτής της πίστης:
(Όλα τα πράγματα, όλα τα πρόσωπα, όλα τα όντα,
άλλο δεν είναι παρά μόνο
μάσκες του Τίποτε.Ο Κόσμος υπάρχει και συνάμα δεν υπάρχει.
Ότι δεν πρέπει να εγγυώμεθα με φανατισμό τίποτε).
Βασική αρχή: Να βάζω στη θέση του άλλου (ανθρώπου ή οποιουδήποτε όντος) τον εαυτό μου. Πράγμα που σημαίνει ότι ισχύει για μένα η σανσκριτική φράση τατ τβαμ ασί (εσύ είσ’ εκείνο). Πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα (μες από δρόμους όχι θρησκευτικούς αλλά βαθύτατα γνωστικούς κι εμπειρικούς) ν’ αγαπώ, ή τουλάχιστον να κατανοώ, ακόμα και τους εχθρούς μου.
19/ Γνωρίζω πως ένας από τους αγαπημένους σας ποιητές – του οποίου έχετε μεταφράσει ποιήματα – είναι ο Edward Estlin Cummings. Θα θέλατε να μας πείτε τι ιδιαίτερο βρίσκετε στην ποίησή του;
Δεν θα έλεγα ότι γνωρίζω το έργο του πλήρως. Όμως αυτό το ένα ποίημά του («αγαπημένη μου»), που μου αρέσει πολύ, αρκεί για να τον θεωρώ μεγάλο ποιητή. Κι αυτό το ποίημα, το έχω μεταφράσει, γιατί το απολαμβάνω καλύτερα στα ελληνικά. (Μα θα έπρεπε όλη η ανθρωπότητα να κρατήσει τρεις γλώσσες κι αυτές να χρησιμοποιεί: Ελληνικά, για τον απέραντο πλούτο τους. Ιταλικά για την μουσική ομορφιά τους. Ισπανικά για την αισθησιακή ομορφιά τους).
20/ Αλήθεια ή θάρρος;
Αλήθεια: Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας κάτι που να έχετε μετανιώσει για αυτό; Kάτι που κάνατε και κάτι που δεν κάνατε.
Δεν ξέρω αν όλα είναι «γραμμένα». Κι αν είναι «γραμμένο» το τί θα κάνουμε στη ζωή μας (υπάρχει ήδη «σ’ ένα διαρκές παρόν», πριν η συνείδησή μας το διατρέξει), πώς μπορώ να μετανοιώνω για κάτι που έκανα με την αναπόφευκτη συνεργασία όλου του σύμπαντος; Ξέρω όμως με σιγουριά πως οι άνθρωποι είμαστε ένας κήπος με ποικιλία δέντρων. Κι όταν συμβαίνει αυτό, πώς μπορώ να μετανοιώνω που όντας γεννημένος κερασιά, δεν φέρθηκα σαν μηλιά; Που όντας γεννημένος δρυς, δεν φέρθηκα σαν πλάτανος; Ξέρω πως έζησα μέσα στην υπερβολή. Κι αυτό έβλαψε και πίκρανε κάποιους και κάποιες. Όμως η ίδια η ποίηση είναι υπερβολή, ο ίδιος ο ποιητής είναι υπερβολή. Στην πραγματικότητα, είναι το μέτρο, μα κατάντησε υπερβολή, για τους ανθρώπους που έχασαν την πρωταρχική τους φύση, κι από την υπερξύπνια κατάσταση, έπεσαν σ’ αυτό που μεγάλοι στοχαστές ονόμασαν συνειδησιακό ύπνο.
Θάρρος: Θα μπορούσατε να αποποιηθείτε κάποιο από τα ποιήματά σας, αν θα ήταν αναγκαίο;
Ναι. Ναι. Αν θα ήταν αναγακαίο, ναι. (Μα δεν είναι όλα ισοϋψή). Ναι, θα μπορούσα, αν ήταν αναγκαίο, να αποποιηθώ κάποια ποιήματα που είναι καλά μεν, αλλά δεν είναι απολύτως ιαματικά. Κυρίως αυτά που έχουν επικαιρικό χαρακτήρα, που γράφτηκαν εν βρασμώ, για μιαν ορισμένη, ανώμαλη, πολιτική περίοδο. Όμως, να πω και τούτο σ’ αυτό το σημείο: Όταν κηδεύαμε τον Σεφέρη, τραγουδούσαμε Ρίτσο, επειδή νοιώθαμε γύρω μας σφοδρή την καταπίεση της δικτατορίας. Κι όταν κηδεύαμε τον Ρίτσο, τραγουδούσαμε Σεφέρη, γιατί διόλου δεν μας απασχολούσαν τα πολιτικά πράγματα. Δηλαδή, μπορεί αυτό που σήμερα θεωρούμε για πέταμα, σε κάποιαν άλλη στιγμή να γίνει για μας απολύτως αναγκαίο.
21/ Αν σας ζητούσαμε να βάλετε μια περιγραφή κάτω από το όνομα «Γιάννης Υφαντής», ποια θα ήταν αυτή;
Πίσω από τα ενδύματα άμυνας και διαφυγής, βλέπω την ενσάρκωση της καλοσύνης και της αγάπης. Ένας άνθρωπος που θα ήθελα να έχω ισοβίως παρεά μου. Ένας ηδονιστής που γεύεται ενθουσιατικά όλες τις όψεις της ζωής κι όλα τα δώρα της. Ένας άνδρας που θα του ήταν αδύνατο να ζήσει χωρίς τη γυναίκα. (Κι αν φοβάται τη φυλακή, τη φοβάται γι’ αυτό, για τίποτε άλλο. Για τη «γλυφή γέψη της γυναίκας που φαρμακώνει το φυλακισμένο»). Ένας άνθρωπος που γίνεται κάποτε «τραγικός», επειδή ανάμεσα σε δύο όντα που αγαπά βαθύτατα, αισθάνεται ότι πρέπει να σκοτώσει το ένα εκείνο, που αδίκως θέλει να εξοντώσει το άλλο. Ένας άνθρωπος που κάποιες φορές (αν και είναι ερωτευμένος με τη ζωή) επιθυμεί σφοδρά τον θάνατο. (Μ’ ένα πιστόλι στον κρόταφο να βάλει τελεία στο σύμπαν, όπως έχει πει σ’ ένα ποίημά του). Κι αυτό γιατί, πολύ δύσκολα μπορεί ν’ αντέχει το κακό που κάνει ο άνθρωπος στον άνθρωπο, μα και σε όλα τα υπόλοιπα όντα.
22/ Κύριε Υφαντή, είναι αλήθεια πως ετοιμάζετε την επόμενη ποιητική σας συλλογή ; Mπορείτε να μας μιλήσετε λίγο για το νέο σας δημιούργημα;
Ναι, μέσα στον Οκτώβρη, από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, θα κυκλοφορήσει η νέα μου ποιητική συλλογή «ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ», με υπότιτλο «Μάσκες του Τίποτε». Είναι ποιήματα των τελευταίων εννέα ετών. Μια συλλογή που μοιάζει με όλες τις άλλες, μα συνάμα είναι κι εντελώς διαφορετική. Πάντα υφαίνοντας την παραμυθία με πυκνά, εν ρυθμώ παραμύθια.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Σήμερα ταξιδέψαμε στον κόσμο του εξαιρετικού Γιάννη Υφαντή. Άλλοτε σαν «καλεσμένοι» και άλλοτε σαν «λαθρεπιβάτες», κάναμε το ταξίδι στον αστρικό του κόσμο. Γνωρίσαμε “τον πιο αιρετικό και βλάσφημο, αλλά ίσως και τον πιο ένθεο Έλληνα ποιητή που υπάρχει σήμερα”. Τολμώντας να βάλω τη δική μου περιγραφή κάτω από το όνομά του, θα έλεγα :
«Aυτός λοιπόν είναι ο ποιητής Γιάννης Υφαντής.
Ένας αστείρευτος δημιουργός γεμάτος υπέροχες αντιθέσεις».
«Η κόλαση των Ποιητών
είναι η Ασχήμια
Γι’αυτό οι Ποιητές
χρειάζεται
να οπλοφορούν…»
Γιάννης Υφαντής
Ποιήματα Κεντήματα στο δέρμα του Διαβόλου (1988)
Συνέντευξη, επιμέλεια και επιλογή ποιημάτων: Καλλιόπη Κουντουρόγιαννη:
http://www.womland.com/tet-a-tet/interview/synentefxi-giannis-ifantis/
Γιάννης Υφαντής. Η επανάσταση ως βιολογική ευφροσύνη. O αναγνώστης, στις 18 Απριλίου, 2013.
Της Γεωργίας Οικονομοπούλου.
Η συνάντησή μας ξεκίνησε στη Ραΐνα. Μια στάση στην Αθήνα. Έπειτα, Λευκάδα. Τον Γιάννη Υφαντή τον ήξερα, βεβαίως, ήδη από την ποίησή του. Από την πρώτησυλλογή, Μανθρασπέντα (1977, Τραμ) μέχρι το πρόσφατο Οι Μεταμορφώσεις του Μηδενός (συγκεντρωμένα όλα τα ποιήματά του), παραπάνω από δέκα τίτλοι και πολλές επανεκδόσεις, εκπεφρασμένος ο σεβασμός από κοινό, κριτική και ομότεχνους. Τώρα, ήθελα, όμως, να μοιραστούμε τη θέα. Το δρόμο από την Αιτωλοακαρνανία όπου γεννήθηκε μέχρι το «Πελασγικόν». Τα ταξίδια, τα συναπαντήματα, τα βήματα που τον έφεραν να είναι ποιητής μυστικός. Να γνωρίσω τον ποιητή πίσω από την ποίηση. Τον άνθρωπο πίσω από τον ποιητή. Για να επιστρέψουμε, «εδώ που το Μηδέν δαγκώνει την ουρά του», ξανά πίσω στην ποίηση. Ζόρικη διαδρομή, μα κι απολαυστική.
Στη Ραΐνα, στην κοιλάδα της Αιτωλίας, στην οικογενειακή αγροικία, του πρωτοσυστήθηκε η ποίηση.
«Στο παραγώνι, ή κάτω απ’ τ’ άστρα, κι ακόμα στον ίσκιο όπου αρμαθιάζαμε τον καπνό, άκουσα τα πρώτα ποιήματα, τα πρώτα παραμύθια, τους πρώτους θρύλους, από τον πατέρα μου. Σε γιορτές του σπιτιού άκουσα τα πρώτα τραγούδια. Η μάνα μου συχνά τραγουδούσε στον αργαλειό και όλο τούτο, τραγούδια και μαγικά υφαντά μ’ έκαναν να πιστεύω ότι η μάνα μου είναι αν όχι μάγισσα τουλάχιστον νεράιδα.
Θα ήμουν δεκατριών όταν ένα καλοκαιρινό βραδάκι άκουσα στο καινούργιο μας ραδιόφωνο έναν λόγο που δεν ήταν η ποίηση που ως τότε ήξερα, τα πεζά ή τα παραμύθια που ως τότε ήξερα. Και παρόλ’ αυτά ήταν ένας λόγος πολύ ευφρόσυνος, μαγικός. Κάποιος διάβαζε (μπορεί κι ο ίδιος ο Ρίτσος) την Κυρά των Αμπελιών. Έτσι μπήκα στη μοντέρνα ποίηση, στον ελεύθερο ανομοιοκατάληκτο στίχο.
Σα δημιουργία, η ποίηση μπήκε στη ζωή μου ανεπαισθήτως. Και για να παίξουμε λίγο με τον πλατωνικό μύθο, την επέλεξα όταν δίνονται οι λαχνοί στις ψυχές».
Άρχισε να γράφει στα δεκατέσσερα.
«Όμως στα δεκαεπτά μου απέχτησα άσθμα. Η πρώτη μεγάλη κρίση άσθματος που μ’ έφερε στην αγχόνη, μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω ότι το παν είναι το ν’ αναπνέεις. Και η επόμενη σκέψη: Όσο αναπνέω θα ζω πλήρως την κάθε στιγμή μου, κάνοντας αυτό που αρέσει σε μένα κι όχι αυτό που αρέσει στους άλλους. Χωρίς καλά – καλά να το καταλάβω είχα μπει στην τέχνη του ζην και ουσιαστικά στην τέχνη της ποιήσεως. Ανέβηκε κατακορύφως τόσο η ευφροσύνη μου να συναντώ στα βιβλία τους τούς άλλους μου αδελφούς όσο και η ευφροσύνη του να γράφω ο ίδιος. Μα τους σκορπισμένους μου στίχους, συνέβαινε πάντα να τους συγκεντρώνει και να τους κάνει ποιήματα ο έρωτας. Κάθε καινούργιος έρωτας ήταν και μια βαθύτατη ποιητική ανανέωση».
Σπούδασε νομικά στη Θεσσαλονίκη. Εκεί έζησε τριάντα δύο χρόνια.
«Έφυγα απ’ αυτήν το 1999, νοσταλγώντας τους Οδυσσεiκούς τόπους, δηλαδή την Αιτωλία, την Ακαρνανία και τα εγγύς νησιά του Ιονίου. Ένοιωσα την ανάγκη να επιστρέψω στον τόπο της καταγωγής μου, ώστε μένοντας σ’ αυτόν να τον ξαναζήσω πληρέστερα και πιο συνειδητά. Ήταν απόφαση. Απόφαση που θα την έλεγα μέρος του ρυθμού της συνειδητής ζωής.
Σαν είμαι στη Ραΐνα, μου αρέσει να ανεβαίνω στην Τέμπλα, το οροπέδιο όπου το περιβόλι μας κι όπου ευφραίνομαι κοιτάζοντας προς ανατολάς την ελληνική ενδοχώρα. Με όριο την πιο όμορφη οροσειρά που γνωρίζω, το όρος Παναιτωλικό».
Ταξίδεψε σε Ευρώπη, Ασία, Αφρική. Στη Λευκάδα βρήκε το έτερο καταφύγιό του.
«Στο βουνό, πάνω από τους Τσουκαλάδες, στην περιοχή που ονομάζω “Πελασγικόν”. Αγαπώ πολύ τη γωνία εκείνη του σπιτιού μου στη Λευκάδα, όπου έχω αριστερά μου τη φωτιά του τζακιού και αριστερά κάτω τη θάλασσα. Κι ακόμα η θέα από τη βεράντα αυτού του σπιτιού. Τα λευκά καράβια που δύο – δύο πηγαίνουν προς Ιταλία, ενώ άλλα επιστρέφουν. Τα ονομάζω και σαρκοφάγους διότι μοιάζουν με πλεούμενες πέτρινες σαρκοφάγους. Και τον Ήλιο. Που στην Εαρινή Ισημερία περνά πίσω από τον κορμό του κυπαρισσιού και το κυπαρίσσι τότε αποχτά για λίγα λεπτά δυο λαμπρά μάτια. Περνά ο Ήλιος, και βυθίζεται στη θάλασσα, γινάμενος μια κόκκινη πύλη. Το παιδί που έχω μέσα μου κάποτε τον θέλει πύρινο πουλί που το βράδυ επιστρέφει κάτω μακριά, στον κρατήρα της Αίτνας που είναι η φωλιά του».
Αυτή είναι λοιπόν η αγαπημένη του θέα;
«Η θέα από τα μέρη που προανέφερα, ναι», απαντά, «μα προπάντων, το πανόραμα της γυμνής αγαπημένης όταν αγαπιούμαστε, όταν συντελείται [απαγγέλει] Η μεγάλη επιστροφή. Για τρεις χιλιάδες χρόνια, πέντε, έξη, δέκα./ Η ομορφιά σου που με κράτησε παράφορο./ Κ’ είναι για μένα το κορμί σου ω γυναίκα/ στη φυλακή του κόσμου ένα παράθυρο.// Φτερά πιο δυνατά από τα πόδια σου/ δεν ένοιωσα ποτέ πάνω στους ώμους μου./ Νά με που τερματίζω εδώ μες στο κορμί σου εκστατικός/ όλους τους δρόμους μου».
Πριν φτάσουμε εδώ, πίσω στη Θεσσαλονίκη, έκανε τις πρώτες του δημοσιεύσεις. Στην εφημερίδα «Μακεδονία» και στο περιοδικό του Κώστα Τσιρόπουλου «Ευθύνη».
«Στον εκδοτικό χώρο μπήκα το 1977, όταν ο Γκάτσος κι ο Χατζηδάκις -δεν γνωριζόμασταν- έστειλαν στο σπίτι μου στη Θεσσαλονίκη τον Δημήτρη Καλοκύρη να μεταφέρει την θερμή παράκλησή τους να βγάλω οπωσδήποτε τα ποιήματά μου σε βιβλίο. Έτσι, έβγαλα το φθινόπωρο του 1977, στις εκδόσεις Τραμ, το πρώτο μου βιβλίο, το Μανθρασπέντα».
«Δεν ήταν στο χαρακτήρα μου να πηγαίνω να συναντώ ανθρώπους», εξακολουθεί. «Έτσι υπάρχουν άνθρωποι που αγάπησα πολύ μα ποτέ δεν τους συνάντησα. Αν συνάντησα τον Ρίτσο, τον Μαρκόπουλο, τον Χατζηδάκι λόγου χάριν, ήταν που αυτοί ήρθαν στο σπίτι μου ή μ’ έψαξαν…».
-Η ταυτότητά σας γράφει ποιητής;
«Η ταυτότητά μου παλαιά έγραφε ποιητής. Μα κάποιοι φθονεροί εδώ και χρόνια έχουν καταργήσει το επάγγελμα από τις ταυτότητές μας. Όπως και το θρήσκευμα. Τάχα μου για να μας προστατέψουν. Όμως, πρέπει κανείς να μπορεί να δηλώνει αυτό που είναι κι αυτό που πιστεύει πως είναι. Και πρέπει να μπορεί να υπερασπίσει αυτό που είναι και να είναι έτοιμος να πληρώσει για εκείνο που δηλώνει πως είναι. Κανέναν δεν θέλουν να προστατεύσουν. Με την κατάργηση της αναφοράς επαγγέλματος και θρησκεύματος θέλουν να τιμωρήσουν εκείνους που ξέρουν τί είναι και τολμούν να δηλώσουν αυτό που είναι».
-Πώς ορίζετε την ποίηση; Ποιος ο ποιητής; Από πού έρχεται το ποίημα;
«Στην ερώτησή σας “ποιός ο ποιητής”, θ’ απαντήσω με το ποίημα “Η κατοικία του ποιητή”: O ποιητής δεν είναι κάποιος/ φανατικός με τη γραφή, μα είναι κάποιος/ φανατικός με την ανάγνωση,/ την ανα-γνώση όπως την ήθελε ο Πλάτων./ Ο ποιητής κάθε βιβλίο που χρειάζεται/ καιρό πριν τό ’βρει το οσμίζεται/ τριγύρω στην ατμόσφαιρα, το νοιώθει/ κάπου κοντά. Kι όταν το βρίσκει/ το αναγνωρίζει αμέσως απ’ τον τίτλο,/ από μια φράση, ένα στίχο του./ Kι έγινε τότε το μεγάλο αντάμωμα./ Έτσι κάθε φορά που συναντιέται ο ποιητής/ μ’ ένα βιβλίο που προορίζεται γι’ αυτόν·/ έτσι κάθε φορά που συναντιέται/ μ’ ένα ενσαρκωμένο σε βιβλίο πνεύμα./ Όμως συμβαίνει κάποτε να πιάνει ο ποιητής/ μες στην ατμόσφαιρα χυμένο ένα βιβλίο/ που ’ναι κοντά πολύ κοντά μα δεν το βρίσκει./ Αρχίζει τότε να κρατάει σημειώσεις, να μαζεύει/ ύλη απ’ τον αιθέρα, ν’ αγρυπνά, ν’ ανησυχεί/ και να μιλά μονάχος, να σωπαίνει/ όπως σπαρμένη γη.// Και φκιάχνει τότε μόνος του εκείνο το βιβλίο που οσμιζόταν στον αέρα/ και δεν το ’βρε πουθενά./ Ο ποιητής/ γράφει ακριβώς γι’ αυτό:/ Για να διαβάσει κι όλα εκείνα τα βιβλία που δεν τα ’γραψε κανείς/ μα που υπάρχουν σκορπισμένα στην ατμόσφαιρα./ K’ ίσως στο τέλος να ’βρει πως τα μόνα/ βιβλία που του λείπαν είναι αυτά/ που ’φκιασ’ ο ίδιος./ K’ είναι ευτυχισμένος σαν την κάμπια που ’χει γίνει πεταλούδα./ Mια μετενσάρκωση/ έχει εδώ συντελεστεί.//Έξω αλλού μην τον γυρεύεις πια τον ποιητή. Mες στα βιβλία του τώρα κατοικεί.
Το ποίημα έρχεται από το βιβλίο κόσμος. Κάθε ποίημα είναι και μια σελίδα από το “βιβλίο κόσμος” μεταφρασμένη στην ανθρώπινη γλώσσα.
Ποίηση είναι τα εν ρυθμώ πυκνά παραμύθια των μεγάλων. Των μεγάλων που δεν σκότωσαν μέσα τους το παιδί που κάποτε ήσαν. Η ποίηση είναι παραμύθια και παραμυθία, δηλαδή παρηγοριά. Μα αν δεν είσαι θερμός ή ψυχρός (όπως λέγει ο Ιωάννης της Αποκάλυψης) γιατί ν’ αποζητήσεις την ποίηση; Αν δεν έρχεσαι από τον Παράδεισο γιατί ν’ αποζητήσεις τα παραμύθια; Αν δεν έρχεσαι από την Κόλαση, γιατί ν’ αποζητήσεις την παραμυθία;
Χίλιοι και ένας ορισμοί έχουν δοθεί για την ποίηση. Μα ο καλύτερος ορισμός ενός πράγματος είναι το ίδιο το πράγμα που θέλουμε να ορίσουμε. Ποίηση είναι η ποίηση».
-Σας αποκαλούν ποιητή μυστικό. Τί μυεί; Σε τί μυούμαστε και από ποιον; Στην ποίηση πώς μπορεί κάποιος να μυηθεί;
«Βεβαίως υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον μυστικιστή (που τον απασχολούν τα απόκρυφα, τα εσωτερικά, τα μυστηριακά και θρησκευτικά πράγματα), στον μύστη (που μυήθηκε σε κάποια μυστήρια είτε ιερουργεί σε κάποια μυστήρια). Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον μυστικιστή, στον μύστη και στον μυστικό. Ο μυστικός, αφού πολλά γνώρισε, βασιζόμενος μόνο στην εμπειρία του πια, ζει πάνω από κάθε δόγμα, κάθε μυστήριο, κάθε έρευνα. Και θεωρεί το κενό, καθρέφτη όπου βλέπει ως εαυτό του τον Κόσμο. Ο μυστικός λέγεται μυστικός γιατί η εμπειρία του δεν μεταδίδεται. Χίλιοι τόμοι, όπως ήδη έχει ειπωθεί, δεν μπορούν να μας περιγράψουν τη γεύση του κερασιού. Γνωρίζει όμως κανείς αυτή την απερίγραπτη κι αμετάδοτη εμπειρία δαγκώνοντας απλώς ένα κεράσι.
Ο ποιητής μυείται στη Ζωή. Κι όποιος μυείται στη Ζωή μυείται και στον λόγο της που είναι η ποίηση».
- «Κάποιοι κάνουν ποιήματα/ άλλοι δημόσιες σχέσεις». Σε αρκετά ποιήματά σας (Τάχα με θλίψη, Ούτε ένα βραβείο, Βάζουν τα ψάρια κ.ά.) αναφέρεστε στο θέμα της κλίκας, της κριτικής, της αποσιώπησης της δουλειάς του ποιητή όταν δε χωρά στο κοστούμι που του έχουν ετοιμάσει οι κριτικοί. Παραμένει θέμα… διαχρονικό;
«Το θέμα των κλικών παραμένει και είναι διαχρονικό. Πώς θα μπορούσε να μην είναι διαχρονικό αφού είναι μέρος της Φύσεως; Αλλά υπάρχουν δύο επίπεδα κοιτάγματος προς αυτό:
Η βαρύτητα υπάρχει και δεν υπάρχει. Υπάρχει ως ένα ύψος, μετά δεν υπάρχει. Το καλό και το κακό υπάρχουν σ’ ένα επίπεδο, σ’ ένα άλλο όμως επίπεδο που θα το ονόμαζα επίπεδο εποπτείας, το καλό και το κακό δεν υπάρχουν. Το φίδι είναι κακό για την ανθρώπινη ύπαρξή μου επειδή κινδυνεύει από αυτό. Και η πεταλούδα είναι καλή για την ανθρώπινη ύπαρξή μου επειδή την ευφραίνει η ομορφιά της και η χάρη της. Όμως το φίδι, αν πάμε πέρα από την ανθρώπινη ύπαρξή μας και το κοιτάξουμε με ό, τι έχουμε θεiκό, δηλαδή το νου μας, δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό. Απλώς είναι.
Έτσι, στο ένα επίπεδο καταγγέλλω τον κύριο Κλίκα και δικαίως τον καταγγέλλω. Όμως από ένα υψηλότερο επίπεδο κοιτάζοντας τον κύριο Κλίκα αντιλαμβάνομαι ότι δεν φταίει που γεννήθηκε κύριος Κλίκας. Δεν το ζήτησε να γεννηθεί τέτοιος, του συνέβη άθελά του. Κι έπειτα, αν ο Υφαντής ήταν κύριος Κλίκας θα φερόταν όπως φέρεται ο κύριος Κλίκας. Κι αν ο κύριος Κλίκας ήταν Υφαντής, θα φερόταν όπως φέρεται ο Υφαντής. Όλη η ποίησή μου κινείται και στα δυό αυτά επίπεδα. Εξάλλου μέσα στην παγκόσμια αλληλουχία (από εκεί βγαίνει το υμνητικό αλληλούια) στο κάθε τι που συμβαίνει μέσα στον κόσμο παίρνουν μέρος όλα ανεξαιρέτως τα όντα. Γι’ αυτό και για ό, τι γίνεται “ευθύνονται”, όλα ανεξαιρέτως τα όντα».
-Πολύ πριν μας βρει η παρούσα κρίση, γράψατε ποιήματα, π.χ. Νεοελληνική ιστορία, Ελλάδα 1999 κ.ά., για τη νεοελληνική κατάσταση, για το πώς φτάσαμε εδώ και πού φτάσαμε. Δεν είναι λοιπόν και τόσο αναπάντεχη η κρίση; Πώς την αντιλαμβάνεστε;
«Γράφοντας αυτά τα ποιήματα καταγγέλλω την εγχώρια διαφθορά. Όμως η παρούσα κρίση δεν γεννήθηκε μόνο και μόνο από αυτή την εγχώρια διαφθορά. Εξ’ άλλου, δεν υπάρχουν καλοί και κακοί λαοί, διεφθαρμένοι και μη διεφθαρμένοι. Υπάρχουν διεφθαρμένες ή μη κυβερνήσεις.
Άλλοι λένε πως για όλα φταίμε εμείς, άλλοι λένε πως για όλα φταίνε οι ξένοι. Λάθος και τα δυο. Δεν υπάρχει μόνο εισπνοή είτε μόνο εκπνοή. Φταίνε και οι Έλληνες και οι ξένοι. Αλλά ποιοί Έλληνες και ποιοί ξένοι; Οι κακοί Έλληνες κυβερνήτες και οι κακοί ξένοι κυβερνήτες έφεραν την κρίση, όχι από λάθη, αλλά, προγραμματισμένα.
Αυτό το “προγραμματισμένα” το έβλεπα εδώ και δεκαετίες. Γιατί μπήκαμε στην Ευρωπαiκή Ένωση; Υποτίθεται ότι μπήκαμε εκεί για να εξασφαλίσουμε τα σύνορά μας από ανατολάς, αφού αυτά θα γίνονταν σύνορα της Ευρωπαiκής Ένωσης. Έτσι έλεγε ο Καραμανλής για ν’ αποφύγει το δημοψήφισμα. Συνέβη όμως ποτέ κάτι τέτοιο; Ίσια – ίσια, τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη συδαύλιζαν κρίσεις στο Αιγαίο για να μας πωλούν τα όπλα τους. Κι ακόμα μπήκαμε στην Ε.Ε για να μην είμαστε μόνοι μας αν βρεθούμε σε μεγάλη δυσκολία. Η Ε.Ε όμως αντίς να σταματήσει τις δήθεν εκλεγμένες από τον λαό διεφθαρμένες ελληνικές κυβερνήσεις, συνεργάστηκε μ’ αυτές με χίλιους δόλιους τρόπους ώστε και οι δυο μαζί να καταποντίσουν τον ελληνικό λαό.
Πρώτα του έδωσαν επιδοτήσεις και δάνεια για να τον αποκοιμίσουν -μέχρι και τα μεσάνυχτα μας τηλεφωνούσαν οι Τράπεζες προσφέροντας δάνεια- και να τον ξεριζώσουν από τη γη του. Κι αφού απομακρύνθηκε από τη γη του κι έχασε την οικονομική του αυτονομία άρχισαν να του φέρονται όχι ως εταίροι αλλά ως σουλτάνοι, επιδιώκοντας την ταπείνωσή του, την οικονομική του εξαθλίωση, την εξόντωσή του. Του λαού που τάχα μου επέλεγε τις κυβερνήσεις του. Αλλά ο αντιπροσωπευτικός κοινοβουλευτισμός δεν είναι βέβαια δημοκρατία. Είναι μια εκμοντερνισμένη μεταμφίεση του τσιφλικαδισμού. Ο αντιπροσωπευτικός κοινοβουλευτισμός δεν φτιάχνει συνειδητούς πολίτες αλλά μάζες εξαπατώμενων ψηφοφόρων που άγονται και φέρονται. Ευθύνη έχουν οι λαοί μόνο αν είναι πολίτες. Και πολίτες φτιάχνει μόνο η άμεση δημοκρατία. Όπου κρατεί (κυβερνά) ο δήμος, ο λαός. Οι πολίτες της άμεσης δημοκρατίας γνωρίζουν τα πάντα που έχουν σχέση με την πόλη τους. Κι επειδή οι αποφάσεις είναι συνειδητές, ευθύνονται γι’ αυτές. Τούτο όμως καμιά δεν έχει σχέση με τις εξαπατώμενες μάζες του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού που στην Ελλάδα άλλωστε κατάντησε να είναι ένα πολίτευμα που εγώ το ονομάζω κληρονομική ολιγαρχία».
-Οι ποιητές χρειάζεται να οπλοφορούν, τιτλοφορείται άλλο ποίημά σας…
«Για μένα ναι, αν δεν οπλοφορούν, οι πιο συνειδητοί από τους ανθρώπους, τότε ποιοί θα οπλοφορούν; οι πιο ασυνείδητοι; αυτοί που σκοτώνουν εν ψυχρώ εφήβους; Οι αρχαίοι μας όπλισαν τη θεά της σοφίας, την Αθηνά κι όχι τον Εφιάλτη».
-Η επανάσταση (σαν τη δευτέρα παρουσία) δεν ξέρετε πού θα σας βρει… γίνεται κάθε στιγμή, επαναλαμβάνω στίχους σας. Πώς η επανάσταση είναι (είναι;) σήμερα εφικτή; Πώς την εννοείτε;
«Ναι, για τις συνειδήσεις τις “πάμφωτες σαν καλοκαίρι” η επανάσταση που αναφέρω στο ποίημα τούτο, είναι εφικτή. Γίνεται εκεί που υπάρχει “το ζεν της κάθε στιγμής”. Υπάρχει εκεί που υπάρχει η τέχνη του ζην. Αναφέρθηκα προηγουμένως στην άμεση δημοκρατία. Δεν θα περιμένω να μου τη φέρουν οι Παπαντρέου και οι Βενιζέλοι σε πεντακόσια χρόνια, θα τη φέρω εγώ τώρα εδώ μέσα στη ζωή μου, στο άτομό μου, στην παρέα μου, παντού όπου μπορώ. Δεν θα περιμένω να γίνω δίκαιος όταν φτάσουμε σε μια κοινωνία δικαιοσύνης. Θα είμαι δίκαιος έτσι κι αλλιώς, τώρα, εδώ, κάθε στιγμή. Κι όχι επειδή πρέπει, αλλά γιατί αυτό κατάντησε πια να είναι σχεδόν μια βιολογική ευφροσύνη».
http://www.oanagnostis.gr/γιάννης-υφαντής-η-επανάσταση-ως-βιολο/
Μα είναι που σκοτώνουν την ψυχή κάθε λαού. Του Γιάννη Υφαντή
Αφήγηση Ζωής, 27/07/2012 από την Crystalia Patouli
Αυτό που ονομάζαμε «τρίτο κόσμο», ήταν ουρά της Δύσης, δημιούργημα πάντως του Καπιταλισμού κι όχι του Κομμουνισμού ή της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Καπιταλισμός μετά την επιτυχία του να δώσει τέλος στη Σοβιετική Ένωση, άνοιξε το δρόμο προς το μεγάλωμα αυτής του της ουράς, επιδιώκοντας να κάνει όλο τον πλανήτη τριτοκοσμικό.…” ο ποιητής Γιάννης Υφαντής, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη συμμετέχοντας στην έρευνα για την ελληνική κρίση.
Στην Ελλάδα μόλις έπεσε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» έλεγαν: «Είδατε τι θα παθαίναμε αν ανήκαμε στο κομμουνιστικό μπλοκ; Αυτά που παθαίνουν τώρα οι λαοί της Σοβιετικής Ένωσης». Όμως οι ομιλούντες τοιουτοτρόπως δεν αντιλαμβάνονταν ότι ο Καπιταλισμός μας «πρόσεχε» κάπως ως τότε, μόνο και μόνο για να είμαστε με το μέρος του. Άλλωστε όλη η Δυτική Ευρώπη κι εμείς οι Νότιοι μαζί, αποτελέσαμε βιτρίνα του Καπιταλισμού για ν’ ανακόψει την ροή προς τον κομμουνισμό.
Αλλ’ ιδού ενώ προετοίμαζαν την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, ανακάλυψαν ότι ο Τσαουσέσκου λόγου χάριν ήταν τύραννος. Οι καπιταλιστές, αυτοί οι κατασκευαστές τυράννων τάχα μου ενοχλήθηκαν από τον «τύραννο» Τσαουσέσκου. Οι δικές μου πηγές λένε ότι όλο το μένος εναντίον του Τσαουσέσκου υπήρξεν επειδή ο Τσαουσέσκου είπε στον λαό του: «Θα ζήσουμε φτωχά μα δεν θα παραδοθούμε στους τοκογλύφους. Δεν θα δανειστούμε ούτ’ ένα δολάριο από τις τράπεζές τους». Γι’ αυτό άλλωστε τον καθάρισαν στα γρήγορα, χωρίς δίκη, με το πρόσχημα της Τιμοσοάρα που ήταν απλώς μια συμπλοκή με λίγα θύματα όπως είπαν αργότερα στα ψιλά των ειδήσεων και δεν είχε καμμιά σχέση με την τάχα μου στρατιωτική επέμβαση του «τύραννου»Τσαουσέσκου στον τόπο αυτόν.
Ύστερα κατασκεύασαν έχθρα ανάμεσα στους Σέρβους και στους Μουσουλμάνους που ως τότε συμβιούσαν άριστα. Ώστε με πρόσχημα τη σωτηρία των Μουσουλμάνων να χτυπήσουν μια χώρα προσκείμενη στη Ρωσία, την στιγμή που η Ρωσία δεν μπορούσε ν’ αντιδράσει δυναμικά.
Και βέβαια, όπως αναμενόταν από κάποιους, έφτασε και η σειρά μας. Με τη λέξη «Έλλην», είχες το καλύτερο διαβατήριο προς όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Αλλά ήρθε ο Φόκους να μας διδάξει την ιστορία μας. Προσπάθησε να μας ψυχαναλύσει, μέχρι και να μας κάνει αιματολογική εξέταση. Ισχυριζόταν ότι κάπου εκεί στο 300 με 500 μετά Χριστόν εξαφανίστηκαν οι Έλληνες. Αυτό είναι εν μέρει αληθές. Δεν εξαφανίστηκαν, επιδιώχθηκε ο αφανισμός τους. Την γενοκτονία τους επεδίωξαν. Κανείς όμως δεν ρώτησε για το ποιος επιχείρησε αυτή την γενοκτονία. Και ύστερα ο αρθρογράφος λοιδόρησε τα θύματα αυτής της γενοκτονίας. Από τη μια υπέστημεν γενοκτονία κι από την άλλη έπρεπε να νοιώσουμε εξευτελισμένοι γι’ αυτήν. Την υποστήκαμε, κι από πάνω φταίγαμε κιόλας. Περίεργο που κάποιοι* εδώ, ήθελαν να την μάθουμε αυτή την ψευδοϊστορία του Φόκους, (ανακατεμένη βεβαίως και με λίγες αλήθειες), ώστε ν’ αρχίσουμε κιόλας να νοιώθουμε ένοχοι που μας αφάνισαν. Κι ακόμα να εξηγήσει γιατί είμαστε «διεφθαρμένοι» και «τεμπέληδες». Γιατί; Γιατί δεν είμαστε απόγονοι των λαμπρών προγόνων.
* Εγώ τους απάντησα: «Την ιστορία μου την έμαθα από τους ιστορικούς μας, από τις εμπειρίες μου, από τους ποιητές μας, δεν θα μου την μάθουν αυτοί που πυροβολούσαν τον πατέρα μου κι όταν πιάσαν τον σύντροφό του, τον μετέφεραν στο αλώνι, του πλάκωσαν πόδια και χέρια με πέτρες, έβαλαν φωτιά στ’ άχυρο και τον έκαψαν ζωντανό».
Τον ισχυρισμό ότι δεν είμαστε απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων, επειδή είναι ανίσχυρος, προσπαθούν να τον ισχυροποιήσουν με διάφορα σχέδια υπονόμευσης. Έτσι πριν από το ψυχολογικό και οικονομικό σοκ προηγήθηκε και συνεχίζεται να εφαρμόζεται μεθοδικά η αλλοίωση της γλώσσας μας. Ώστε αυτή να καταντήσει τέτοια που να μην μοιάζει συνέχεια της αρχαίας ελληνικής.
Και δίπλα στο σχέδιο με τη γλώσσα, η μεθοδευμένη είσοδος πλήθους μεταναστών.
Η αναφορά μου αυτή στους μετανάστες, καμμιά δεν πρέπει να έχει σχέση με την κακομεταχείριση των δύστυχων αυτών από κάποιους δήθεν ελληνόψυχους κι άλλα ηχηρά παρόμοια.
Όμως σχεδιασμένα και κακόβουλα έχει γεμίσει η χώρα από τόσο μεγάλο πλήθος μεταναστών. Ακριβώς για να καταργηθεί ο ζωτικός χώρος του Έλληνα (που τον έχουν όλα τα έμβια όντα), να βρεθεί στην αγχόνη, σε κατάσταση πολέμου, ώστε, για την όποια άμυνά του, να κατηγορείται ως ρατσιστής και φασίστας.
Όμως αυτά που έλεγε ο Φόκους παραδόξως τα έλεγαν πριν δεκαετίες «Έλληνες» διανοούμενοι. Ήσαν δε τόσο σοφοί αυτοί οι διανοούμενοι ώστε δεν μπορούσαν ν’ αντιληφθούν ότι η γάτα, δεν είναι καλύτερη από τον σκύλο, αλλ’ είναι απλώς διαφορετική, κι ότι είναι ηλίθιο να συγκρίνουμε διαφορετικά είδη ζώων, το φίδι ας πούμε και την καμήλα.
Τόσο έξυπνοι ήσαν αυτοί οι «Έλληνες» διανοούμενοι που δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι κάθε λαός έχει σύμφωνα με το κλίμα του και το περιβάλλον του (το γεωγραφικό πλάτος και μήκος) τους δικούς του βιολογικούς ρυθμούς. Είχε βεβαίως τρωτά ο Έλληνας, (επίκτητα, εξωτερικά, θα έλεγα μάλιστα σκοπίμως υπερενισχυμένα), μα τούτοι οι διανοούμενοι ήσαν πάντα μ’ εκείνους που δεν ήθελαν να διορθωθούν αυτά τα τρωτά, με τίποτε.
1. Γούσταραν πολύ αυτούς του Έλληνες που πετούν παντού σκουπίδια, που κάνουν ηχορύπανση σε σπίτια, γειτονιές, πλοία, λεωφορεία. Ήθελαν -κι αυτό ήταν το βαθειά προδοτικό- («μα έχουμε να κάνουμε με μια χώρα διεφθαρμένων είπε ο Γ. Παπανδρέου») να μένουν ατιμώρητοι οι παραβάτες αυτοί, ακριβώς για να είμαστε όλοι οι Έλληνες δακτυλοδεικτούμενοι, ως βάρβαρος λαός, μη έχων σχέση με τον αρχαίο εκείνον λαό.
2. Βοηθούς τους σε αυτό το διαβρωτικό έργο τους οι «διανοούμενοι» αυτοί, είχαν τους φίλους τους πολιτικούς, οι οποίοι κι αν ακόμη ψήφιζαν νόμο εναντίον όλων αυτών, δεν τον εφάρμοζαν, γιατί η εφαρμογή του θα σήμαινε απώλεια ψήφων.
Πάντως οι διανοούμενοι αυτοί, αν και δεξιοί, δηλαδή χωμένοι μες στη διαφθορά των πελατειακών σχέσεων της δεξιάς και των διορισμένων ουσιαστικά κυβερνήσεων, φοβεροί εχθροί του πασοκισμού, τι περίεργο, μόλις ανέλαβε ο άνθρωπός τους ο Σημίτης, ήσαν ενθουσιασμένοι.
Αφορισμοί κι ερωτήματα:
9. Την καταστροφή στον πλανήτη και στη χώρα μας την φέρνει η ιλουστρασιόν (φανταχτερή) ηλιθιότητα λίγων (που περνιέται για εξυπνάδα), ακολουθούμενη από την απλή ηλιθιότητα πολλών που θαμπωμένοι, υπνωτισμένοι ακολουθούν (αυτή την ιλουστρασιόν ηλιθιότητα).
Σήμερα κυβερνούν οι τοκογλύφοι, οι κατέχοντες τράπεζες. (Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν οι μυστικιστικά και θρησκευτικά σκεπτόμενοι, για κυριαρχία επί του πλανήτη κι άλλα ηχηρά παρόμοια. Ηχηρά και κούφια διότι «η μεγαλύτερη ήττα είναι η νίκη».
Τους τοκογλύφους, γνωρίζοντας πόσο επικίνδυνοι είναι, προσπάθησαν ν’ αναχαιτίσουν οι διανοούμενοι του μεσοπολέμου. Έχασαν τη μάχη διότι την διεκπεραίωση την ανέλαβαν μικρόψυχοι, μεγαλομανείς ρατσιστές κυβερνήτες, (Χίτλερ, Μουσολίνι), που κατάφεραν με τις μεθόδους των να ηρωοποιήσουν τους τοκογλύφους και να θέσουν στο περιθώριο τους διανοούμενους, μαζί και τον σοφό ιδεολογικό προσανατολισμό τους.
Λύσεις;
Προσωπικότητες απ’ όλο τον Ελληνισμό, που αγαπούν τη χώρα στην κατεύθυνση εκείνη ενός Σεφέρη, ενός Ρίτσου, ενός Ελύτη, ει δυνατόν ξένοι εντελώς προς τους μέχρι τώρα πολιτικούς, άριστοι ο καθένας στον τομέα του, να κάμουν εθνοσυνέλευση, πιθανότητα έξω από τη χώρα και σε χώρο ασφαλή. Να κάμουν κυβέρνηση. Να ζητήσουν τη βοήθεια του στρατού* για την απελευθέρωση του τόπου από τους ντόπιους και ξένους νταβατζήδες. Για την εγκαθίδρυση στη χώρα δημοκρατίας. Όλοι για δημοκρατία μιλούν. Δικτάτορες, τύραννοι, βασιλιάδες. Εννοώ την δημοκρατία της δικαιοσύνης, της αξιοκρατίας, που κατεύθυνσή της δεν θα έχει τον υδροκεφαλισμό των Βρυξελλών αλλά την άμεση δημοκρατία που κέντρα της θα έχει τους δήμους της χώρας.
* Διότι ο στρατός δεν είναι για να κάνουν με αυτόν δικτατορίες οι Αμερικάνοι, ούτε για να τρέχει στα πέρατα της γης για να βοηθήσει τον ιμπεριαλισμό. Ο στρατός είναι παιδιά του λαού ταγμένα στη διαφύλαξη των συνόρων, της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης. Μην ξεχνούμε ότι η σημαντικότερη πλατεία της χώρας έχει πάρει το όνομά της από την επέμβαση του Μακρυγιάννη με στρατό (πώς αλλιώς;), για ν’ απαιτήσει σύνταγμα κι ελευθερία.
Μια τέτοια κυβέρνηση θα έχει ως έργο της για παράδειγμα τα εξής:
Αποδέσμευση από την Ε.Ε., και τις δόλιες συμφωνίες που υπεγράφησαν ερήμην του λαού. Αποδέσμευση μεθοδευμένη, με τρόπο έξυπνο σαν εκείνο του Οδυσσέα όταν ήθελε να βγει από τη σπηλιά του Κύκλωπα.
Τούτο δεν σημαίνει μίσος προς την Ευρώπη αλλ’ απλώς σημαίνει ότι δεν συγχέουμε την Ευρώπη των λαών και των σοφών της, με την Ε. Ε .των λύκων. Η μεγάλη μανία με την Ε.Ε., η μεγάλη προπαγάνδα υπέρ του ν’ ανήκουμε σ’ αυτήν, μου λέει ότι οι αεριτζήδες μας, είναι ανύπαρχτοι χωρίς αυτήν, τρέμουν την εμφάνιση και δράση των πραγματικών δυνάμεων του λαού. Κι ακόμη μου θυμίζουν τους αρχαίους Έλληνες τυράννους: Αυτοί δεν μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς την στήριξη του Μεγάλου Βασιλέως, δηλαδή της Περσικής Αυτοκρατορίας.
Προτροπή και βοήθεια να επιστρέψουν στη γη τους όσοι έχουν γη κι όσοι δεν έχουν ν’ αγοράσουν. Αποχτώντας επαφή με τη γη σαν τον Ανταίο θ’ αποχτήσουμε ξανά τη δύναμή μας.
ΥΓ. Η χώρα διαθέτοντας άριστο κλίμα και άριστο φυσικό περιβάλλον, τεράστια πολιτιστική κληρονομιά, μεγάλο πλούτο της πανίδας και της χλωρίδας, ορυκτό και θαλάσσιο, μπορεί να κάμει και τους κατοίκους της κατ’ εικόνα της και ομοίωσή της, αν εκείνοι με σοφία το επιδιώξουν. Η χώρα μπορεί να αναπτύξει τον άριστο τουρισμό και να καταστεί το κέντρο, ο κατ’ εξοχήν τόπος, της παιδείας και του πολιτισμού.
Γιάννης Υφαντής, Yfantis.grκαι ah-ach.blogspot.com
ΤΟ ΚΑΛΑΜI
ΤΟ ΔΥΣΤΥΧΟ ΚΑΛΑΜΙ*
Καλάμι εσύ που ο τσιφούτης όλα τα λεφτά του εντός σου έχει μάσει
και δεν τολμά να παίξει μετά σού μην τύχει και τα χάσει.
Καλάμι που σε ίππευσε κι ο γάιδαρος των όνων η κουφάλα
και γύριζε σε στέκια επαρχιώτικα και φώναζε τον κόκκορα κεφάλα.
Καλάμι εσύ που σε ιππεύουν μπουρδολόγοι Αθηναίοι, Πατρινοί και Αγρινιώτες
κι έτσι φαντάζονται πως είναι συγγραφείς και ποιητές και του Σωτήρος οι ιππότες.
Καλάμι που σε ιππεύουν όσοι απ’ τους ομοίους τους παινεύονται για όποια τυπωμένη τους βλακεία
κ’ ύστερα πάνε και πουλάνε μούρη σοβαρού, στοχαστικού μεγάλου ανδρός τα καφενεία.
Καλάμι που σε ίππευσε ακόμα κ’ η Γυναίκα εκείνη από τη Ζάκυνθο του Αγίου Σολωμού,
κι όσα κακά δεν εύρισκε στους άλλους τα ’φκιαχνε μονάχη από τον ίδιο της το νου.
Καλάμι που σε ιππεύσαν κριτικοί κι εν τέλει εσύ κακό το τέλος είχες
γιατί ως λέγουν πάντα της ψωλής που ’ναι κοντή της φταίγανε οι τρίχες.
Καλάμι που σε ιππεύουνε αυτοί που μεταξύ τους δίνουνε και παίρνουνε βραβεία
και κάνουνε τον Κώστα Καρυωτάκη απανωτά να φτάνει σε θανάτου οργασμούς από αηδία.
Καλάμι που σε ιππεύουν όσοι πίσω απ’ αρχόντων κ’ ιερέων κουστωδία
κρύβονται για να κάνουνε επίσημη και νόμιμη την όποια δυσωδία.
Καλάμι περιμένεις από βάρβαρους ηγέτες ν’ αγαπήσουνε τα δώρα των Μουσών;
Κοίτα τους υπουργούς τους με τι ζήλο οι αχρείοι παραχώνουνε το στόμα των βρυσών.
Καλάμι δεν με νοιάζουν οι τιμές τους κι όλα εκείνα που ο Έλιοτ ονόμασε κηλίδες
μα είναι που σκοτώνουν την ψυχή κάθε λαού για να την κάνουν παλιοσίδερα και βίδες.
ΥΓ.
Καλάμι που σε δώσανε ως σκήπτρο στο Χριστό
για να του κάνουνε με σε τον εμπαιγμό χειροπιαστό
μα δεν ηξεύρανε πως ήσουνα το πλέον ταιριαστό
για βασιλέα ποιητή και για εξόριστο θεό.
Καλάμι όσοι είναι στα μετόπισθεν δεν ξέρουν
ποιος είναι όντως ο εχθρός και για ποιο λόγο υποφέρουν.
Κι ούτε μπορεί κανείς να φτάσει εκεί να τους το πει
γιατί τα νέα τούς τα φέρνουν αλλαγμένα οι εχθροί.
Αλλοίμονο στους αγγελιοφόρους.
Οι ψηφοθήρες θέλουν μόνο ψηφοφόρους
και πληρωμένοι χειροκροτητές
τους κρύβουν σα σκοτώνουν ποιητές.
Καλάμι μόνο αν βρίσκεσαι στην πρώτη τη γραμμή
ξέρεις ποιος είναι ο εχθρός, πώς πολεμάει, και γιατί.
https://afigisizois.wordpress.com/2012/07/27/μα-είναι-που-σκοτώνουν-την-ψυχή-κάθε-λα/
___________________
*Πρώτο μέρος
1.
http://www.youtube.com/watch?v=st7ZoEmuAfk
Ο Γιάννης Υφαντής, τον Ιούνιο του 1996, είναι προσκαλεσμένος στο "Καφενείον Το Μέγα Πανελλήνιον" (ΕΤ3). Οικοδεσπότες οι: Βασίλης Καββαθάς και Ναυσικά Γκράτζιου. Τον ποιητή συνοδεύει η κόρη του Αριάδνη. Συζητούν περί πολλών και περί πάντων.
2.
http://www.youtube.com/watch?v=CG2yJy8-H28
Ο Γιάννης Υφαντής μιλάει στον Ηλία Κουτσούκο (ΕΤ3) για τα βιβλία του, την ποίησή του, κι όχι μόνο.
3.
http://www.youtube.com/watch?v=nFhp0RX870E
Ο Γιάννης Υφαντής μιλά στην ΕΤ3 για τον ΥΦΑΝΤΗ και την ποίησή του, απαγγέλοντας και απαντώντας στις ερωτήσεις του δημοσιογράφου Ηλία Κουτσούκου.
4.
http://www.youtube.com/watch?v=iGXeeEOqk7k
Η εκπομπή "Το Βιβλίο" της ΕΤ1 κάλεσε τον Γιάννη Υφαντή να διαβάσει ποιήματά του.
1. ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΥΦΑΝΤΗ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗΣ (στα Ελληνικά και στ' Αγγλικά)
2. ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΥΦΑΝΤΗ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ EL CULTURAL ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΚΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ EL MUNDO
Όπως δημοσιεύτηκε στα Ισπανικά:
NURIA AZANCOT / DANIEL ARJONA | 10/07/2015
http://www.elcultural.com/revista/letras/Esperando-a-los-barbaros/36737
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ σε Αντώνη Σκιαθά, (Εφ. Πατρών "ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ").
Διαβάστε Εδώ.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΑ
1). Αγαπητέ Γιάννη Υφαντή, με μια τέτοια μακρά και επιτυχημένη πορεία στον Χώρο της Ποιητικής Δημιουργίας, πώς βλέπετε σήμερα τον ρόλο του ποιητικού έργου γενικότερα μέσα στην δίνη της κρίσης που βιώνουμε;
Πορευόμενο ανάμεσα στα πρόσκαιρα μα πολυδύναμα πολιτικά, οικονομικά και θρησκευτικά συστήματα του Ηomo Plasticus, έχοντας μπρος του και πίσω του τον φθόνο και την κακογουστιά να το πολεμούν, τα Μ.Μ.Ε. να το αποσιωπούν, το ποιητικό έργο με πολλή δυσκολία παίζει τον ρόλο του σήμερα. Όμως αντέχει και θ’ αντέχει, έχοντας ως συμμάχους του, όπως γινόταν πάντα, όλα τα όντα που εναρμονίζονται με το παντοδύναμο και αθάνατο συμπάντειο σύστημα. Αντέχει και θ’ αντέχει κάνοντας το ίδιο ακριβώς που έκανε για χιλιάδες χρόνια, προσφέροντας την ιαματική ομορφιά και την αλήθεια που ελευθερώνει.
2). Είχατε από πολύ νωρίς μια μεγάλη αναγνωσιμότητα στην ποιητική σας διαδρομή. Έχετε επίσης τιμηθεί με το βραβείο Καβάφη το 1995 στο Κάιρο. Πόσο επηρέασε η επιτυχία τις μελλοντικές σας επιλογές;
Το «βραβείο Καβάφη» για μένα είχε μεγάλη αξία διότι, ενώ μου δόθηκε μία φορά, μοιάζει σα να μου δόθηκε τέσσερις φορές. Κι αυτό γιατί όταν πήγα την πρώτη φορά στο Κάιρο να με βραβεύσουν, τόσο οι Άραβες όσο και οι Έλληνες της Αιγύπτου, ζήτησαν επιμόνως (δεν θα αναφερθώ στο τί τους ώθησε να το πράξουν αυτό) να παρευρίσκομαι κάθε χρόνο στα «Καβάφεια», όσον καιρό ακόμη θα εορτάζονταν αυτά.
Και όντως, η επιτροπή, έχοντας μέλη ενθουσιώδη και τολμηρά, σαν τον Κωστή Μοσκώφ και τον Ριφάατ Σαλάμ, με κάλεσε άλλες τρεις φορές στη Αίγυπτο (δηλαδή μέχρι τον θάνατο του Μοσκώφ). Και ήταν τούτο μεγάλο πράγμα για μένα, το να μπορώ, μέσω μίας μόνο βράβευσης, να προσκαλούμαι, με όλα μου τα έξοδα πληρωμένα, κάθε χρόνο, στην αγαπημένη μου Αίγυπτο.
Η μόνη επιτυχία για τον ποιητή είναι η ίδια η χαρά της δημιουργίας και η ενθουσιώδης ανταπόκριση των ομοίων του. Αυτά, κανένα βραβείο δεν μπορεί να τα αντικαταστήσει.
3) Γνωρίζοντας ότι έχετε πει και αρκετά ΟΧΙ στην καλλιτεχνική σας πορεία, μιλήστε μας για το ποια ήταν αυτά, τί σας κόστισαν και τί σας έδωσαν;
Αν πω να μιλήσω για τα «όχι» μου, τα «όχι» που ειπώθηκαν μια φορά και τα «όχι» που καθημερινώς λέγω, θα χρειαστούν τουλάχιστον δέκα σελίδες. Πράγμα πολύ μεγάλο για μια συνέντευξη που προορίζεται για περιοδικό ή εφημερίδα.
Έτσι απομένει να πω, ότι τα «όχι» μου ήσαν τα κομμάτια που αφαιρούσα από την πέτρα με την οποία έφτιαχνα το άγαλμά μου. Έτσι ώστε «να γίνω όμοιος εαυτώ, όπως η αιωνιότητα με ήθελε», και όχι όπως η ανόητη κοινωνία με ήθελε. Ή, να το πω αλλιώς: Τα «όχι» μου ήσαν, η απομάκρυνση από το σώμα μου, κάθε ενδύματος, κάθε κουρελιού ή στολιδιού, που θα το εμπόδιζε να παραμένει ολόγυμνο και να φορεί κατάσαρκα το σύμπαν.
4) Τι διαφοροποιεί τον ποιητή με Π κεφαλαίο από τον οποιονδήποτε γράφει στίχους; Ποια είναι δηλαδή τα χαρακτηριστικά ενός μεγάλου ποιήματος και ενός μεγάλου Ποιητή; Ποιητής τελικά γεννιέσαι ή γίνεσαι;
Κάθε μορφωμένος, μπορεί να γράφει καλούτσικα ποιήματα, χωρίς να του κοστίσει αν του απαγορεύσουνε να γράφει. Ο Ποιητής, δεν γίνεται να μην γράφει, η ποιητική έκφραση είναι γι’ αυτόν βιολογική ανάγκη. Όσο η αναπνοή, το νερό, το φαγητό, ο ύπνος, ο έρωτας.
Το μεγάλο ποίημα, είναι αυτό που σε όλους τους τόπους και σε όλες τις εποχές, μπορεί να γίνει όπλο, γιατρικό, παρηγοριά, ευφροσύνη, κάθαρση, βαθύτατη λυτρωτική ικανοποίηση, και τέλος, δύναμη να μπορέσει ο άνθρωπος να φτάσει στην τέχνη του ζην.
Ο ποιητής γεννιέται, δεν γίνεται. Αν για την ποιητική ικανότητα ήταν αρκετό το περιβάλλον, τότε όλα τ’ αδέρφια μου θα ήσαν ποιητές, γιατί μεγαλώσαμε στο ίδιο ακριβώς περιβάλλον. Ναι, κανένα σχολείο στον κόσμο δεν μπορεί να βγάλει ποιητές. Ναι, δέκα χιλιάδες άριστοι φιλόλογοι του Πανεπιστημίου, δεν μπορούν να μας κάνουν έναν Καβάφη.
5) Στις πολλές συνεντεύξεις που έχετε δώσει -και πραγματικά απολαμβάνουμε να σας ακούμε- αναγνωρίζουμε έναν φιλόσοφο, έναν ψυχαναλυτή στο πρόσωπο σας. Υπάρχει Ποίηση χωρίς φιλοσοφικές και πνευματικές αναζητήσεις; Υπάρχει ποιητής που δεν είναι μαθητής και δάσκαλος μαζί;
Ο ποιητής δεν είναι απλώς ένας homo sapiens. Είναι ο Homo Universalis. Και βεβαίως, δεν είναι απλώς ένας φιλό-σοφος αλλά ένας σοφός. Και βεβαίως, αρχικά, είναι ο καλύτερος μαθητής στο μυητικό σχολείο του κόσμου. Αργότερα, γίνεται ο καλύτερος δάσκαλος, για όσους έχουν την κλίση της μαθητείας. Τελικά, δεν βρίσκει να είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Θέλει ν’ αδειάσει απ’ όλα ώστε να μπορέσει να κατοικίσει μέσα του το «εν οίδα ότι ουδέν oίδα». Φτάνοντας εντέλει να γίνει ο μεγαλύτερος εραστής της σιωπής, και ξανά, όπως όταν ήταν παιδί, ένας από τους άπειρους ιερείς που κατοικούν στο Ναό του Κόσμου.
6) Παιδί της επαρχίας εσείς χωρίς οικογενειακή παράδοση πώς βρεθήκατε στον χώρο των γραμμάτων; Είχατε κάποιον ποιητή ως πρότυπο στην ζωή σας;
Γεννημένος στο τέλος της εποχής των αλόγων και στην αρχή της εποχής των μηχανών, είχα το σπάνιο προνόμιο να γνωρίσω δύο κόσμους τόσο πολύ διαφορετικούς. Και βεβαίως δεν υπήρξα ποτέ «ούτε αστός ούτε χωριάτης», μα ένας αγροίκος (κάτοικος αγροικίας), εκεί που η αυλή αρχίζει από τη άκρη του σπιτιού και φτάνει στους λόφους, στα βουνά, περιλαμβάνοντας ακόμη και τ’ άστρα.
Δεν θα μιλήσω για ήρωες κι αγίους, γραμματιζούμενους και σοφούς που περιέχονται στο γενεαλογικό μου δέντρο. Τέτοιους έχει η κάθε οικογένεια. Θέλω μόνο να πω ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη παράδοση (για έναν ποιητή) από αυτήν που έχει μια οικογένεια η οποία ζει σε αγροικία: Ανοίγεται μπροστά του το βιβλίο-κόσμος και γίνεται μέτοχος ενός πολιτισμού χιλιάδων ετών. Εκείνου του πολιτισμού των κυνηγών και των ψαράδων, των ποιμένων και των αγροτών, των μουσικών και των χορευτών, των ναυτικών, των υφαντών, των ραψωδών, των αστρονόμων… Και δεν γνώρισα ποτέ μια βιβλιοθήκη τόσο πλούσια σαν αυτήν της οικογένειάς μου, κι ας είχε μόνο δεκαπέντε βιβλία. Μα, σημασία έχει το ποια ήσαν αυτά τα βιβλία: Ελληνική Μυθολογία, Όμηρος, Ησίοδος, Ηρόδοτος, Ξενοφών, Οι Χίλιες και μία νύχτες, Η φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου, η Καινή Διαθήκη, Τα δημοτικά τραγούδια, ο Μακρυγιάννης, ο Ουγκώ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Σαίξπηρ, ο Σιρέ, και το πλήθος των σχολικών βιβλίων που ικανοποιούσαν κάθε εραστή της ανάγνωσης και της ακρόασης.
Τέλος να πω ότι (όπως κάθε παιδί και κάθε άγριος) δεν ενδιαφερόμουν για τους συγγραφείς (είτε ποιητές) ώστε να τους κάνω πρότυπό μου, αλλά μόνο για τους ήρωές τους κι όλα τα θαυμάσια που εύρισκα στα συγγράμματά τους. Αργότερα βεβαίως ξεχώρισα τα ονόματα του Ομήρου και των Προσωκρατικών, τα ονόματα των Ταοϊστών, κι ακόμη, του Ρεμπώ… ή του Καβάφη... Όμως κανείς από αυτούς δεν έγινε ποτέ το πρότυπό μου. Εύρισκα μόνο πως έχω να κάνω με αδερφούς ή φίλους που έρχονταν από τη Χρυσή Εποχή.
6) Έχετε ταξιδέψει στο Άγιο Όρος. Ποια η σχέση σας με τη θρησκεία και το Θεό και ποια η σχέση σας με τα ταξίδια;
Στο Άγιον Όρος πήγα τουλάχιστον τέσσερις φορές. Μα πήγα εκεί ως ποιητής κι όχι ως χριστιανός. Ως ποιητής, που θα πει, πολίτης του Κόσμου, που θα πει, γιος του Ουρανού και της Γης, γιος της αγέννητης και αθάνατης θεάς Φύσης.
Το ότι θεωρώ όλα τα όντα ιερά (εκτός από τον άνθρωπο τον οποίο δυσκολεύομαι να κατατάξω) ίσως να σημαίνει πως είμαι λίαν θρησκευόμενος. Συνάμα δε, (μαζί με τον Ομάρ Χαγιάμ και τόσους άλλους που ελεύθερα σκέφτονταν κι ελεύθερα μιλούσαν) θεωρώ τις θρησκείες αρρώστιες. Κάποιες ξεκινούν από εξαίρετες ποιητικές οντότητες, μα οι οπαδοί αυτών των ποιητικών οντοτήτων, καμιά μα καμμιά σχέση δεν έχουν με αυτές. Κ’ είναι στους οπαδούς αυτούς που αναπτύσσεται η ψευδοταπείνωση, η φονική αλαζονεία, η φονική μισαλλοδοξία, η γελοιδέστερη μωρία, ο πιο ηλίθιος φανατισμός, κι εντέλει, ο απόλυτος φασισμός.
Ναι. Είμαι ο ζωροάστρης που προφέρει τη μυστηριώδη λέξη «μανθρασπέντα» για ν’ αποσπάσει από το χάος έναν κόσμο στα μέτρα της ανθρώπινης αντίληψης.
Είμαι ο χριστιανός της Μεγάλης Εβδομάδας, που ζει βαθύτατα το δράμα ενός ποιητικού αρχετύπου, μα δεν πιστεύει παρά μόνο στην ταφή και την ανάσταση των σπόρων.
Είμαι ο μουσουλμάνος που τον λιθοβολούν γιατί φώναξε «Άνα αλ χακ» (Είμαι η αλήθεια).
Είμαι η Αφρικανή που βρίσκεται στη φυλακή γιατί σκότωσε αυτούς που πράττοντας το «ιερό» καθήκον τους έκοψαν την κλειτορίδα της κόρης της.
Είμαι ο αποσυνάγωγος εβραίος, ο Ρεμπώ είτε ο αφυπνισμένος μωαμεθανός, που θεωρεί την λεγόμενη περιτομή ακρωτηριασμό˙ ύβρη ενάντια στη Φύση και ιεροποιημένη υπονόμευση του απόλυτα λυτρωτικού ερωτισμού, ο οποίος κάνει τον άνθρωπο ισόθεο και γι’ αυτό ανυπόταχτο σε οποιαδήποτε εξουσία.
Είμαι ο ινδουιστής που αυτοεξορίστηκε στα δάση, γιατί πιστεύει ότι η κοπριά, το χρυσάφι, ο βασιλιάς, ο βραχμάνος, ο παρίας κι ο σκύλος, είναι ίσης αξίας.
Είμαι ο αιρετικός βουδιστής που βλέπει τον Βούδα στην ύπαρξη του βουνού και το κήρυγμα του Βούδα στον χείμαρρο που κατεβαίνει από το βουνό.
Είμαι ο Τσουάγκ Τσου που ονειρεύτηκε πως είναι πεταλούδα, κι όταν ξύπνησε, δεν ήξερε αν είναι ο Τσουάγκ Τσου που ονειρεύτηκε πως είναι πεταλούδα ή είναι πεταλούδα που ονειρεύεται πως είναι ο Τσουάγκ Τσου.
Είμαι ο παγανιστής που στις ελληνικές θεότητες βλέπει προσωποποιημένες τις αιώνιες όψεις της Φύσεως.
Ναι, στον τοίχο του σπιτιού μου θα δείτε μια βυζαντινή εικόνα πλάι σ’ έναν κούρο ή σ’ έναν Διόνυσο.
Και βεβαίως, (όπως ο Θαλής, ο Ηράκλειτος, ο Αναξίμανδρος, ο Αναξιμένης, ο Δημόκριτος, οι Ταοϊστές και οι Ζεν) δεν πιστεύω σε θεό δημιουργό. Γιατί πώς μπορείς ν’ αποκαλείς δημιούργημα αυτό που δεν γνωρίζεις ούτε στο ελάχιστο; Που την απεραντοσύνη του δεν μπορείς να την εξαντλήσεις; Που ως νους αδυνατείς να το χωρέσεις; Η περιφρόνηση προς τη Φύση και η πίστη σ’ ένα θεό δημιουργό, αντιστοιχεί στον θρύλο του Σατανά, ο οποίος καυχήθηκε ότι επινόησε κάτι πολύ ανώτερο από το ήδη υπάρχον. Και που εξαιτίας της ανοησίας του αυτής, έχασε το πρωταρχικό ουράνιο επίπεδο, όπως συμβαίνει ακριβώς και μ’ όλους που πιστεύουν σε θεό δημιουργό.
Μα πάνω απ’ όλα είμαι αγνωστικιστής, σαν τον Σωκράτη και τον Χάιζεμπεργκ. Ανήκοντας σ’ αυτούς που βλέπουν ότι η πραγματικότητα είναι η μεγίστη ψευδαίσθηση κι ότι η ψευδαίσθηση είναι η μόνη πραγματικότητα. Ανήκοντας σ’ αυτούς που με παρρησία ομολογούν ότι δεν γνωρίζουν όσα πράγματι δεν μπορούν να γνωρίζουν.
Ταξίδια; Ναι. Έκαμα και μου αρέσει να κάνω. Με την επίγνωση όμως ότι, τα πιο εξωτικά πράγματα, βρίσκονται δίπλα μας.
7). Περί έρωτος πολέμου ερωτικού και δημιουργίας (Εύα, εδώ έχασα την ερώτηση, μα έμειναν οι απαντήσεις. Μπορείς εσύ να την αποκαταστήσεις)
Δεν είναι που εγώ έχω υπερβολικό ερωτισμό στην ζωή μου ή στην ποίησή μου, είναι που οι άνθρωποι, αφότου έχασαν την πρωταρχική τους φύση, βλέπουν την κανονικότητα ως υπερβολή. Και πώς άλλωστε θα μπορούσα να είμαι; Οι σούφι έχουν δώσει στον ποιητή τα ονόματα: Ο Σοφός, ο Ασίκης, ο Φίλος, ο Ξένος, ο Πολυαγαπημένος, ο Εραστής.
Στον έρωτα-πόλεμο δεν υπάρχει έρωτας αλλά ΕΓΩ μεγάλης επιφανείας, όπου μπορούν εύκολα τα βέλη να καρφώνονται. Ο έρωτας όταν έρχεται είναι γλυκύτατος. Όταν φεύγει, αυτή η πίκρα που νοιώθουμε δεν είναι του έρωτα, μα της δικής μας αδυναμίας να γεμίσουμε (ενώ τι παράξενο, βρισκόμαστε ανάμεσα σε άπειρα θαυμαστά όντα) το «κενό» που άφησε ένα πρόσωπο, το οποίο έπαψε να μας αγαπά, είτε δεν μας είχε ποτέ αγαπήσει. Η πίκρα προέρχεται από τη δική μας προσκόλληση σ’ ένα και μόνο ον, (κ’ είναι αυτό ένας είδος προδοσίας) τη στιγμή που μας περιβάλλουν άπειρα πανέμορφα όντα. Ναι, ιδού μια όψη της ανθρώπινης μωρίας: Να γυρεύεις νερό σ’ ένα ποτήρι άδειο ενώ βρίσκεσαι στο μέσον ενός ολοκάθαρου ποταμού.
Εξ άλλου, όπως μας λέει κι ο αρχαίος λυρικός, εκεί που αγαπά μόνον ο ένας, ο έρωτας δεν είναι θεός. Ο έρωτας είναι θεός, μόνον εκεί που υπάρχουν αμοιβαίως αγαπώμενοι.
Ω, ναι, η δημιουργία. Μπορεί να γεννηθεί τόσο από τη χαρά όσο κι από τη λύπη.
Όμως, και η πιο «απαισιόδοξη» ποίηση, και η πιο θλιμμένη, όντας λόγος εν ρυθμώ, όντας ρέουσα πηγή, λάλον ύδωρ, μπορεί να φέρνει κάτι πολύ ιαματικό, που δεν λέγεται ευτυχία ή δυστυχία, αλλά κάθαρσις.
8) Υπάρχει μια αντιπαράθεση μεταξύ του κόσμου των Πραγματιστών και αυτού των Ποιητών. Γιατί είναι απαραίτητη για την ζωή αυτή η αντιπαλότητα μεταξύ του λογικού και του θυμικού;
Οι μεγάλοι επιστήμονες (πραγματιστές) μαθηματικοί, φυσικοί, αστροφυσικοί, ομολογούν ότι οι πιο κοντινοί σ’ αυτούς είναι οι ποιητές. (Εξ άλλου η αληθινή ποίηση –το ξέρουν αυτοί- είναι ανωτέρου επιπέδου μαθηματικά). Το ίδιο ισχυρίζονται και οι σοφότεροι των ιερωμένων. Η αντιπαράθεση λοιπόν δεν υπάρχει ανάμεσα στην ποίηση και στην επιστήμη, αλλά, ανάμεσα στη θρησκεία και στην επιστήμη. Ναι, το λογικό και το θυμικό… Ο ποιητής (όντας συνάμα απολλώνιος και διονυσιακός) τα έχει και τα δυο, άριστα συνδυασμένα, στον υψηλότατο βαθμό.
9). Ποιον θεωρείται τον προορισμό του Ανθρώπου; Υπάρχει πεπρωμένο ή εμείς το ορίζουμε;
Όταν ένας άνθρωπος φτάνει να πει «τώρα κατάλαβα γιατί γεννήθηκα», αυτό σημαίνει ότι έφτασε στον προορισμό του. Και βεβαίως, το λέει τούτο κάποιος όταν αντίκρισε ένα θαυμάσιο τοπίο είτε όταν έφτασε σ’ έναν θεϊκό οργασμό. Πέραν τούτου, κατέχομαι από βαθύτατη άγνοια περί του ανθρωπίνου προορισμού. Υποψιάζομαι πως ο άνθρωπος έχει τον ίδιο προορισμό που έχουν τα έντομα, τα δέντρα και τ’ άστρα, τα οποία (παρόλο που αγνοούν τον προορισμό τους και παρόλο που δεν νοιάζονται γι’ αυτόν) είναι πανέμορφα και πλήρη όσο και κάθε άλλο ον.
Ερωτήσεις εύκολες για να τις απαντήσει ένας θεολόγος ή ένας ανόητος πολυμαθής, μα πολύ δύσκολες για έναν άνθρωπο που σκέφτεται βαθειά κι ελεύθερα. Θρύλοι και παραμύθια, ποιήματα, όνειρα, Ιστορία και πραγματικά περιστατικά, με κάνουν να συμπεράνω πως «όλα είναι γραμμένα», πως δηλαδή δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς από την παγκόσμια αλληλουχία, είτε από αυτό που στην πραγματικότητα έχει ήδη γίνει. Όμως από την άλλη, όλο και πιο πολύ ωριμάζει μέσα μου η ανάγκη ν’ αποδεχτώ την πλήρη άγνοιά μου. Δεν φιλοδοξώ να είμαι σημαντικότερος από μιαν ακρίδα. Δεν το επέλεξε να γίνει ακρίδα, δεν το επέλεξα να γίνω άνθρωπος. Γιατί να με απασχολούν όσα δεν είναι δυνατόν ν’ απαντηθούν, όταν μέσα στη φευγαλέα μου ζωή, έχω τόσο πολλά ευχάριστα πράγματα να κάμω;
10) Ποιο είναι το πιο αγαπημένο, δικό σας έργο αυτήν την εποχή και γιατί;
Όλα τα έργα μου είναι όψεις του ενός έργου που λέγεται εκφρασμένος εαυτός. Πώς θα μπορούσα να κομματιάσω τον εαυτό μου και να επιλέξω ένα κομμάτι του; Όλα μου τα έργα είναι αλληλοτρεφόμενα, αλληλοσυμπληρούμενα. Πώς θα μπορούσα να ξεχωρίσω κάποιο απ’ αυτά χωρίς ν’ αφήσω τις ρίζες του μέσα στ’ άλλα, ή τις ρίζες των άλλων μέσα σ’ αυτό;
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΥΦΑΝΤΗ ΣΤΟΝ ΧΑΡΙΛΑΟ ΤΡΟΥΒΑ ΚΑΙ ΣΤΟ "ΑΣΣΟΔΥΟ" (16 Απριλίου, 2019):
Διαβάστε Εδώ.
Ο Γιάννης Υφαντής στο AgrinioTimes.gr: «Αντλώ νερό, μαζεύω ξύλα!» (11 Μαΐου 2021):